Αποκαλυπτική για τις συνθήκες που οδήγησαν στο πρώτο Μνημόνιο αλλά και για τις ευθύνες που υπάρχουν για την αποτυχία του είναι έκθεση του ανεξάρτητου ΓραφείουΑξιολόγησης (Independent Evaluation Office – ΙEO) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε αυτή γίνεται ξεχωριστή αναφορά-ερευνά για τον ρόλο του Ταμείου στα πλαίσια του πρώτου ελληνικού προγράμματος διάσωσης το 2010 (Stand-by Arrangement 2010), υπάρχει κριτική για όλους τους συμμετέχοντες του προγράμματος και ξεκάθαρες αιχμές τόσο για το ρόλο του τότε Γενικού Διευθυντή Ντομινίκ Στρος Καν, όσο και για τους τεχνοκράτες που σχεδίασαν το μνημόνιο, δηλαδή το σημερινό αναβαθμισμένο στέλεχος, γνωστό στην Ελλάδα, Πολ Τόμσεν.
Ωστόσο, εκτός από τα πρόσωπα και το ρόλο που αυτά έπαιξαν, η έκθεση αποτελεί κόλαφο για τη θυσία της Ελλάδας με ένα υπερφιλόδοξο και καταδικασμένο πρόγραμμα που είχε ως μόνο στόχο να αγοράσει χρόνο η Ευρώπη και να χτίσει τη δική της προστασία για το ευρώ αδιαφορώντας πλήρως για το σπιράλ θανάτου στο οποίο μπήκε και βρίσκεται ακόμη η Ελλάδα τρία μνημόνια αργότερα...
Η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχεται τα λάθη του Ταμείου, καρφώνει τον Στρος Καν και στον Τόμσεν, ωστόσο ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης στις ελληνικές κυβέρνησης αλλά και τις αντιδράσεις που υπήρξαν στην εφαρμογή του μνημονίου.
Καταγράφει δηλώσεις εμπλεκομένων στις οποίες υποστηρίζεται ότι το ΔΝΤ πρακτικά «προσαρμόστηκε» στις αποφάσεις των ευρωπαίων να μην γίνει κούρεμα τις οποίες μάλιστα είχε αποδεκτεί από την πλευρά της και η τότε ελληνική κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, ρίχνοντας ένα καρφί και προς εκείνη την πλευρά.
«Το Μάιο του 20120, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ ενέκρινε μια απόφαση να παράσχει κατ’ εξαίρεση πρόσβαση σε χρηματοδότηση (exceptional access financing) στην Ελλάδα χωρίς να επιδιώξει μια προληπτική αναδιάρθρωση χρέους, αν και το δημόσιο χρέος της είχε κριθεί μη βιώσιμο με υψηλό βαθμό πιθανότητας», αναφέρεται στην έκθεση.
«Ο κίνδυνος μετάστασης ήταν ένας σημαντικός προβληματισμός στην λήψη της απόφασης αυτής. Υπήρξε μια επιφανειακή εφαρμογή της πολιτικής του ΔΝΤ στην κατ’ εξαίρεση πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου, η οποία απαιτεί την έγκαιρη συμμετοχή του Συμβουλίου».
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην αποτυχία του Ταμείου να πετύχει ελάφρυνση χρέους στο πλαίσιο του πρώτου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας το 2010 παρά το ότι πολλά στελέχη του θεωρούσαν το στοιχείο αυτό κρίσιμο για την επιτυχία του προγράμματος.
«Δεν υπήρξε σοβαρή προσπάθεια να διατυπωθεί πειστική οδός για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους στην Ελλάδα, πέρα από το πρόγραμμα της επίσημης χρηματοδότησης, της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», ανέφερε το Εσωτερικό Γραφείο Αξιολόγησης του ΔΝΤ.
Η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ παραδέχεται ότι η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα κατά παρέκκλιση του κανονισμού του, έγινε λόγω πολιτικής αναγκαιότητας και μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, ώστε η ευρωζώνη «να αγοράσει χρόνο» και να φτιάξει άμυνα.
Αν και παραδέχεται ότι «οι αρχικοί οικονομικοί στόχοι αποδείχθηκαν υπερβολικά φιλόδοξοι» η επικεφαλής του Ταμείου επιλέγει να ρίξει το κύριο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία του πρώτου προγράμματος στην ίδια την Ελλάδα, καθώς, -όπως υποστηρίζει- σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συνέβη στις άλλες μνημονιακές χώρες, «το πρόγραμμα υπονομεύτηκε από επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις, αντιστάσεις από κατεστημένα συμφέροντα και σοβαρά προβλήματα εφαρμογής που οδήγησαν σε πολύ μεγαλύτερη του αναμενόμενου συρρίκνωση της παραγωγής».
Παραδέχεται το ΔΝΤ ότι απέτυχε να πιέσει για ελάφρυνση του χρέους το 2010
Η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, διαχωρίζει τα τρία επιτυχημένα προγράμματα (Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου) από αυτό της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα μας αποτελεί «ειδική περίπτωση».
Στην τοποθέτησή της υποστηρίζει ότι: «Η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις. Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος».
Η Λαγκάρντ αναγνωρίζει, παράλληλα, ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο. «Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωζώνης».