Την ανακάλυψη του τάφου του Αριστοτέλη στα Στάγειρα Χαλκιδικής ανακοίνωσε σήμερα ο ανασκαφέας, μελετητής των Αρχαίων Σταγείρων, αρχαιολόγος Κώστας Σισμανίδης, σύμφωνα με τον οποίο τα ευρήματα από την ανασκαφή του 1996 στην περιοχή οδηγούν στο συμπέρασμα πως το ταφικό μνημείο που βρέθηκε δεν μπορεί παρά να ανήκει στον Αριστοτέλη.
Πρόκειται για ένα ταφικό ηρώο, όπου οι Σταγειρίτες μετέφεραν και εναπόθεσαν την τέφρα του φιλοσόφου αμέσως μετά τον θάνατό του στη Χαλκίδα, τον τίμησαν ως ήρωα, σωτήρα, νομοθέτη και δεύτερο «οικιστή» της πόλης τους, εφόσον με δική του μεσολάβηση στον Φίλιππο επανιδρύθηκαν (340 π.Χ) τα Στάγειρα, που είχαν καταστραφεί από τον ίδιο Μακεδόνα βασιλιά το 349 π.Χ.
Το ταφικό οικοδόμημα εντοπίστηκε ανάμεσα στη στοά του 5ου αιώνα και στον αρχαϊκό ναό του Διός Σωτήρος και της Αθηνάς Σώτειρας (6ος αιώνας π.Χ.), μεταξύ της αρχαϊκής και της κλασικής πόλης, στη χερσόνησο «Λιοτόπι». Η αψιδωτή του κάτοψη (10 περίπου μέτρα), το σχήμα του, η ύπαρξη ορθογώνιου μαρμαροθετημένου δαπέδου με κενή επιφάνεια-βωμό (1,30×1,70 μ.) είχαν προβληματίσει πολύ τον αρχαιολόγο ερευνητή, καθώς περιβάλλει επακριβώς έναν τετράγωνο βυζαντινό πύργο.
«Δεν έχουμε αποδείξεις αλλά ισχυρότατες ενδείξεις -φθάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα. Η θέση στην οποία κτίστηκε το πεταλωτό οικοδόμημα, μέσα στην πόλη και κοντά στην Αγορά (κατά παρέκκλιση των νενομισμένων), με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εποχή της κατασκευής του στην αρχή-αρχή ακόμη της ελληνιστικής περιόδου. Το ασύμβατο για άλλες χρήσεις σχήμα του. Ο δημόσιος χαρακτήρας του και η μεγάλη βιασύνη που διακρίνεται στην κατασκευή του, με ποιοτικό, άλλα ετερόκλητο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση», σημείωσε ο ανασκαφέας, μελετητής των αρχαίων Σταγείρων, αρχαιολόγος Κώστας Σισμανίδης στην πρώτη επιστημονική ανακοίνωση που έκανε σήμερα στο συνέδριο «Αριστοτέλης 2.400 χρόνια».
Σύμφωνα με τον κ. Σισμανίδη στην πλαγιά του βορειότερου άκρου των Σταγείρων, κοντά στη Στοά της Αρχαίας Αγοράς αποκαλύφθηκε πολύπλοκο σύμπλεγμα διαφορετικών μεταξύ τους κτισμάτων που χρονολογούνται από την αρχαϊκή μέχρι και τη βυζαντινή περίοδο ως και τα νεώτερα χρόνια.
Δυόμιση μέτρα δυτικά της πύλης του αρχαϊκού τείχους, αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος τετράγωνος πύργος των βυζαντινών χρόνων τον οποίο περιβάλλει ένα εντυπωσιακό αψιδωτό οικοδόμημα, που δίνει αρχικά την εντύπωση πυργοειδούς κατασκευής της αρχαϊκής οχύρωσης. Ωστόσο όπως παρατηρεί κ. Σισμανίδης «προσεκτικότερη παρατήρηση και πολλά κινητά ευρήματα απ΄ αυτό, πείθουν ότι χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους».
Οι τοίχοι του κτίσματος αυτού σώζονται σε μέγιστο ύψος 1,80, και έχουν το μικρό σχετικά πάχος των 1,10 μ., «το οποίο είναι βεβαίως απαγορευτικό, για να ερμηνευτεί αυτό ως πύργος της αρχαϊκής οχύρωσης» ενώ «σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι ότι χτίστηκε με πολύ καλό οικοδομικό υλικό, το οποίο είναι προφανές ότι βρίσκεται εδώ σε δεύτερη χρήση και προέρχεται από παλαιότερα δημόσια κτίσματα. Έτσι, ενώ οι τοίχοι του είναι χτισμένοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ακανόνιστα, χρησιμοποιούν όμως σε μεγάλο βαθμό εξαιρετικής ποιότητας και επεξεργασίας γωνιόλιθους μαρμάρου, ασβεστολίθους και γρανίτη, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται και ιδιαίτερη σπουδή στην κατασκευή τους, αφού η ποιότητα δεν είναι όμοια ούτε ως προς το υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά τόπους, ούτε ως προς τον τρόπο δόμησης». Σειρά δομικών χαρακτηριστικών του κτιρίου και άλλες ανασκαφικές ενδείξεις «οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η ανέγερση του οικοδομήματος έγινε, για κάποιον λόγο, ιδιαίτερα εσπευσμένα».
Κινητά ευρήματα, κεραμική, περισσότερα από πενήντα νομίσματα χρονολογούν τάφο και βωμό στους χρόνους περίπου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γραμματειακές πηγές δίνουν τη ζητούμενη απάντηση για τον «ένοικο», με κυριότερες το χειρόγραφο αρ. 257 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης και μία αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με αυτές, μετά τον θάνατό του στη Χαλκίδα (322 π.Χ), οι Σταγειρίτες μετέφεραν την τέφρα του με χάλκινη υδρία, την έθαψαν σε μεγάλο υπέργειο τάφο μέσα στην πόλη τους, δίπλα στον οποίο έστησαν και βωμό, σε έναν τόπο που τον ονόμασαν «Αριστοτέλειον» και στον οποίο συνεδρίαζε στο εξής η Βουλή. Προς τιμήν του καθιέρωσαν μεγάλες ετήσιες γιορτές και αγώνες, τα «Αριστοτέλεια».