Πλήρης απασχόληση είναι η δουλειά που κάνει ένα άτομο, βάσει πλήρους ωραρίου. Καλύτερα, το άτομο με πλήρη απασχόληση, δουλεύει σε μία δουλειά 8 ώρες τη μέρα, και όλες τις εργάσιμες ημέρες. Ο εργοδότης του κολλάει 25 ένσημα το μήνα και ο υπάλληλος παίρνει ολόκληρο μισθό. Αλλιώς ονομάζεται και full time.
Μερική απασχόληση είναι η απασχόληση που έχει ένα άτομο σε μία δουλειά, όχι σε καθημερινή βάση με πλήρες ωράριο, αλλά πιο αραιά. Για παράδειγμα ένα άτομο που δουλεύει με μερική απασχόληση (ή αλλιώς part time), δεν πηγαίνει από τη Δευτέρα - Παρασκευή 8 ώρες στη δουλειά. Μπορεί να πηγαίνει Δευτέρα και Τετάρτη 8 ώρες και την Παρασκευή 4, ή μπορεί να πηγαίνει από Δευτέρα - Παρασκευή 4 ώρες. Φυσικά, οι μέρες και οι ώρες εξαρτώνται και από τον εργοδότη. Ο μισθός και τα ένσημα είναι μισά από μία τέτοια δουλειά.
Συνεχόμενο ωράριο είναι μία έννοια που μπορεί να αναφέρεται είτε σε υπαλλήλους, είτε σε καταστήματα. Το συνεχόμενο ωράριο για τα καταστήματα σημαίνει ότι το κατάστημα θα ανοίγει το πρωί και θα κλείνει πχ το απόγευμα ή το βράδυ, χωρίς να κλείσει στο ενδιάμεσο. Θα παραμένει δηλαδή συνέχεια ανοιχτό μέσα στη μέρα. Στον υπάλληλο σημαίνει ότι θα δουλεύει πχ το 8ωρό του συνεχόμενα.
Σπαστό ωράριο είναι το ωράριο αυτό το οποίο ολοκληρώνεται έπειτα από πχ μία διακοπή.