H χρήση των
βιομηχανικών ρομπότ έχει πλέον τεράστιο αντίκτυπο, διεθνώς, στους τομείς
της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Το 2014 η παγκόσμια
ζήτηση για βιομηχανικά ρομπότ ξεπέρασε για πρώτη φορά τις 200.000
μονάδες (225.000) καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 27% μέσα σε ένα
έτος.
Ορισμένοι θεωρούν την εξέλιξη
αυτή ευθεία απειλή για τις υφιστάμενες θέσεις απασχόλησης. Άλλοι
εκτιμούν αντιθέτως ότι συνιστά βασικό θεμέλιο μιας νέας, ευημερούσας,
παγκόσμιας αγοράς εργασίας. Ευρήματα μελετών για την πορεία της
απασχόλησης, σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης της εισαγωγής αυτοματισμού
στην παραγωγή, αμφισβητούν άλλες εκτιμήσεις, οι οποίες προμηνύουν πλήγμα
στους εργαζομένους από την επέλαση των βιομηχανικών ρομπότ.
Η Γερμανία (μαζί με τις Ιαπωνία, ΗΠΑ
και Κορέα) ανήκει στις τέσσερις χώρες που αντιπροσωπεύουν το 50% της
παγκόσμιας αγοράς βιομηχανικών ρομπότ. Μελέτη της ING-DiBa (Απρ 2015),
με τον τίτλο «Ερχονται τα ρομπότ: Οι συνέπειες στην αγορά εργασίας»,
καταδεικνύει ότι το 59% των θέσεων εργασίας που εξετάστηκαν στη χώρα,
αργά ή γρήγορα, θα μπορούσαν να τεθούν σε κίνδυνο λόγω της αυξανόμενης
εισαγωγής αυτοματισμού στην παραγωγή. Το εύρημα αυτό αντιστοιχεί σε 18
εκατ. θέσεις εργασίας.
Ο αντίλογος,
όπως προκύπτει από τη σχετική συζήτηση στο Βερολίνο, βασίζεται στο
γεγονός ότι αντίστοιχες έρευνες δεν (συν) υπολογίζουν τις ευκαιρίες που
παράλληλα διανοίγονται μέσω της αυξανόμενης χρήσης ρομπότ σε επίπεδο
νέων επαγγελμάτων και απασχόλησης. Σημειωτέον, το γερμανικό
υπουργείο Εργασίας δεν επαληθεύει τη δυναμική της αυτοματοποίησης
διαδικασιών σε επαγγελματικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο διεκπεραίωσης
έργου, διαπιστώνοντας ότι το φαινόμενο καταλήγει να αφορά το 12% του
συνόλου των εργασιών.
Έρευνα την οποία διενήργησαν σε 17 χώρες οι Georg Graetz και Guy
Michaels (Φεβ. 2015), των Upsala University και London School of
Economics, αντίστοιχα, με τίτλο «Τα ρομπότ στη δουλειά», καταδεικνύει
αφενός ότι το 10% της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και το 15% της αύξησης της
παραγωγικότητας οφείλονται στην αύξηση της χρήσης ρομπότ αφετέρου ότι
δεν μειώθηκε η απασχόληση, αλλά αυξήθηκαν οι μισθοί. Επιπλέον, μελέτη
του διεθνούς οργανισμού ρομποτικής IFR (2013) με τίτλο «Θετικός
αντίκτυπος των ρομπότ στην απασχόληση» υποστήριζε ότι σε κάθε χρήση
ρομπότ στον βιομηχανικό τομέα αντιστοιχούν 3 έως 5 νέες θέσεις
εργασίας.
Σύμφωνα με τον γερμανικό
οργανισμό ρομποτικής VDMA - Robotics + Automation, η γερμανική
αυτοκινητοβιομηχανία, ο μεγαλύτερος «πελάτης», επέκτεινε τον πληθυσμό
των ρομπότ στις τάξεις της κατά 15% (στις 92.000 μονάδες) από το 2010
έως το 2014. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των εργαζομένων φέρεται να αυξήθηκε κατά 10% (στους 775.000).
Τα
ρομπότ αναλαμβάνουν συχνά επικίνδυνες, έντονες και ανθυγιεινές εργασίες
στη βιομηχανική παραγωγή. Σε πολλές περιπτώσεις, διεκπεραιώνουν
διαδικασίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να διεκπεραιωθούν με άλλον
τρόπο. Η συνδρομή τους στη βιομηχανική παραγωγή και κατ’ επέκταση στην
οικονομική ανάκαμψη είναι αναμφισβήτητη. Ωστόσο, η ραγδαία αύξηση της
χρήσης ρομπότ γεννά εύλογα ερωτήματα για τον αντίκτυπο στην ανθρώπινη
απασχόληση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι,
λόγω της αυξανόμενης εισαγωγής του αυτοματισμού στην παραγωγή, μια
σειρά βιομηχανιών, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί σε χώρες με χαμηλό
κόστος εργασίας φαίνεται να επιστρέφει, για παράδειγμα, στη Βόρεια
Αμερική.
Η ακριβής και ασφαλής
αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που (θα) επιφέρει η αυξανόμενη χρήση ρομπότ
στην απασχόληση ενέχει σε αυτή τη φάση υψηλό ρίσκο. Η εξέλιξη
της ρομποτικής, όμως, οδηγεί σε αναμφισβήτητα θετικά αποτελέσματα και
τελικά είναι αναπόφευκτη. Ζητούμενο αποτελεί η προσαρμογή στη νέα
πραγματικότητα και η μετατροπή των όποιων δυνητικών μειονεκτημάτων, που
συνοδεύουν κάθε τεχνολογική επανάσταση, σε αδιαφιλονίκητα πλεονεκτήματα.
Όπως έχει πει και σε αντίστοιχο ρεπορτάζ της «Ν»
ο δρ Νικόλας Μαυρίδης, διευθυντής του Εργαστηρίου Διαδραστικών Ρομπότ
και Πολυμέσων στο MIT, «δεν είναι ότι θα πάψουν να υπάρχουν δουλειές,
αλλά ότι θα υπάρξουν νέες δουλειές, οι οποίες μάλιστα θα χρησιμοποιούν
ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος των πραγματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου».