Ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να
αρνηθεί την παροχή εργασίας του εργαζόμενου, ενώ σε κάθε περίπτωση
οφείλει να απασχολήσει τον εργαζόμενο για ολόκληρο τον χρόνο εργασίας
που προβλέπεται στη σύμβαση εργασίας.
Η μη αποδοχή της εργασίας του μισθωτού καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο,
γεγονός που δημιουργεί την υποχρέωση της καταβολής του μισθού στον
εργαζόμενο έστω και αν αυτός δεν απασχολήθηκε.
Μισθός οφείλεται ακόμη και στη περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας του
μισθωτού, έγινε αδύνατη από λόγους που αφορούν τον εργοδότη (περιορισμός
εργασιών, έλλειψη απαραίτητων υλών, έλλειψη παραγγελιών, βλάβη μηχανής
κ.λ.π).Ο εργοδότης απαλλάσσεται από την καταβολή μισθού μόνο όταν η μη
απασχόληση του μισθωτού οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας (σεισμοί,
πλημμύρες, πρωτοφανή φυσικά φαινόμενα, κατάληψη επιχείρησης, κ.λ.π).
Στην περίπτωση της υπερημερίας του εργοδότη λόγω μη απασχόλησης του
μισθωτού, ο εργαζόμενος ενώ δικαιούται τον μισθό του, δεν υποχρεούται να
παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του Ν.4139/2013 ο εργαζόμενος
παράλληλα με τους μισθούς υπερημερίας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την
πραγματική απασχόλησή του, από τον εργοδότη.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της διάταξης, η εργασία αποτελεί
κατ’εξοχήν έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες της ανάπτυξης της
προσωπικότητας του ανθρώπου. Η αξίωση για μισθούς υπερημερίας δεν αρκεί
από μόνη της για την προστασία του δικαιώματος της εργασίας. Η
αναγνώριση του δικαιώματος για πραγματική απασχόληση εναρμονίζεται
καλύτερα με την υποχρέωση πρόνοιας που έχει ο εργοδότης (άρθρο 288 ΑΚ)
καθώς και με τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος εργασίας (άρθρο
22 Συντ.).