Η κατάσταση στην οικονομία επιδεινώνεται ραγδαία. Κάθε μήνας που περνά τα μηνύματα που καταφτάνουν γίνονται όλο και πιο αποθαρρυντικά. Τόσο στο μέτωπο των εσόδων, όσο και στο μέτωπο της οικονομικής δραστηριότητας ενισχύεται η εντύπωση ότι η πολιτική υπερφορολόγησης και αντικινήτρων, πάνω στην οποία στηρίζεται το τρίτο μνημόνιο, απειλείται με αποτυχία πριν ακόμη ξεδιπλωθεί στο σύνολό της. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτήν τη στιγμή είναι να βρεθούμε ενώπιον βαθύτερης ύφεσης και το καλύτερο σενάριο να εγκλωβιστεί η οικονομία σε μακροχρόνια στασιμότητα.
Οι δύο τελευταίοι καλοκαιρινοί μήνες χαρακτηρίστηκαν από εισπρακτική αστοχία στα δημόσια έσοδα, ανοίγοντας τρύπα 316 εκατ. ευρώ στο προϋπολογισμό. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια θετική ένδειξη που να εγγυάται πως ο Σεπτέμβριος της δεύτερης δόσης του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ, και επόμενοι μήνες ως το τέλος του έτους, θα αναπληρώσουν το έδαφος που χάνεται, προκαλεί δικαιολογημένη ανασφάλεια στο οικονομικό επιτελείο. Είναι πιθανόν υπερβολικές οι ανησυχίες ότι το Δημόσιο δεν θα έχει χρήματα να εξοφλήσει φέτος τις λιγοστές εξωτερικές υποχρεώσεις του. Όμως το πρόβλημα κατά το liberal.gr, πλέον είναι εσωτερικής υφής και άπτεται της δυνατότητας εγχώριων πληρωμών και του εντεινόμενου στραγγαλισμού της οικονομίας. Ενδεικτικό της ανησυχίας είναι πως τα ληξιπρόθεσμα χρέη τρέχουν σταθερά πλέον με ρυθμό 1,1 δισ. ευρώ κάθε μήνα και ήδη έχει ανοίξει η συζήτηση για το ενδεχόμενο να εφαρμοστούν νωρίτερα κάποια από τα φορολογικά μέτρα του 2017, όπως η αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, το τέλος συνδρομητικής τηλεόρασης, ο φόρος στον καφέ.
Μαύρα σύννεφα
Η αίσθηση ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» έχει καταλυτικές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Όσο δεν παρέχονται ενδείξεις ότι η οικονομία σταθεροποιείται και ότι δεν θα υπάρξουν αιφνίδιες πολιτικές εξελίξεις ή άλλα δυσάρεστα μέτρα προκειμένου να πιαστούν οι στόχοι και να αποφευχθεί ο «κόφτης», το χάσμα εμπιστοσύνης στην οικονομία είναι αδύνατον να καλυφθεί. Όλοι θα συνεχίζουν να φυλάνε τα νώτα τους, όσο κι αν προσπαθεί η κυβέρνηση με φληναφήματα να εμφυσήσει αισιοδοξία την ώρα που η οικονομία παραμένει αφημένη ακόμη και σήμερα στον αυτόματο πιλότο των προσδοκιών ότι αρκούσε η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης για να αντιστραφεί το κλίμα.
Αποτυπώνεται ξεκάθαρα το έλλειμμα αυτό τόσο στις επενδύσεις στη χρηματιστηριακή οικονομία, όπου οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων παραμένουν στο ναδίρ αντικατοπτρίζοντας μια κατάσταση «πτώχευσης εν αναμονή», όσο κυρίως στην πραγματική αγορά, όπου τα επενδυτικά κεφάλαια τα οποία βρίσκονται σε κίνηση διαμορφώνονται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων χρόνων (5 δισ. ευρώ το τρίμηνο) και η αποεπένδυση συνεχίζεται με ταχύτερους ρυθμούς συγκριτικά με τις νέες επενδύσεις.
