Αβέβαιο το μέλλον της μεσαίας τάξης με στρατιές νεόπτωχων

ftoxoi

Φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης, που βίωσε -όπως και η υπόλοιπη κοινωνία- ένα βαρύ σοκ και αντιμετωπίζει πλέον με τεράστια αβεβαιότητα το μέλλον, το δικό της και των παιδιών της το συμπέρασμα έρευνας που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το «Αβέβαιο μέλλον της ελληνικής μεσαίας τάξης».
Η έρευνα προσεγγίζει τη μεσαία τάξη με οικονομικά-εισοδηματικά κριτήρια και ως μεσαία στρώματα ορίζεται ο πληθυσμός του οποίου το διαθέσιμο εισόδημα κυμαίνεται από το 60% ώς το 200% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος, σύμφωνα με την «Εφημερίδα των Συντακτών».
Οσα νοικοκυριά κερδίζουν κάτω από αυτό το εισοδηματικό όριο θεωρούνται «κατώτερη τάξη» και όσοι κερδίζουν πάνω από 200% του διάμεσου εισοδήματος ανήκουν στην «ανώτερη τάξη».
Διάμεσο είναι το εισόδημα που χωρίζει στα δύο την κατανομή του εισοδήματος: το 50% του πληθυσμού κερδίζει κάτω από αυτό το ποσό και το 50% πάνω απ’ αυτό. Είναι ένα μέγεθος που διαφέρει από τον μέσο όρο, καθώς δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές της εισοδηματικής κλίμακας.
Με βάση αυτή την προσέγγιση, τα μεσαία στρώματα στην Ελλάδα πλήθυναν θεαματικά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης (1993-2008), για να συρρικνωθούν τα χρόνια της κρίσης, τροφοδοτώντας τις στρατιές των νεόπτωχων. Η έρευνα, που μελετά τις αλλαγές στη μεσαία τάξη πριν και μετά την κρίση, καταλήγει -μεταξύ άλλων- σε δύο βασικά συμπεράσματα: Πρώτον, στη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης, που βίωσε -όπως και η υπόλοιπη κοινωνία- ένα βαρύ σοκ και αντιμετωπίζει πλέον με τεράστια αβεβαιότητα το μέλλον, το δικό της και των παιδιών της.
Χαρακτηριστικό είναι ότι 29% του πληθυσμού που το 2008 ανήκε στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, πέντε χρόνια μετά είχε πλέον εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας εκείνου του έτους. Εφόσον η πλειονότητα των νεόπτωχων προέρχεται από τα μεσαία στρώματα, η υπόθεση της «πόλωσης» της ταξικής δομής επιβεβαιώνεται.
Ενα δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα που μεταδίδει sofokleousin, είναι ότι, ενώ η μεσαία τάξη φτωχοποιείται, ταυτόχρονα μεγαλώνει η ψαλίδα μεταξύ των κατώτερων και των μεσαίων στρωμάτων. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η έρευνα, το συγκριτικό μέγεθος των μεσαίων στρωμάτων έχει συρρικνωθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης ως αποτέλεσμα της καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας των μεσαίων νοικοκυριών.
Ωστόσο, σε μια περίοδο δραματικών εισοδηματικών απωλειών από όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι εναπομείνασες μεσαίες τάξεις έχουν, κατά μέσο όρο, αυξήσει τις εισοδηματικές διαφορές τους με τις κατώτερες και διατηρήσει τις διαφορές τους με τις ανώτερες. Οι βασικές αιτίες γι’ αυτό είναι η πολύ μεγαλύτερη εξάπλωση της ανεργίας στις κατώτερες τάξεις και οι παρόμοιες μειώσεις μισθών στις μεσαίες και τις ανώτερες τάξεις.
Η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε στη διάρκεια της κρίσης, όπως και αν τη μετρήσει κανείς. Ο πρώτος τρόπος μέτρησης λαμβάνει υπόψη ότι το διάμεσο εισόδημα συρρικνώθηκε κατά 35,8% την πενταετία 2008-2013 και ανακατασκευάζει τις κατώτερες, μεσαίες και ανώτερες τάξεις γύρω από το κατώτερο διάμεσο εισόδημα. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε μόλις κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες από το 2008 ώς το 2013.
Αν όμως υπολογίσουμε τη μεσαία τάξη με σημείο αναφοράς τα εισοδήματα του 2008, τότε μπορούμε να μιλάμε για πραγματικό αποδεκατισμό της μέσα σε 5 χρόνια: Ενώ στην αρχή της κρίσης το 70,8% του πληθυσμού απολάμβανε εισοδήματα μεσαίων τάξεων, ύστερα από τέσσερα χρόνια μόνο το 54,2% είχε εισοδήματα που θα μπορούσαν να τον κατατάξουν στη μεσαία τάξη.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της EφΣυν, η αυξημένη προστασία της μεσαίας και ανώτερης τάξης κατά τη διάρκεια της κρίσης οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις συντάξεις. Αν οι συντάξεις αποκλειστούν από τα κοινωνικά επιδόματα, τότε μειώνεται σημαντικά το αναδιανεμητικό αποτέλεσμα του φορολογικού και του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο διαθέσιμο εισόδημα όλων των τάξεων. Το αποτέλεσμα αυτό την περίοδο της κρίσης έμεινε σταθερό για τις κατώτερες τάξεις, μειώθηκε για τις μεσαίες τάξεις και μετατράπηκε από θετικό σε αρνητικό στις ανώτερες.
Οι βασικές αλλαγές  τα χρόνια της «αφθονίας»:
● Μειώθηκε το μερίδιο του εισοδήματος από μισθωτή εργασία σε όλα τα νοικοκυριά μεσαίων εισοδημάτων, χάρη στην αυξημένη παρουσία συνταξιούχων στα μεσαία νοικοκυριά. Το μερίδιο των συνταξιούχων στον πληθυσμό άνω των 15 ετών που ζει σε μεσαία νοικοκυριά ανέβηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ έπεσε κατά 6 στα νοικοκυριά των κατώτερων τάξεων και ανέβηκε κατά 3 στις ανώτερες τάξεις.
● Δεύτερον, αυξήθηκε θεαματικά ο αριθμός των οικογενειών όπου δουλεύουν και οι δύο σύζυγοι -από 42% σε 54%. Αυτό συμβαδίζει με την αξιοσημείωτη αύξηση στην απασχόληση του γυναικείου πληθυσμού την ίδια περίοδο, που άγγιξε σχεδόν το 60% από 37%.
●Η τρίτη αλλαγή στη σύνθεση των μεσαίων στρωμάτων από το 1993 έως το 2008 είναι η μείωση της αυτο-απασχόλησης υπέρ της μισθωτής εργασίας. Αντίστοιχα, η αυτο-απασχόληση μειώθηκε και στις κατώτερες και ανώτερες τάξεις κατά 25 και 9 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Η άνοδος του εισοδήματος των μεσαίων στρωμάτων την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης οφείλεται και στην αύξηση των εργαζομένων με υψηλή μόρφωση. Το ποσοστό ατόμων με υψηλή μόρφωση ανάμεσα στους μισθωτούς αυξήθηκε σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις -με τη μεγαλύτερη αύξηση στην ανώτερη τάξη και τη μικρότερη στην κατώτερη τάξη.
Η ανεργία χτυπάει (πρώτα) την πόρτα των φτωχών
Την περίοδο της κρίσης μειώθηκε σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις το ποσοστό των νοικοκυριών με εισοδήματα από μισθωτή εργασία. Περισσότερο όμως έχει μειωθεί στις κατώτερες τάξεις. Η ταξικά διαφοροποιημένη επίπτωση της κρίσης στην απασχόληση αύξησε τη συγκέντρωση της ανεργίας στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, όσοι είχαν ανώτερη μόρφωση «άντεξαν» περισσότερο την κατάρρευση της απασχόλησης και αύξησαν το ποσοστό όσων έχουν εισοδήματα από μισθωτή εργασία κατά τη διάρκεια της κρίσης, κυρίως μεταξύ της ανώτερης και μεσαίας τάξης.
Το ποσοστό των νοικοκυριών, όπου δουλεύουν και οι δύο σύζυγοι, μειώθηκε σε όλα τα εισοδήματα, αλλά σχεδόν κατέρρευσε στη μεσαία τάξη. Αυτό συνοψίζεται ως εξής: Η κατάρρευση της απασχόλησης εξαιτίας της κρίσης αύξησε το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έχουν ούτε έναν εργαζόμενο, κυρίως ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις. Στις μεσαίες τάξεις αυξήθηκαν τα νοικοκυριά που έχουν μόνο έναν εργαζόμενο. Τέλος, η κρίση αύξησε τη συγκέντρωση συνταξιούχων στα μεσαία νοικοκυριά εις βάρος των κατώτερων νοικοκυριών: 78% όλων των συνταξιούχων το 2012 ανήκε σε νοικοκυριά της μεσαίας τάξης κυρίως.
