Ο Νόμος καθορίζει για πόσο διάστημα προστατεύεται ο εργαζόμενος, δηλαδή συνεχίζει να πληρώνεται από τον εργοδότη και δεν επιτρέπεται η απόλυσή του, στην περίπτωση της ασθένιας, με ιατρικές βεβαιώσεις.
Αυτό που πρέπει να κάνει ο εργαζόμενος είναι να ενημερώσει αμέσως τον εργοδότη του για τον λόγο της απουσίας του, ώστε να μην βρεθεί αντιμέτωπος με αδιακιολογητη απουσία που θα επιφέρει την καταγγελία της σύμβασής του, άνευ αποζημίωσης και στη συνέχεια η νομοθεσία προβλέπει την προστασία του, υπό τις ακόλουθες προυποθέσεις και το χρόνο απασχόλησής του :
- από δέκα (10) ημέρες έως ένα (1) έτος, μπορεί να απουσιάσει 15 ημέρες,
- μέχρι τεσσάρων (4) ετών, ένα (1) μήνα,
- από 4 έτη συμπληρωμένα μέχρι 10 έτη, τρεις (3) μήνες,
- από 10 έτη συμπληρωμένα μέχρι 15 έτη, τέσσερις (4) μήνες και
- από 15 έτη συμπληρωμένα και άνω έξι (6) μήνες
Οι μισθωτοί, λοιπόν, που δεν έχουν συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας και αμείβονται με ημερομίσθιο, δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια, όσες είναι οι ημέρες εργασίας στο 15νθήμερο, ενώ οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό, δικαιούνται τον μισό μισθό.
Στις περιπτώσεις που η απασχόληση ξεπερνά τον ένα χρόνο οι ημέρες αδείας διαρκούν μέχρι την κάλυψη ενός μηνιαίου μισθού για τους υπαλλήλους ή 26 ημερομισθίων για τους εργάτες.
Αν η ασθένεια του εργαζόμενου διαρκέσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (από δεκαπενθήμερο ή μήνα) ο εργοδότης δεν υποχρεούται για περαιτέρω καταβολή μισθού.
Προηγείται βέβαια το τριήμερο αναμονής, δηλαδή το διάστημα εκείνο πριν ο εργαζόμενος αρχίσει να επιδοτείται από τον Ασφαλιστικό Οργανισμό.
Επίσης, δεν απαγορεύεται η απόλυση του εργαζόμενου σε περίπτωση απουσίας του, εφόσον αυτή υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθένειας