Ανάλογες πρακτικές μ’ αυτές που σχεδιάζει σήμερα η κυβέρνηση μαζί με τους «εταίρους» της κατά των μικροϊδιοκτητών εφάρμοζε και η κυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος το 1933. Ήδη από τα τέλη του 1931 η χώρα αντιμετώπιζε οικονομική κρίση με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Έτσι χιλιάδες βιοπαλαιστές, οι οποίοι είχαν δανειστεί με επαχθείς όρους για να φτιάξουν ένα σπιτάκι να στεγάσουν την οικογένειά τους, αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, με αποτέλεσμα να είναι συνήθη τα φαινόμενα των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών ακινήτων. Η κυβέρνηση κώφευε στις εκκλήσεις τους για λήψη μέτρων με σκοπό την προστασία τους από τους τοκογλύφους δανειστές. Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Σπ. Ταλιαδούρος απάντησε σε διάβημα που του επέδωσε η νεοϊδρυθείσα «Ένωση χρεωμένων μικροϊδιοκτητών» ότι δεν επρόκειτο να τους δοθεί καμιά διευκόλυνση για την πληρωμή των χρεών τους (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 6ης Αυγούστου 1933).
Με βάση τους ισχύοντες νόμους οι δανειολήπτες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τον τόκο ανά τρίμηνο. Αν καθυστερούσαν έστω και μια μέρα, οι δανειστές είχαν το δικαίωμα να απαιτήσουν την είσπραξη ολόκληρου του δανείου. Σε περίπτωση που οι χρεοφειλέτες δεν πλήρωναν εντός οκταημέρου τους καθυστερούμενους τόκους καθώς και τα έξοδα της κοινοποιήσεως της επιταγής, έξοδα που έφθαναν από 600 έως 1.000 δραχμές, τότε άρχιζε η διαδικασία της κατάσχεσης του σπιτιού τους. Αν αδυνατούσαν και πάλι εντός οκτώ ημερών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, τότε διενεργείτο αναγκαστικός πλειστηριασμός. Το «νόστιμο» της υπόθεσης ήταν το ότι οι δανειολήπτες επιβαρύνονταν εκτός των άλλων με τα δικαστικά έξοδα της κατάσχεσης (περίπου 5.000 δραχμές) και με τα έξοδα της διενέργειας του πλειστηριασμού (3.000 δραχμές). Φυσικά θα πλήρωναν και τους καθυστερούμενους φόρους καθαράς προσόδου καθώς και το φόρο μεταβίβασης οικοδομών 2%.
Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο να «βγει στο σφυρί» το σπιτάκι τους και να «βρεθούν στο δρόμο» οι χρεωμένοι μικροϊδιοκτήτες προσπαθούσαν πανικόβλητοι να βρουν κάποιον αγοραστή. Σπάνια όμως εύρισκαν σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Έτσι κατά κανόνα γινόταν «πλειοδοτική» δημοπρασία, στην οποία παρουσιαζόταν ως μοναδικός «πλειοδότης» ο τοκογλύφος δανειστής, ο οποίος έπαιρνε το σπίτι σε τιμή μικρότερη από το ¼ της πραγματικής του αξίας.
Στο προαναφερθέν φύλλο του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ αναφερόταν η περίπτωση ενός χρεωμένου μικροϊδιοκτήτη (ονόματι Ρηγόπουλου). Είχε ένα σπίτι αξίας 80.000 δραχμών υποθηκευμένο για δάνειο 10.000 δραχμών. Επειδή καθυστέρησε να καταβάλει τον τόκο της τριμηνίας που ανερχόταν στο ποσό των 300 δρχ., ο δανειστής τού κοινοποίησε επιταγή για την είσπραξη ολόκληρου του δανείου. Ο δυστυχής χρεοφειλέτης δεν είχε λεφτά, για να πληρώσει, κι έτσι σε οκτώ μέρες του κοινοποιήθηκε η κατάσχεση του σπιτιού του και επιβαρύνθηκε με άλλες 5.500 δρχ. για τα δικαστικά έξοδα. Με γράμμα, λοιπόν, που έστειλε στην εφημερίδα εξέφραζε την απόγνωσή του, γιατί, αν δεν έβρισκε δεκαέξι χιλιάδες δραχμές για να αποπληρώσει το ποσό του δανείου (10.000 δρχ.), τον τόκο (300 δρχ.) και τα έξοδα της κατάσχεσης (5.500 δρχ.), το σπίτι του θα έβγαινε σε πλειστηριασμό.