Ο δημόσιος τομέας είναι σημαντικός για την επέκταση και την αναπαραγωγή της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, σημειώνεται στο δημοσίευμα, καθώς ο βασικός διαχωρισμός στην απασχόληση και τις σχέσεις εργασίας τη μεταπολεμική περίοδο είναι ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Οι εθνικοποιήσεις, η επέκταση του κράτους πρόνοιας και η άμεση δημιουργία θέσεων απασχόλησης, για να απορροφήσουν την άνοδο της ανεργίας διόγκωσε τον δημόσιο τομέα την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1975-δεκαετία ‘80). Το 1993, ο δημόσιος τομέας έφτασε στο ζενίθ του, απασχολώντας το 39,9% του συνόλου των μισθωτών και το 22,5% του συνόλου των απασχολούμενων. Την ίδια χρονιά, το 75% των δημοσίων υπαλλήλων ανήκε στη μεσαία τάξη.
Ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στον δημόσιο τομέα διαφέρει ανάλογα με τις διαφορετικές περιόδους της κρίσης. Τα πρώτα δύο χρόνια, όχι απλώς προστάτευσε τις θέσεις εργασίας, αλλά έπαιξε και αντικυκλικό ρόλο, απασχολώντας δυναμικό με προσωρινές συμβάσεις εργασίας. Μετά το 2010, την κρίση δημόσιου χρέους και την επιβολή των μνημονιακών μέτρων υπό την επιτήρηση της τρόικας, επιβλήθηκαν πολύ αυστηροί κανόνες στον δημόσιο τομέα, παγώνοντας πρακτικά τις προσλήψεις -καθώς σε κάθε 10 αποχωρήσεις αντιστοιχεί μόνο μία πρόσληψη.
Πέρα από τις σοβαρότατες ελλείψεις προσωπικού σε πολλές κρίσιμες δημόσιες και κρατικές υπηρεσίες, το πάγωμα των προσλήψεων έβαλε «φρένο» στην πρόσβαση των γυναικών σε καλές δουλειές -ειδικά των πιο μορφωμένων- αλλά και στη διαγενεακή αναπαραγωγή των μεσαίων στρωμάτων και την ανοδική κοινωνική κινητικότητα των κατώτερων τάξεων μέσω της απασχόλησης στο Δημόσιο.
Η μισθολογική ψαλίδα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε την περίοδο της ευμάρειας και μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2012. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα συρρικνώθηκε λιγότερο από ό,τι στον ιδιωτικό, ενώ οι μειώσεις μισθών ήταν περίπου ίδιες. Αυτό σημαίνει ότι ενώ ο ρόλος του Δημοσίου ως κατεξοχήν «παραγωγού μεσαίων τάξεων» εξουδετερώθηκε, ο δημόσιος τομέας εξακολουθεί να παρέχει καλύτερες συνθήκες εργασίας και «στάτους» μεσαίας τάξης στους εργαζόμενους που απασχολεί.
Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, οι εργαζόμενοι με πανεπιστημιακή και ανώτερη τεχνολογική εκπαίδευση είχαν συγκλίνουσες προοπτικές επαγγελματικών ευκαιριών και ταξικής τοποθέτησης στη βάση του εισοδήματος. Οι επιστήμονες και οι τεχνολόγοι είναι οι επαγγελματικές ομάδες με τη μεγαλύτερη αύξηση στην απασχόληση στη διάρκεια της οικονομικής ανόδου, που τροφοδότησε την επέκταση της μεσαίας τάξης και άλλαξε την επαγγελματική της σύνθεση. Το 2012 η πλειονότητα των επιστημόνων και τεχνολόγων επαγγελματιών ανήκε στη μεσαία τάξη, και μάλιστα στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες των μεσαίων εισοδημάτων.
Ο αριθμός των επιστημόνων επαγγελματιών και τεχνολόγων μειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης, σε μικρότερο όμως βαθμό απ’ ό,τι η συνολική απασχόληση. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των επαγγελματιών και τεχνολόγων στους απασχολούμενους της μεσαίας τάξης αυξήθηκε.
Την ίδια εποχή, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των επιστημόνων και τεχνολόγων-τεχνικών μειώθηκε πολύ περισσότερο από αυτό των διευθυντικών στελεχών και ελαφρά περισσότερο από αυτό των άλλων επαγγελμάτων, επηρεάζοντας αρνητικά το εισόδημα των μεσαίων στρωμάτων και κυρίως των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο, παρά την απώλεια εισοδήματος, οι επιστήμονες και οι τεχνολόγοι-τεχνικοί υπήρξαν λιγότερο ευάλωτοι στην απώλεια θέσεων απασχόλησης, γι’ αυτό εξακολουθούν να καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό των μεσαίων στρωμάτων.
Σκληρή λιτότητα από τις Βρυξέλλες, αλλά όχι για τους πολίτες στο Βέλγιο
Οι χώρες που αντιστέκονται στην τάση αποδόμησης των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων των πολιτών τους είναι οι χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου, η Γαλλία και η Ολλανδία.
