Υπερημερία ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οφειλέτης ο οποίος δεν καταβάλλει (για οποιαδήποτε αιτία) οφειλή που έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
- ύπαρξη σύμβαση εργασίας,
- προσφορά εργασίας από τον εργαζόμενο (η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και προσήκουσα. Πραγματική προσφορά υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος μεταβεί στην επιχείρηση και ζητήσει να αναλάβει εργασία. Προσήκουσα είναι, όταν η προσφορά γίνεται στον κατάλληλο τόπο και χρόνο και περιλαμβάνει την οφειλόμενη ποσότητα),
- μη αποδοχή εργασίας από τον εργοδότη. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για υπαίτια άρνηση ή υπαίτια αδυναμία.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ο εργοδότης γίνεται υπερήμερος ως προς την αποδοχή την εργασίας. Ο εργαζόμενος, τότε, δικαιούται να απαιτήσει τον μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει εργασία σε άλλο χρόνο.
Τι καταβάλλει στον εργαζόμενο:
Όταν ο εργοδότης περιέλθει σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, πρέπει να του καταβάλει εκτός από τον μηνιαίο μισθό και τις πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές που κατέβαλε σε αυτόν σταθερά μηνιαίως κατά τον χρόνο της πραγματικής εργασίας του. Προϋπόθεση είναι ότι οι πρόσθετες παροχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα. Στην αξίωση του εργαζομένου, λοιπόν, δεν περιλαμβάνονται οι αποδοχές που δεν είχαν τον χαρακτήρα του μισθού και χορηγούνταν από ελευθεριότητα.