Ερμηνευτική εγκύκλιο στο νόμο 3869/2010 «Ρύθμιση των οφειλών
υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις» όπως τροποποιήθηκε
με τη συμφωνία χρηματοδότησης, εξέδωσε το υπουργείο Οικονομίας.
Την εγκύκλιο κοινοποίησε στα αρμόδια υπουργεία, στην τράπεζα της
Ελλάδος, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών, στο δικηγορικό σύλλογο και στις
οργανώσεις των καταναλωτών.
Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, επιχειρείται εκσυγχρονισμός του
πλαισίου του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, του νόμου
3869/2010, γνωστού ως «νόμος Κατσέλη», έτσι ώστε να καταστεί περισσότερο
αποτελεσματικός και λειτουργικός και να καταστεί εφικτή η παροχή
δικαστικής κρίσης σε εύλογο χρόνο.
Η βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου θα
συντελέσει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης, στην
άμεση παροχή δικαστικής προστασίας στους πολίτες που τη δικαιούνται,
ώστε να διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση για τους ίδιους και τις
οικογένειές τους, ενώ παράλληλα θα περιορίσει στο ελάχιστο τη δυνατότητα
καταχρηστικής λειτουργίας του όλου πλαισίου.
Τα σημεία που γίνεται διευκρίνιση αφορούν κυρίως στο χρόνο εκδίκασης
των υποθέσεων αλλά και στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του
οφειλέτη και τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Για τους συνεργάσιμους δανειολήπτες, η έννοια προσδιορίζεται στον
Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών και όπως σημειώνεται σχετικά: «η
προϋπόθεση θα λαμβάνεται υπόψη για αιτήσεις που θα υποβληθούν από το
έτος 2016 και έπειτα, δεδομένου ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών
τέθηκε τυπικά σε ισχύ από το έτος 2015 αλλά τίθεται σε εφαρμογή
σταδιακά».
Ακόμη, υποχρεούνται όλοι οι οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση
υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 και κατά το χρόνο έναρξης
ισχύος του ν. 4336/2015 η υπόθεσή τους εκκρεμεί για διάστημα άνω των 6
μηνών από την υποβολή της αίτησης, χωρίς να έχει εκδικαστεί ή να έχει
επέλθει δικαστικός συμβιβασμός, να προσκομίσουν επικαιροποιημένα τα
στοιχεία που απαιτούνται για υποβολή της αίτησης, ενώ τυχόν παράβαση της
διάταξης και μη υποβολή επικαιροποιημένων στοιχείων, επιφέρει για τον
οφειλέτη τις συνέπειες της μη ειλικρινούς δήλωσης και απώλεια
προστασίας.
Η διάταξη εισάγεται με δεδομένο ότι εκκρεμούν περί τις 130.000
αιτήσεις και είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η συνδρομή των τυπικών
προϋποθέσεων υποβολής αίτησης.
Επίσης, υποχρεούνται όλοι οι οφειλέτες που έχουν υποβάλει αίτηση
υπαγωγής στις διατάξεις προαναφερθέντα νόμου και η υπόθεσή τους έχει
προσδιοριστεί να συζητηθεί πέραν μιας τριετίας από το χρόνο έναρξης
ισχύος του ν. 4336/2015, να υποβάλλουν, εντός 4 μηνών από την έναρξη
ισχύος, αίτηση για επαναπροσδιορισμό της συζήτησης της υπόθεσής τους σε
συντομότερη δικάσιμο.
Εάν δεν υποβληθεί σχετική αίτηση εντός του προβλεπόμενου διαστήματος,
η δικάσιμοι επαναπροσδιορίζονται αυτεπαγγέλτως σε συντομότερη δικάσιμο,
εντός τριετίας.
Οι παραπάνω επαναπροσδιορισμοί δικασίμων γίνονται ατελώς για τον αιτούντα.
Η διάταξη εισάγεται προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πλήθος των
υποθέσεων που εκκρεμούν, καθώς η σύσταση νέων τμημάτων στα ειρηνοδικεία
και οι προσλήψεις νέων ειρηνοδικών, καθιστούν εφικτό τον ορισμό σύντομης
δικασίμου για όλες τις υποθέσεις, η συζήτηση των οποίων έχει αρχικά
προσδιοριστεί πέραν της τριετίας(επί της ουσίας πέραν του έτους 2018).
Ρευστοποίηση περιουσίας
Βελτιώνεται η προγενέστερη ρύθμιση του ν.3869/2010 με την οποία
προβλέπεται, με τη δικαστική απόφαση, δυνατότητα ρευστοποίησης της
ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, εκτός της κύριας κατοικίας του.
Με την προϊσχύουσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, η
προστασία της κύριας κατοικίας εκτείνεται σε αντικειμενική αξία κύριας
κατοικίας ύψους ίσου με το αφορολόγητο ποσό αντικειμενικής αξίας της
πρώτης κατοικίας, συν 50%.
Με την τροποποιημένη διάταξη καθορίζονται ως κριτήρια για την
προστασία της πρώτης κατοικίας α) το εισόδημα του οφειλέτη, β) η αξία
της πρώτης κατοικίας και γ) το ύψος του συνόλου των οφειλών.
Παρέχεται δε, νομοθετική εξουσιοδότηση σε έκδοση κοινής υπουργικής
απόφασης, με την οποία θα καθορίζονται τα όρια των παραπάνω κριτηρίων.
Όμως, έως την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης, εξακολουθεί να
εφαρμόζεται η αρχική διάταξη (αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας ύψους
ίσου με το αφορολόγητο ποσό αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας,
συν 50%).