Απροθυμία επενδύσεων ακόμα και από τους «μεγάλους»
Από τη χθεσινή έκθεση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) αναφορικά με τις προσδοκίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την επόμενη μέρα αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση δεν είναι τα 18.000 λουκέτα και οι 55.000 θέσεις εργασίας που υπολογίζεται ότι μπορεί να χαθούν στο επόμενο εξάμηνο, αλλά η εκκωφαντική απροθυμία ή αδυναμία των επιχειρήσεων να προβούν σε νέες επενδύσεις. Το ποσοστό των μικρομεσαίων εταιρειών που σχεδιάζουν «ανοίγματα» ανέρχεται μόλις σε 2,1% επί του συνόλου, και παρότι κανείς δεν περιμένει από τους εκατοντάδες χιλιάδες «μικρούς» να σηκώσουν στις πλάτες τους τον άθλο υπερδιπλασιασμού των επενδυτικών δαπανών που απαιτείται ως το τέλος της δεκαετίας ώστε να επανέλθει το πάγιο κεφάλαιο στα επίπεδα του 2009, παρόμοια κατάσταση επικρατεί και μεταξύ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων.
Και άλλα λουκέτα...
Αν μάλιστα οι εκτιμήσεις της έρευνας επιβεβαιωθούν –όπως συνέβη και τα προηγούμενα οκτώ χρόνια– θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για έναν ακόμη επιχειρηματικό και εργασιακό Αρμαγεδδών τους επόμενους μήνες με χιλιάδες λουκέτα, χαμένες θέσεις εργασίας, μειώσεις αποδοχών, αποεπένδυση και νέες γενιές απλήρωτων φόρων και υποχρεώσεων από τους «μικρούς», τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους, που ακόμη και αν δεν ωθήσουν βαθύτερα στην ύφεση την πραγματική οικονομία, θα την εγκλωβίσουν, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ σε καθεστώς μακροχρόνιας στασιμότητας.
Γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η εγχώρια επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις κολοσσιαίες ανάγκες ανάκαμψης της οικονομίας, την ίδια ώρα που η προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων χωλαίνει στην έλλειψη εμπιστοσύνης. Το άχθος των πάσης φύσεως απλήρωτων υποχρεώσεων που φτάνουν τα 230 δισ. ευρώ προς το Δημόσιο, τις τράπεζες και τις εφορίες έχουν επί της ουσίας ακυρώσει τη δυνατότητα ουσιαστικής ενεργοποίησης της πλειονότητας των επιχειρήσεων και έχουν καταστήσει την ανάκαμψη «όμηρο» των ξένων κεφαλαίων. Και όσο, παράλληλα με το ιδιωτικό χρέος, δεν αντιμετωπίζεται με ουσιαστικό τρόπο από τους δανειστές της χώρας το δημόσιο χρέος με ταυτόχρονη χρήση συγκεκριμένων εργαλείων υποβοήθησης της ανάπτυξης ώστε να δοθεί σε επενδυτές και καταθέτες μια προοπτική ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, τόσο η κατάσταση θα επιδεινώνεται στο ορατό μέλλον και θα αναπαράγονται σενάρια ότι η Ελλάδα οδεύει ολοταχώς προς τέταρτο μνημόνιο.
Ο χρόνος για να... γυρίσει το παιχνίδι έχει συρρικνωθεί δραματικά
Ο διαθέσιμος χρόνος για να μπορέσει να παράγει η οικονομία απτά αποτελέσματα και να αντιστραφεί η εικόνα της αποτελμάτωσης έχει πλέον συρρικνωθεί δραματικά. Από τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, το ίδιο δείχνει να συμβαίνει και με τον πολιτικό χρόνο που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για να μπορέσει «γυρίσει το παιχνίδι». Η πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη έχει ήδη επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με τις προσδοκίες που είχε η κυβέρνηση όταν έκανε τον σχεδιασμό της πριν λίγους μήνες και οι εξελίξεις δεν αναμένεται να είναι ευνοϊκές για τα ελληνικά αιτήματα περί γρήγορης και αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης του χρέους και ελαστικότερη αντιμετώπιση των δανειστών απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που θρέφουν τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο Σεπτέμβριος σε ό,τι αφορά τη φοροδοτική ικανότητα και τα δημόσια έσοδα, και ο Οκτώβριος της διπλής αξιολόγησης σε σχέση με την εφαρμογή του μνημονίου, προδιαγράφονται δύο πολύ κρίσιμοι μήνες τόσο για τις αντοχές της κυβέρνησης, όσο και για τις αντοχές της Οικονομίας. Είναι η περίοδος που εν πολλοίς θα θέσει τις βάσεις για τον επόμενο γύρο πολιτικών εξελίξεων στη χώρα, καθώς η κυβέρνηση ανάλογα με τα μηνύματα που θα λάβει είτε θα υποχρεωθεί να δρομολογήσει εσπευσμένα πρωτοβουλίες για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο και τις ευκαιρίες, είτε θα αποφασίσει να παραδώσει τη σκυτάλη.