Η αναλγησία της Πολιτείας, η οποία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να προστατεύσει τη φτωχολογιά από τους κερδοσκόπους δανειστές, ανάγκασε τους χρεοφειλέτες να οργανωθούν. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Ένωση χρεωμένων μικροϊδιοκτητών», στην οποία εγγράφτηκαν αρχικά περίπου 500 άτομα. Ανάλογες οργανώσεις είχαν γίνει και σε άλλες πόλεις. Τα αιτήματά τους διαφοροποιούνταν:
- Η Ένωση των Αθηνών ζητούσε να γίνει χρεοστάσιο (= να σταματήσει η αποπληρωμή των δανείων) όσο διαρκούσε η οικονομική κρίση.
- Οι χρεωμένοι μικροϊδιοκτήτες των Πατρών διεκδικούσαν πεντάχρονο χρεοστάσιο και μετά τη λήξη του να πληρωθούν τα δάνεια σε εξάμηνες δόσεις.
- Η οργάνωση μικροϊδιοκτητών Βόλου διεκδικούσε την ενοποίηση όλων των χρεών, τα οποία θα αναλάμβανε η Κτηματική Τράπεζα Ελλάδας (τότε ήταν τμήμα της Εθνικής Τράπεζας). Με απλά λόγια η Τράπεζα θα τα αποπλήρωνε τους ιδιώτες δανειστές και θα αναλάμβανε να τα εισπράξει η ίδια από τους μικροϊδιοκτήτες.
- Στο Εμποροεπαγγελματικό συνέδριο που συγκλήθηκε στις Σέρρες προτάθηκε «η διετής αναστολή των ενυπόθηκων δανείων» και η αποπληρωμή τους ύστερα σε 10 ετήσιες δόσεις με επιτόκιο 5%.
Εκφράστηκαν όμως και ορισμένες άλλες απόψεις, όπως:
-Η διαγραφή των χρεών προς τους τοκογλύφους δανειστές και τις τράπεζες.
-Η συγκρότηση επιτροπών σε κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό, ώστε να συντονιστεί ο αγώνας των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών και να λάβει καθολικό χαρακτήρα με τη σύνταξη ψηφισμάτων διαμαρτυρίας προς τις αρμόδιες αρχές, με συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στα δικαστήρια και στους τόπους όπου γίνονταν πλειστηριασμοί, με συλλαλητήρια κ.ά.. Ακόμα καλούνταν οι εργατικές οργανώσεις και τα Εργατικά Κέντρα να ενισχύσουν με όλες τους τις δυνάμεις τον αγώνα των μεροκαματιάρηδων που κινδύνευαν να χάσουν το σπίτι τους.
Οι κινητοποιήσεις των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών προσωρινά απέδωσαν καρπούς. Η κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη (ηγέτη του Λαϊκού κόμματος) αποφάσισε την καθιέρωση ολιγόμηνου χρεοστασίου, ύστερα όμως από τη λήξη του το πρόβλημα επιδεινώθηκε και προκάλεσε κοινωνικές εξεγέρσεις. Για την αποτροπή γενίκευσής τους το Σεπτέμβριο του 1935 ψηφίστηκε δικαιοστάσιο, που καθόριζε ότι τα χρέη επί των ακινήτων θα εξοφλούνταν με τους ακόλουθους όρους:
Στο τέλος κάθε τριμηνίας από την 1η Οκτωβρίου 1935 και εξής οι χρεοφειλέτες θα κατέβαλλαν στους δικαιούχους (σε ιδιώτες δανειστές και σε Τράπεζες) τους τόκους της τριμηνίας επί του οφειλόμενου ποσού.
Από την 1η Μαρτίου 1936 μέχρι την 31η Αυγούστου 1937 θα καταβάλλονταν σε τρεις ισόποσες εξάμηνες δόσεις όλοι οι καθυστερούμενοι παλιοί τόκοι.
Από την 1η Σεπτεμβρίου 1937 ως την 31η Αυγούστου 1941 θα καταβαλλόταν σε οκτώ ίσες εξάμηνες δόσεις το οφειλόμενο δάνειο.