Ωστόσο, κορυφαία ευρωπαϊκή χώρα σε ό,τι αφορά τη «διατήρηση ενός επιπέδου σταθερότητας και ευημερίας στην κοινωνία», κατά την ILO, είναι το Βέλγιο: απορρόφησε το σοκ της κρίσης του 2008, χάρη στο μοντέλο κοινωνικής προστασίας και την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, των κοινωνικών παροχών και του ασφαλιστικού συστήματος, όταν το κόστος ζωής μεταβάλλεται με βάση έναν δείκτη κοινωνικής ευημερίας που υπολογίζει η κυβέρνηση).
Κι ενώ οι μανδαρίνοι των Βρυξελλών σαρώνουν την ελληνική μεσαία τάξη, οι Βέλγοι πολιτικοί για τη χώρα τους χρησιμοποίησαν «αυτή τη δικλίδα ασφαλείας που επέτρεψε στη μεσαία τάξη του Βελγίου να ξεπεράσει αβρόχοις ποσί την κρίση», σημειώνει η ILO. Στο Βέλγιο, μόνο το 4% των νοικοκυριών κατατάσσεται στα «πλούσια» και το 17% στα «φτωχά». Η ΑΤΑ εφαρμόζεται και στο Λουξεμβούργο, τη χώρα της Ε.Ε. με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Ευρώπη των αντιθέσεων και της οπισθοδρόμησης
Η Ελλάδα ήταν μαζί με την Αργεντινή, την Αίγυπτο, τη Ρωσία και την Τουρκία οι μοναδικές χώρες στον κόσμο που είδαν τη μεσαία τάξη τους να μειώνεται αυτόν τον αιώνα.
Η έρευνα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) επιβεβαιώνει ότι «η οικονομική κρίση έπληξε βάναυσα τα μέσα εισοδήματα και επιτάχυνε τη διάβρωση της μεσαίας τάξης», ορίζοντας ως «μέσα εισοδήματα» εκείνα που κυμαίνονται από το 60% ώς το 200% του διάμεσου εισοδήματος κάθε χώρας.
Η ILO σημειώνει ότι οι κατηγορίες αυτές των εισοδημάτων τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 είχαν γνωρίσει μια ταχεία ανάπτυξη και αυτό σε έναν μεγάλο βαθμό χάρη στη μαζική είσοδο των γυναικών σε επαγγέλματα που απαιτούν εξειδίκευση, γεγονός που διεύρυνε σημαντικά την αριθμητική βάση της μεσαίας τάξης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο αριθμός των Ευρωπαίων που ανήκουν στη μεσαία τάξη άρχισε να συρρικνώνεται, λόγω της εκτίναξης της ανεργίας και της μεταφοράς πόρων από τα μεσαία εισοδήματα προς τα υψηλότερα.
Η κρίση όξυνε τις μισθολογικές διακρίσεις και οδήγησε σε παγώματα μισθών -ή και μειώσεις- σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και δη στην Ελλάδα.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας εξηγεί την επιδείνωση της θέσης της μεσαίας τάξης στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύοντας ως κορυφαία αιτία τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι χώρες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και η Ελλάδα είναι οι χώρες της Ε.Ε. με τη μικρότερη αριθμητικά μεσαία εισοδηματική τάξη. Μόλις το 69% του συνόλου των ελληνικών νοικοκυριών κατατάσσεται, με βάση τους υπολογισμούς της ILO, στη μεσαία τάξη.
Στον αντίποδα, η Δανία είναι η ευρωπαϊκή χώρα με τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου: το 40% του πληθυσμού της έχει εισόδημα που κυμαίνεται από το 80% ώς το 120% του μέσου, ενώ μόλις το 5% των Δανών ανήκει στην ανώτερη και 17% στην κατώτερη.
Το 81% των Σουηδών ανήκει στη μεσαία τάξη και μόλις το 3% στην ανώτερη. Τα σουηδικά νοικοκυριά που ανήκουν στη χαμηλότερη εισοδηματική τάξη φτάνουν το 16%.
Μόνο η Ισπανία, με 23%, ξεπερνά το ελληνικό ποσοστό φτωχών νοικοκυριών από τις χώρες που μετείχαν στην Ε.Ε. πριν από τη μεγάλη διεύρυνση που έγινε την προηγούμενη δεκαετία. Στη Γερμανία, οι ανισότητες εντείνονται επίσης: το 21% των νοικοκυριών κατατάσσεται στη χαμηλή εισοδηματική τάξη και το 8% στην υψηλή.

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης: Στο 98% η απορρόφηση πόρων - Στο 130% οι εντάξεις έργων

Σύμφωνα με στοιχεία από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τηρούνται σε μεγάλο βαθμό τα …