Η ιστορία των «συμβασιούχων της μίας μέρας» του ΟΔΙΕ είναι παλιά και πλούσια σε κινητοποιήσεις, διαβήματα στη Βουλή και στην Ευρωβουλή, συνεχείς απειλές, υποσχέσεις υπουργών που έμειναν υποσχέσεις, αλλά και πολλές απολύσεις. Πρόκειται για εργαζόμενους που αυτό που βιώνουν εδώ και χρόνια, δεν είναι άλλο από το να προσλαμβάνονται το μεσημέρι, και το βράδυ, μετά της λήξη της βάρδιας, να απολύονται από τη διοίκηση. Άνθρωποι που στερούνται τα στοιχειώδη δικαιώματα του εργαζόμενου όπως είναι το ταμείο ανεργίας, τα ένσημα που επιτρέπουν τη συνταξιοδότηση ακόμα και τις νόμιμες άδειες.
Οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους γυναίκες, κάλυπταν τις ανάγκες των ιπποδρομιών, τόσο πριν όσο και μετά την διεξαγωγή των αγώνων. Μέχρι τον Ιούλιο του 2010 απασχολούνταν περίπου 3 με 4 ημέρες την εβδομάδα. Ωστόσο, από τον Σεπτέμβρη και έπειτα, ύστερα από τη μείωση του αριθμού των ιπποδρομιών, τους επιβλήθηκε ένα μόνο ημερομίσθιο την εβδομάδα που αντιστοιχεί σε 96 ευρώ μηνιαίο μισθό.
Συγκεκριμένα, μετά την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου η διοίκηση του οργανισμού ανακοίνωσε σε 126 εργαζόμενες και 1 εργαζόμενο ότι «δεν θα ξανά χρειαστούμε τις υπηρεσίες σας». Όπως μας τόνισε η κυρία Καλαμπόκα, «πρόκειται για ένα σχεδιασμένο έγκλημα καθώς και οι 127 απολυμένοι δεν μπορούν να μπουν στο ταμείο ανεργίας. Δεν έχουν τα απαιτούμενα 125 ένσημα το τελευταίο 15μηνο». Την ίδια ώρα, η διοίκηση έχει αφήσει απλήρωτους όλους τους συμβασιούχους - και τους απολυμένους και αυτούς που συνεχίζουν να εργάζονται - για τον περασμένο μήνα Ιούνιο. «Δεν έχουμε πληρωθεί. Τα μεροκάματα που κάναμε όλο το μήνα, εκκρεμούν. Μέχρι πριν δύο, τρεις μέρες είχαμε πάρει στα χέρια μας μόλις το ένα ημερομίσθιο».
Όπως επισήμανε η κυρία Καλαμπόκα, «έχουμε να κάνουμε με έναν εργασιακό Μεσαίωνα τον οποίο ζούμε εδώ και 30 σχεδόν χρόνια. Δεν έχουμε καμία κυβερνητική στήριξη όλο αυτό το διάστημα. Όλες οι κυβερνήσεις τόσο τον ιππόδρομο όσο και τον ΟΠΑΠ, τους χρησιμοποιούν για να εξυπηρετούν τις εκλογικές τους ανάγκες και μόνο».
Οι εργαζόμενοι με βάση το νομικό καθεστώς που είχε θεσπίσει η Χούντα δούλευαν για 30 χρόνια με σύμβαση μίας μέρας. Σε άρθρο της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» η δημοσιογράφος Μαρία Λούκα ένα χρόνο πριν είχε γράψει: «πολύ πριν εισέλθει το ΔΝΤ στη ζωή μας, πολύ πριν οι εγχώριοι θασιώτες του νεοφιλελευθερισμού καταστήσουν την ανασφάλεια συστατικό στοιχείο των εργασιακών σχέσεων, η ελληνική χούντα με το νόμο 598/1968 επανέφερε δουλοκτητικές μορφές εργασίας θεσπίζοντας την «ευκαιριακή απασχόληση» και τις συμβάσεις μιας μέρας και στο δημόσιο τομέα. Το μοντέλο αυτό επιβιώνει έως σήμερα στον ΟΔΙΕ (και μέχρι προσφάτως στον ΟΠΑΠ) προσφέροντας ζωντανά υποδείγματα σε όσους επιδιώκουν (και είναι πολλοί) την απαξίωση της μισθωτής
εργασίας και την εξατομίκευση της διαπραγμάτευσης».
Αρχικά οι εργαζόμενοι προσέφυγαν στα δικαστήρια για να αποκτήσουν συμβάσεις αορίστου χρόνου, και παρόλο που κατάφεραν να δικαιωθούν, η διοίκηση δεν συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Τους έτρεξε σε δεύτερο και τρίτο βαθμό. Το καλοκαίρι του 1999 με την Κοινοτική Οδηγία 99/70ΕΚ οι συμβάσεις έργου και ορισμένου χρόνου μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου συμβάσεις μισθωτής εργασίας. Παρόλα αυτά η στάση των τότε Υπουργών, Υφυπουργών, Γενικών Γραμματέων Δημόσιας Διοίκησης, Πολιτισμού - Αθλητισμού αλλά και οι διοικήσεις του ΟΔΙΕ, λειτούργησαν αυθαίρετα, παραμερίζοντας παντελώς αυτή τη ρύθμιση.