Αλλά «πίσω είχε η αχλάδα την ουρά». Στη 2η παράγραφο το δικαιοστάσιο όριζε ότι «εν καθυστερήσει της μιας των υπό της παραγράφου 1 καθοριζομένων δόσεων χωρούσε αναγκαστική εκτέλεσις», δηλαδή κατάσχεση και πλειστηριασμός ακινήτων. Από τη ρύθμιση αυτή είχαν εξαιρεθεί όσοι χρωστούσαν στους δημόσιους φόρους. Η μη καταβολή τους έδινε τη δυνατότητα στο κράτος να κατασχέσει τα σπίτια φτωχών ανθρώπων.
Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έλυναν το πρόβλημα των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών. Γι’ αυτό την 22α Μαρτίου 1936 συγκλήθηκε στην Αθήνα Πανελλαδικό συνέδριο των χρεοφειλετών. Ένα από τα αιτήματά τους ήταν η αναστολή κατασχέσεων και πλειστηριασμών (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 21ης Μαρτίου 1936). Το αίτημά τους όμως δεν υλοποιήθηκε.
Κατοχική περίοδος: Η Ανατομία μιας «ανακατανομής»
Από τη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας προκύπτει ότι σε δύο περιόδους έγινε πραγματική αρπαγή της μικρής ιδιοκτησίας και μάλιστα υπό τις «ευλογίες» της Πολιτείας: Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό κόμμα (1933 – 1935) κι αμέσως μετά την περίοδο της κατοχής.
Το πρώτο δεδομένο αφορά τα μεγέθη του φαινομένου. Οπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι (βλέπετε στο τέλος του κειμένου), μέσα στην κατοχή άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα. Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες.
Η σχέση των περισσότερων απ’ αυτές τις συναλλαγές με τον πόλεμο και την πείνα είναι προφανής: τρεις στις τέσσερις πραγματοποιήθηκαν μέσα στα πρώτα δυο χρόνια της Κατοχής (1941-42), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία σημειώθηκε και ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων από ασιτία. Στα τέλη του 1942, η κατάσταση είχε πιά κάπως σταθεροποιηθεί χάρη στα συσίτια του Ερυθρού Σταυρού. Ο κόσμος δεν πέθαινε πλέον από την πείνα, οπότε και το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων (όσων δεν είχαν «σκοτωθεί» το προηγούμενο διάστημα) περιορίστηκε αισθητά.
Η προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων αποτυπώνεται στον Πίνακα ΙΙ. Οπως διαπιστώνουμε, η συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων αφορά μικρά και μεσαία περιουσιακά στοιχεία, τα δε «βιομηχανικά» ακίνητα είναι στο σύνολό τους σχεδόν βιοτεχνικές μονάδες και μαγαζιά. Δεν έχουμε βέβαια στοιχεία για το βαθμό συγκέντρωσης αυτών των ιδιοκτησιών προπολεμικά, λογικά όμως το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να ανήκε σε μεσαία στρώματα μικροϊδιοκτητών.
Η σχέση ανάμεσα στην προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων και τις τιμές με τις οποίες «σκοτώθηκαν» αυτά επί Κατοχής φωτίζει ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα αυτών των αγοραπωλησιών (Πίνακας ΙΙΙ). Σε μια Ελλάδα όπου οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είχαν δεκαπλασιαστεί (σε σχέση με το μέσο ημερομίσθιο) μεταξύ Οκτωβρίου 1940 κι Απριλίου 1943, τα ακίνητα πωλούνταν κατά μέσο όρο στο 1/13 με 1/20 της αξίας τους! Οπως διαπιστώνουμε δε από τους δειγματοληπτικούς πίνακες που συνοδεύουν ως τεκμήρια το «Υπόμνημα» του 1946, αυτή η υποτίμηση των πωλούμενων ακινήτων υπήρξε μεγαλύτερη στο φόρτε της πείνας, αλλά και όσον αφορά τα ακίνητα μικρότερης προπολεμικής αξίας. Με δυο λόγια, οι μικροϊδιοκτήτες ξεπούλησαν φτηνότερα τα υπάρχοντά τους απ’ ό,τι οι «μεσαίοι» (που ενδεχομένως κινδύνευαν λιγότερο άμεσα από την πείνα).
