Στον αέρα τινάζει τον κρατικό πρυπολογισμό το Μισθοδικείο την κατά 50% μείωση επιστροφής των αναδρομικών των δικαστών, την οποία έκρινε ως "αντισυνταγματική", με το σκεπτικό ότι "περιλαμβάνει διατάξεις αντίθετες στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου."
Η επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου αφορά 47 δικαστές που είχαν προσφύγει σε αυτό, ενώ η απόφαση που δημοσιεύθηκε αποτελεί τον προπομπό δημοσίευσης άλλων πολλών αποφάσεων που αφορούν χιλιάδες δικαστικούς λειτουργούς. Η απόφαση του Μισθοδικείου, όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν, αφού επιλύουν τα συνταγματικά προβλήματα αναπέμπουν τις υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για να προβεί για κάθε ένα από τους χιλιάδες προσφεύγοντες δικαστικούς λειτουργούς σε λογιστικούς υπολογισμούς για τα ποσά που πρέπει να του καταβληθούν.
Υπενθυμίζεται ότι το Μισθοδικείο είναι το αρμόδιο για να επιλύει τις διαφορές σχετικά με τις αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστές, τρεις καθηγητές των Νομικών Σχολών (Α.Ε.Ι.) και τρεις δικηγόρους.
Ειδικότερα με την απόφασή του το Μισθοδικείο έκρινε με την υπ’ αριθμ. 127/2016 απόφασή του, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του ΣτΕ Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Γεώργιο Βώρο και με μειοψηφία δύο μελών του (καθηγητών Νομικών Σχολών), ότι:
"Η ρύθμιση που θεσπίστηκε με το ν. 4307/2014 και προέβλεψε την περικοπή κατά 50% της διαφοράς αποδοχών των δικαστών «αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς την δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παράγραφος 1 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, καθώς και προς την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α., από τα οποία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, συνάγεται η υποχρέωση συμμόρφωσης των οργάνων της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και προς τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παραγράφου 2 του Συντάγματος (σ.σ.: Μισθοδικείου), ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική».
Κατά συνέπεια εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, είναι «οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 181 του ν. 4270/2014, όπως είχαν αρχικώς (ήτοι, πριν τροποποιηθούν με το ν. 4307/2014)», με τις οποίες, αφ’ ενός, καταργήθηκαν από τότε που ίσχυσαν (δηλαδή από 1.8.2012) οι διατάξεις του ν. 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση 88/2013 του Μισθοδικείου και, αφ’ ετέρου, προβλέφθηκε η καταβολή στους δικαστικούς λειτουργούς του συνόλου της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από την εν λόγω κατάργηση, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του νόμου 4270/2014."