Εν συνεχεία, όταν το 2004 οι «συμβασιούχοι της μίας μέρας» κατέθεσαν τις αιτήσεις τους στον ΟΔΙΕ, ακολουθώντας κατά γράμμα την τυπική διαδικασία που απαιτούσε το προεδρικό διάταγμα 164/2004 του τότε υπουργού Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλου, η διοίκηση του ΟΔΙΕ έκανε τα στραβά μάτια. Αντί να στείλει τα στοιχεία των συμβασιούχων εργαζομένων του στο ΑΣΕΠ, άρχισε μία τακτική επιπλήξεων και απολύσεων. Μάλιστα, παρόλο που είχε ενημερωθεί από το ΑΣΕΠ ότι οι αιτούντες πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να μετατραπούν οι συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου, αντί να προσκομίσει την κατάσταση με τα στοιχεία των εργαζομένων, έστειλε έγγραφο εκφράζοντας τις αντιρρήσεις της. Ενστάσεις που παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν αμέσως, κατάφεραν να καθυστερήσουν τη διαδικασία αποστολής των στοιχείων στο ΑΣΕΠ για 7 ολόκληρα χρόνια.
Το ΑΣΕΠ σημείωσε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΔΙΕ «έσφαλε και δεν έκρινε ορθώς ότι το ευκαιριακά απασχολούμενο προσωπικό του με σύμβαση μιας μέρας δεν πληροί τις προϋποθέσεις του 164/2004», καθώς «και οι συμβασιούχοι που εργάζονται είτε κατά πλήρες είτε κατά μειωμένο ωράριο εργασίας ορισμένες μόνο και όχι όλες τις ημέρες της εβδομάδας και ανεξαρτήτως από τη χρονική διάρκεια κάθε σύμβασης», πρέπει κι αυτοί να έχουν πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων και των απολυμένων ξεκίνησαν στις 5 Ιουλίου. Μία μέρα μετά, πραγματοποιήθηκε μαζική παράσταση και συνάντηση με την διοίκηση παρουσία και εκπροσώπων του ΕΚΑ – Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Ωστόσο, την επόμενη εβδομάδα της συνάντησης, στις 11 Ιουλίου η κινητοποίηση επεκτάθηκε και εκτός και εντός του Ιπποδρόμου. Για μία ώρα, οι εργαζόμενοι απέκλεισαν το χώρο του στίβου. «Αποφασίσαμε στιγμιαία ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να σταματήσουμε τις ιπποδρομίες. Καταφέραμε να κάνουμε κατάληψη του στίβου για μία περίπου ώρα, κάτι που έχει να γίνει από το 1989», σημείωσε η κυρία Καλαμπόκα.
Στο χορό των απολύσεων το σωματείο των μόνιμων εργαζομένων του ΟΔΙΕ μένει αμέτοχο, όπως μας ανέφερε η κυρία Καλαμπόκα. «Οι μόνιμοι εργαζόμενοι δεν παίρνουν καμία θέση πάνω στο ζήτημα των απολύσεων. Μάλιστα, οι εκπρόσωποί τους στο Διοικητικό Συμβούλιο του οργανισμού συναίνεσαν στις απολύσεις».
Στο πλευρό του όμως στέκεται το «Εργατικό Κέντρο Αθήνας» που με δελτίο Τύπου καταδικάζει την αυθαίρετη τακτική των απολύσεων που ακολουθεί η διοίκηση του ΟΔΙΕ. «Το ότι για χρόνια οι κυβερνήσεις και ο ΟΔΙΕ προσπάθησαν όσο μπορούσαν να μας κρατήσουν σε αυτό το τριτοκοσμικό καθεστώς είναι γνωστό – τώρα προσπαθούν και να μας εξολοθρεύσουν. Δεν έχουμε φάει τίποτε από τα όσα προσπαθούν να μας πείσουν με λύσσα η Κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της. Την ώρα που το φαγοπότι (πχ ολυμπιακά έργα) λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μας – εμείς δουλεύαμε για ψίχουλα και μάλιστα πιασμένοι από το λαιμό για να μην μιλάμε. Δεν θα τους επιτρέψουμε να μας εξαφανίσουν με σιωπή και λήθη. Δεν θα μείνουμε άπραγοι βλέποντας τους διπλανούς μας να φεύγουν ένας – ένας. Θα δώσουμε τον αγώνα μας όσο και να κρατήσει και με όσα μέσα μπορούμε».
«Ο κόσμος δεν έχει αντιληφθεί την κατάσταση που επικρατεί στον ΟΔΙΕ», μας εξήγησε η κυρία Καλαμπόκα. «Είναι ένα προσωπικό στοίχημα αυτός ο αγώνας. Ξεκίνησα να δουλεύω από τα 27 μου χρόνια και σήμερα είμαι 54. Είναι όλη μου η ζωή. Πιστεύω ότι στο τέλος θα βγούμε νικητές. Χαμένη είναι η μάχη που δεν δίνεται, όχι αυτή που δίνεται».