Ακόμη και τα κλάσματα αυτά είναι ωστόσο σε μεγάλο βαθμό παραπειστικά, καθώς ο μηχανισμός που η δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» είχε θεσπίσει γι’ αυτές τις συναλλαγές κατέληγε στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας των πωλούμενων ακινήτων. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 771 του 1941, όλες οι συναλλαγές άνω των 30.000 δρχ έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω τράπεζας, με κατάθεση εκεί του συνολικού τιμήματος, από το οποίο ο δικαιούχος δεν μπορούσε να κάνει παρά τμηματικές αναλήψεις 30.000 (κι αργότερα 40.000) δρχ κατά ορισμένα διαστήματα. Με τη δραχμή να υποτιμάται διαρκώς έναντι της χρυσής λίρας (συνολικά 1 προς 4.367 μεταξύ Απριλίου 1941 και Φεβρουαρίου 1944), οι τράπεζες ξεζούμιζαν έτσι με τη σειρά τους τον πωλητή.
Η εικόνα της «κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω» που σηματοδοτεί αυτή η διαδικασία καταγράφεται αναλυτικά στον Πίνακα ΙV, με τα στοιχεία για τη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πωλητών. Δυστυχώς δεν παρατίθενται στοιχεία για την αντίστοιχη οικονομική τους θέση πριν από τον πόλεμο, ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «απόρων», «ευπόρων» και «πλουσίων». Είναι ωστόσο προφανές ότι στην εκποίηση των μεσαίων κι ενός σημαντικού τμήματος των μεγάλων ιδιοκτησιών έχουμε να κάνουμε με εκπτώχευση (κι ενδεχομένως προλεταριοποίηση) προπολεμικών μεσοστρωμάτων, ενώ το ίδιο ισχύει και για ένα απροσδιόριστο ποσοστό της εκποίησης ακινήτων μικρής αξίας.
Η πιο ενδιαφέρουσα από τις στατιστικές πληροφορίες του «Υπομνήματος» αφορά, ωστόσο, τον κόσμο των αγοραστών (Πίνακας V). Τα δύο τρίτα τους ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια της Κατοχής αγόρασαν από ένα ακίνητο, το ένα τέταρτο αγόρασε 2-3, το ένα εικοστό 4-10, ενώ το ένα τριακοστό «φτάχτηκε» πάρα πολύ χοντρά, αποκτώντας στο ίδιο διάστημα από 11 μέχρι 50 ή και περισσότερα ακίνητα. Πέντε με δέκα χιλιάδες Ελληνες βγήκαν, δηλαδή, από την κατοχή αισθητά πλουσιότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν. Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από το δειγματοληπτικό κατάλογο των 524 αγοραστών, η συγκεντροποίηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού συχνά διαφορετικοί αγοραστές είναι πρόσωπα μιας και της αυτής οικογένειας ή συνιδιοκτήτες της ίδιας επιχείρησης.
Ο αριθμός των υπόλοιπων 50 με 55.000 αγοραστών μας αποκαλύπτει μια άλλη όψη του φαινομένου: τον κόσμο που στο διάστημα της Κατοχής μπορεί να μην πλούτισε ιδιαίτερα, μάλλον όμως δεν έγινε και φτωχότερος, αφού απέκτησε κάποια νέα περιουσιακά στοιχεία. Αν κρίνουμε απ’ το διαθέσιμο δειγματολόγιο των 524, ανάμεσά τους βρίσκονται και χιλιάδες «μικροί» μαυραγορίτες, που μέσα στο θανατικό του 1941-42 αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα καταβάλλοντας -σύμφωνα με τα συμβόλαια- κάποια δέκατα της λίρας για το καθένα…
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ευφάνταστος, για να καταλάβει πως η «πυραμίδα» αυτή των αγοραστών συγκροτούσε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική βάση της πολιτικής συμμαχίας που στήριξε την εθνικόφρονα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Για τη διατήρηση των κεκτημένων, η θεσμική κατοχύρωση της «συνέχειας του κράτους» και των θεσμών του μεταξύ 1940 και 1945 (με την ελαχιστοποίηση της απελευθερωτικής τομής του 1944) αποτελούσε μονόδρομο. Τα τανκς του Σκόμπι, μαζί με τη γεωπολιτική θέση της χώρας διασφάλισαν και τα συμφέροντα όλων εκείνων που πλούτισαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
