Με αφορμή όσα λαμβάνουν χώρα και απασχολούν τη δημοσιότητα, γύρω από την αντίδραση μέρους γονέων τοπικής κοινωνίας να ενταχθούν στα σχολεία της περιοχής τα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών που ζουν στα κέντρα φιλοξενίας, η ΓΣΕΕ επανέρχεται στη θέση της ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα τίθεται καθημερινά σοβαρά υπό αμφισβήτηση. Η αύξηση των διακρίσεων, της ρητορικής μίσους και των φαινομένων ρατσισμού και μισαλλοδοξίας αποτελεί πλέον μέρος της κρίσης στην Ελλάδα και απειλή για τη δημοκρατία στη χώρα.
"Η πρόκληση για έμπρακτη ανταπόκριση της Πολιτείας απέναντι στο φαινόμενο είναι ανοικτή, καθώς η καθημερινότητα δείχνει ότι παραμένει ανεπαρκής παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει όπως η πρόσφατη σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας.
Τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας έχουν αυξηθεί δραματικά, όπως και το εύρος των ομάδων που πλέον είναι ευάλωτες στις διακρίσεις, τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η σοβαρότητα του προβλήματος έχει επεκταθεί με τη λαίλαπα της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια ξενοφοβικού και αντιμεταναστευτικού κλίματος, με τους εκλεγμένους βουλευτές του κόμματος της ακροδεξιάς να ανακηρύσσουν την Ελλάδα σε πόλεμο με τους μετανάστες.
Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν και στους πιο δύσπιστους ότι το ρατσιστικό φαινόμενο δεν είναι απλώς μια εγκληματική εκδήλωση, ώστε να μπορεί να καταπολεμηθεί -μόνο- με τα μέσα του ποινικού νόμου. Αποτελεί πριν απ' όλα μια γενικότερη κοσμοαντίληψη με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο. Και οι συμπεριφορές που στιγματίζουμε και τιμωρούμε ως εγκληματικές απορρέουν πρακτικά ως αποτελέσματα τέτοιων αντιλήψεων. Αυτό το στοιχείο σε μια δημοκρατία που σέβεται τουλάχιστον τον εαυτό της, θέτει ορισμένα όρια στον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο ρατσισμός να καταπολεμηθεί, καθότι συνδέεται με βασικές ελευθερίες που ανεχόμαστε να ασκεί και ο μη ανεκτικός, τον λόγο και τη πολιτική συμμετοχή.
Η αποτελεσματική καταπολέμηση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στηρίζεται στην επανενεργοποίηση του ρόλου του κράτους ως δημόσιου εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής από τη μια, αλλά και των δικαιωμάτων του καθενός από την άλλη. Η απόσυρση του κράτους δημιουργεί το πρόσφορο έδαφος της υποκατάστασής του από τον απάνθρωπο αυταρχισμό του ρατσισμού που κρύβεται πίσω από την κοινωνική αλληλεγγύη «μόνο για Έλληνες».
Απαιτείται λοιπόν μια νέα στρατηγική αποτελεσματικής καταπολέμησης του ρατσισμού που δεν επαφίεται σε επικίνδυνα πατερναλιστικά παιχνίδια σε βάρος της δημοκρατικής ελευθερίας του λόγου, αλλά στοχεύει στον πυρήνα του προβλήματος που έγκειται στην εγγύηση της κοινωνικής συνοχής υπό όρους δημοκρατικής ελευθερίας για όλους. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι μια τέτοια στρατηγική θα είναι σε θέση να έχει πλήρη αποτελέσματα μόνο στο πλαίσιο ενός συνολικότερου προγράμματος πολιτικής ισότητας και εν τέλει κοινωνικής δικαιοσύνης που θα οδηγήσει στην εξάλειψη ή έστω στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, βασικής γενεσιουργού αιτίας του ρατσισμού.
Η ΓΣΕΕ καταδικάζει κάθε εκδήλωση ρατσιστικών φαινομένων και ειδικά όταν αυτά λαμβάνουν χώρα στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας και έχουν ως αποδέκτη τα παιδιά.
Η ΓΣΕΕ χαιρετίζει τις ακάματες προσπάθειες των κατοίκων της Ελλάδας, ως χώρας πρώτης υποδοχής και ιδίως των ακριτικών περιοχών, όπως και όλων των επαγγελματιών και εργαζομένων που, σε ένα ήδη εξαιρετικά βεβαρυμένο κοινωνικο-οικονομικό κλίμα, επιδεικνύουν θάρρος, τόλμη και αφοσίωση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς και αξίες.
Η λέξη "ρατσισμός" είναι ξενόφερτη, αν οι Έλληνες διαπνέονταν από αυτό θα είχαν εφεύρει και την αντίστοιχη ελληνική λέξη, στο πλούσιο λεξιλόγιο τους.
Οι αξίες της Ισότητας, της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης, της Δημοκρατίας και της Αλληλεγγύης μας ενέπνεαν και συνεχίζουν να μας εμπνέουν σταθερά ως έθνος. Η μισαλλοδοξία, η ξενοφοβία και η ρατσιστική βία δεν είχαν και δεν έχουν θέση στην ελληνική κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση η έμπρακτη καταδίκη των διακρίσεων δεν μπορεί να γίνει με ευχολόγια ούτε μόνο με διακηρύξεις. Απαιτούνται συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και πράξεις στις οποίες το συνδικαλιστικό Κίνημα της χώρας είναι έτοιμο και θέλει να συμβάλει."