Παραρτήματα-Παραπομπές
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
Πωλήσεις ακινήτων επί Κατοχής
ανά έτος | |
ΕΤΟΣ | ΑΚΙΝΗΤΑ |
1941 | 96.000 |
1942 | 163.000 |
1943 | 66.000 |
1944 | 25.000 |
ΣΥΝΟΛΟ | 350.000 |
ανά κατηγορία | |
αστικά | 110.000 |
αγροτικά | 239.000 |
βιομηχανικά | 1.000 |
ΣΥΝΟΛΟ | 350.000 |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ
Προπολεμική αξία πωληθέντων ακινήτων
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ | < 1.000.000 δρχ | 1-20.000.000 δρχ. | 20-50.000.000 δρχ |
Αστικά | 80.000 | 20.000 | 10.000 |
Αγροτικά | 190.000 | 40.000 | 9.000 |
Βιομηχανικά | 800 | 180 | 20 |
Πίνακας ΙΙΙ
Το ξεπούλημα των ακινήτων
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ | Συνολική αξία (σε χρυσές λίρες) | Αναλογία
πώλησης/προπολ. αξίας |
|
προπολεμικά | τιμών πώλησης | ||
Αστικά | 63.000.000 | 4.500.000 | 1 / 14 |
Αγροτικά | 21.000.000 | 1.050.000 | 1 / 20 |
Βιομηχανικά | 6.000.000 | 450.000 | 1 / 13 |
ΣΥΝΟΛΟ | 90.000.000 | 6.000.000 | 1 / 15 |
Πίνακας IV
Μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πρώην ιδιοκτητών
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΚΙΝΗΤΩΝ |
ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΑΞΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ* |
μεταπολεμική κατάσταση πρώην ιδιοκτητών | ||
«άποροι» | «εύποροι» | «πλούσιοι» | ||
Αστικά | Μικρές ιδοκτησίες | 80.000 | 1.800 | 200 |
Μεσαίες ιδιοκτησίες | 18.000 | 1.300 | 700 | |
Μεγάλες ιδιοκτησίες | 7.500 | 1.200 | 300 | |
Αγροτικά | Μικρές ιδοκτησίες | 180.000 | 8.000 | 2.000 |
Μεσαίες ιδιοκτησίες | 38.000 | 1.300 | 700 | |
Μεγάλες ιδιοκτησίες | 7.500 | 1.200 | 300 | |
Βιομηχανικά | Μικρές ιδοκτησίες | 700 | 80 | 20 |
Μεσαίες ιδιοκτησίες | 170 | 8 | 2 | |
Μεγάλες ιδιοκτησίες | 17 | 2 | 1 |
(* μικρές ιδιοκτησίες: κάτω του 1 εκατομμυρίου δρχ. Μεσαίες: 1–20 εκ. δρχ. Μεγάλες: 20–50 εκ. δρχ)
Πίνακας V
Αγοραστές ακινήτων επί Κατοχής
1 ακινήτου | 40.000 |
2 ακινήτων | 10.000 |
3 ακινήτων | 5.000 |
4-10 ακινήτων | 3.000 |
11-20 ακινήτων | 1.500 |
21-50 ακινήτων | 400 |
Πάνω από 51 ακινήτων | 100 |
ΣΥΝΟΛΟ | 60.000 |
Το προφίλ του αγοραστή
Σε πρόσφατο κείμενό του για την πείνα της Κατοχής, ο πανεπιστημιακός Χρήστος Λούκος επισημαίνει την ανάγκη «να διερευνηθεί και με άλλα ιστορικά κριτήρια [πέρα από τις μαρτυρίες απομνημονευματικού χαρακτήρα] ποιοί και με ακριβώς ωφελήθηκαν από τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσεη ξενική κατοχή. Με δυο λόγια, η ανακατανομή πλούτου που έγινε ποιούς ευνόησε».
Μια πρώτη -μερική- απάντηση μας δίνει ο σχετικός κατάλογος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, που φυλάσσεται στην ομώνυμη συλλογή του ΕΛΙΑ. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο 68 δακτυλογραφημένων σελίδων, όπου καταγράφονται 524 αγοραστές ακινήτων, τα ακίνητα που αγόρασαν, οι αριθμοί συμβολαίων, το αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα της αγοράς και το αντίτιμό του σε χρυσές λίρες την εποχή της αγοραπωλησίας.
Το ντοκουμέντο μας δίνει μια αρκετά περιορισμένη εικόνα του συνόλου. Από τους 100 αγοραστές περισσότερων από 50 ακινήτων αναγράφεται πχ. μόνο ένας (για την ακρίβεια δίδυμο: οι «Παπαλεξανδρής και Στεργίου», που αγόρασαν 120 ακίνητα στα Σπάτα), ενώ φιγουράρουν ελάχιστοι από τους 400 της κατηγορίας «21-50» και μάλλον αρκετοί από τους 1.500 που αγόρασαν από 11 μέχρι 20. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, κάποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν, ειδικά όσον αφορά τις μικρομεσαίες κλίμακες της πυραμίδας.
Μεταξύ των 524 συγκαταλέγονται 28 τουλάχιστον βιομήχανοι, 10 επιχειρηματίες, 18 κτηματίες, 1 εφοπλιστής, 6 εργολάβοι, 4 δικηγόροι και 81 έμποροι, ενώ υπάρχουν επίσης 13 νομικά πρόσωπα με προεξάρχουσα την Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ των αγοραστών συγκαταλέγονται και τρεις Εβραίοι, οι δραστηριότητες των οποίων σταματούν για προφανείς λόγους στα μέσα του 1943.
Από τους αναγραφόμενους αγοραστές ακινήτων, «επώνυμες» είναι ίσως μόνο οι οικογένειες Παπαστράτου, Λαναρά, Βασιλειάδη, Καρέλλα και Χυτήρογλου. Στην ίδια κατηγορία μπορεί να υπαχθεί και η Ελένη Βουλπιώτη, σύζυγος του αντιπροσώπου της Ζίμενς Ιωάννη Βουλπιώτη. Μέσα στο 1941 αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα.
Πιο αποκαλυπτικές είναι ίσως οι πληροφορίες που αντλούμε για τη βάση της πυραμίδας. Μια μεγάλη κατηγορία αγοραστών αποτελούν όπως είδαμε οι έμποροι κάθε λογής, ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσία επαγγελμάτων που έχουν σχέση με την παραγωγή, διακίνηση ή επεξεργασία τροφίμων.
Ο «οινομάγειρος» Κ.Ζ. αγόρασε π.χ. 5 οικόπεδα μεταξύ Νοεμβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1942, ο «ορνιθοτρόφος» Α.Α. 2 σπίτια και 2 χωράφια σε ακόμη μικρότερο διάστημα (Δεκέμβριος - Ιούλιος), ενώ ο «κτηνοτρόφος» Κ.Κ. 3 αγροτεμάχια μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1942 κι άλλο ένα τον Ιούλιο του 1943. Από τέσσερα χωράφια αγόρασαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο «εστιάτωρ» Κ.Α. (Απρίλιος-Νοέμβριος 1942), ο «κρεωπώλης» Γ.Κ. (Μάιος 1942 - Σεπτέμβριος 1943) κι ο «κηπουρός» Θ.Κ. (Ιανουάριος - Οκτώβριος 1942), ενώ αποδοτικότερος αποδείχθηκε ο «ζαχαροπλάστης» Κ.Κ. με 5 ακίνητα μέσα στο τετράμηνο Απριλίου – Ιουλίου 1942. Τρεις «βουστασιάρχες», τέλος, ψώνισαν αντίστοιχα 3, 4 κι 6 «κτήματα», «αγρούς» ή οικόπεδα, ως επί το πλείστον το 1942-43.
Ο «αστυφύλαξ» Γ.Δ., πάλι, αγόρασε μέσα στο το Μάιο του 1941 τρία σπίτια καταβάλλοντας από μια λίρα για το καθένα. Τέσσερα ακίνητα αγόρασε και η «σύζυγος ενωμοτάρχου» Τ.Α. το 1941-42, με τιμές αγοράς από 3 έως 11 λίρες. Στον κατάλογο δίνουν επίσης το παρών ένας αξιωματικός (4 κτήματα το 1942-43) κι ο «αρχιερεύς Ματθαίος ή Γεώργιος Κ.», που μεταξύ Απριλίου 1943 και παραμονών της απελευθέρωσης έβαλε στην άκρη 2 σπίτια κι 1 απροσδιόριστο «ακίνητον».
Απροσδιόριστο παραμένει τέλος το επάγγελμα του Γ.Μ., που φέρεται απλώς ως «πρόσφυξ» και μεταξύ Νοεμβρίου 1943 κι Αυγούστου 1944 (ενώ δηλαδή η μεν πείνα είχε υποχωρήσει, αλλά τα μπλόκα, οι συλλήψεις κι οι εκτελέσεις έδιναν κι έπαιρναν) απέκτησε τρία οικοπεδάκια έναντι μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού αντιτίμου.
ΠΗΓΗ: pleistiriasmoistop.blogspot.gr