«Οφείλουμε να σκεφτούμε τι έχουμε ήδη καταφέρει μέσα στους 20 μήνες της διακυβέρνησης μας. Και μάλιστα τι έχουμε πετύχει με δεδομένη την ιστορικού χαρακτήρα αναδιανομή πλούτου και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της καταστροφικής πενταετίας 2010-2014 όταν η δημοσιονομική προσαρμογή έφτασε τα 65 περίπου δισ., το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, η ανεργία εκτοξεύτηκε στο ασύλληπτο 27%, οι μισθοί μειώθηκαν δραματικά και η αγορά εργασίας απορυθμίστηκε πλήρως υπό την πίεση που ασκεί αντικειμενικά στην εργασία ο εφεδρικός στρατός των ανέργων, το κοινωνικό κράτος κατεδαφίστηκε και η κοινωνική προστασία εκμηδενίστηκε.» δήλωσε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κηρύσσοντας την έναρξη του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
"Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Τρία χρόνια έχουν περάσει από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Τρία χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων ο πολιτικός χρόνος πύκνωσε σε πρωτόγνωρο βαθμό. Τρία χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Από τη μεγάλη λαϊκή νίκη στις εκλογές του Γενάρη του 2015 μέχρι τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Από τον θρίαμβο του δημοψηφίσματος μέχρι την Συμφωνία του Αυγούστου και από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 μέχρι σήμερα το κόμμα μας και ο λαός μας έδωσε και συνεχίζει να δίνει σκληρές και άνισες μάχες. Περάσαμε μέσα από συμπληγάδες. Χτυπηθήκαμε σκληρά αλλά μείναμε όρθιοι. Και από τις μάχες που δώσαμε βγήκαμε πιο έμπειροι. Πιο ετοιμοπόλεμοι. Και πιο ισχυροί. Αποδείξαμε ότι εκτός από την αριστερά του διαρκούς απολογισμού των αιτιών της ήττας,
Εκτός από την αριστερά της απόδρασης και του εθνικού απομονωτισμού, υπάρχει και η Αριστερά που δεν φοβάται να μπει στην ίδια τη φωτιά, να μπει στον αγώνα για την προάσπιση των λαϊκών συμφερόντων.Η Αριστερά που δεν διστάζει να αναλάβει το ιστορικό καθήκον, να σηκώσει στους ώμους της την ευθύνη για την έξοδο από την κρίση με την κοινωνία όρθια. Και αυτόν τον αγώνα έχουμε υποχρέωση να μη τον παρατήσουμε. Αυτόν τον αγώνα έχουμε υποχρέωση να κερδίσουμε. Και θα τον Κερδίσουμε.
Γιατί η σωτηρία των κοινωνικά αδυνάμων από μια πρωτόγνωρης έντασης λεηλασία και καταστροφή, είναι προϋπόθεση για κάθε σχέδιο που θέλει να έχει ως ορίζοντα το κοινωνικό μετασχηματισμό. Και για μας αυτός παραμένει ο στρατηγικός μας ορίζοντας. Μόνο που δε μπορεί να οικοδομηθεί σε ερείπια, στις στάχτες και τα αποκαΐδια είτε πολυετών προγραμμάτων νεοφιλελεύθερου σοκ, όπως το πείραμα που ξεκίνησε στην Ελλάδα το Δ.Ν.Τ στις αρχές του 2010. Ούτε όμως πολύ περισσότερο σε συνθήκες πυρηνικής καταστροφής, που θα προκαλούσε η κατάρρευση των τραπεζών ως συνέχεια της ασφυξίας και της εξόδου από το ευρώ, αν αυτό επιλέγαμε το περασμένο Ιούλη.
Ο συνολικός κοινωνικός μετασχηματισμός. Ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, που είναι το όραμα και ο στρατηγικός μας ορίζοντας δε μπορεί να έρθει πιο κοντά σε συνθήκες ολικής καταστροφής των λαϊκών στρωμάτων. Και το κυριότερο, δε μπορεί να είναι υπόθεση διεργασιών σε μια και μόνο χώρα.
Αντιθέτως, σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οφείλουμε να παλέψουμε βήμα-βήμα για την αλλαγή των συσχετισμών. Και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Και αυτό είναι το σχέδιό μας. Συγκροτούμε συμμαχίες και αλλάζουμε σιγά αλλά σταθερά τους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Και ταυτόχρονα στην Ελλάδα, δουλεύουμε σκληρά σε έναν οδικό χάρτη ρεαλιστικό για την ανάκαμψη της οικονομίας, ώστε να βγούμε από τη μέγγενη της επιτροπείας και να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμιστικές τομές που θα οικοδομούν σε ορίζοντα πενταετίας μια χώρα ισότητας, ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης. Την Ελλάδα του 2021.
Μια χώρα που η ευημερία όλων θα είναι προϋπόθεση για την ευημερία του καθένα ξεχωριστά. Αυτό είναι το σχέδιο που καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Και το συνέδριό μας καλείται με αίσθημα της ιστορικής ευθύνης να δώσει απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Πρώτα από όλα οφείλει να κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό από τα τρία αυτά χρόνια, από το 1ο στο 2ο Συνέδριο.Τα τρία χρόνια που άλλαξαν, σχεδόν, τα πάντα στην Ελλάδα, που επηρέασαν σχεδόν καταλυτικά τις εξελίξεις στην Ευρώπη.
Και ακολούθως οφείλει, ιδιαίτερα αποτιμώντας και τη πρόσφατη εμπειρία μας, να δώσει απαντήσεις σαφείς και εμπεριστατωμένες στα εξής ερωτήματα :
Πρώτον : Αποτελεί εντέλει σήμερα αριστερή, ριζοσπαστική και προοδευτική πρόταση η έξοδος από την ευρωζώνη ; Δεύτερον : Έχει νόημα η αριστερά να επιλέγει να διεκδικεί τη διακυβέρνηση σε μη ευνοϊκές συνθήκες και ιδιαίτερα σε συνθήκες χρεοκοπίας και δημοσιονομικής ασφυξίας; Τρίτον : Είναι ρεαλιστικό και εφικτό ένα σχέδιο εξόδου με κοινωνική προστασία και παραγωγική ανασυγκρότηση ενόσω υποχρεούσαι να βρίσκεσαι εντός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ; Τέταρτον : Με ποιούς θα πάμε ; Υπάρχει τελικά περιθώριο συμμαχιών και πεδίο σύγκλησης για την Αριστερά με τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Πράσινης αριστεράς ;
Νομίζω σύντροφοι ότι μόνο αν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο Συνέδριό μας με πειστικό τρόπο στα παραπάνω ερωτήματα θα καταφέρουμε να εκπονήσουμε και επαρκές σχέδιο μια αξιόπιστη και συγκροτημένη απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα για το αν θα τα καταφέρουμε. Γιατί αυτή την απάντηση έχει ανάγκη σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία από το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι άνεργοι, η μικρομεσαίοι. Να έχουμε σχέδιο αξιόπιστο και ρεαλιστικό για το πως θα νικήσουμε. Όχι αφηγήματα απόδρασης, μοιρολατρίας και υποχώρησης. Αλλά Μήνυμα καθαρό ότι έχουμε πυξίδα και σχέδιο για να νικήσουμε και θα νικήσουμε. Και όπως απέδειξε ο λαός μας ξέρει και να δίνει μάχες αν χρειαστεί και να υπομένει, αν χρειαστεί. Αρκεί να έχει καθαρό τον ορίζοντα.
Αλλά και το κόμμα μας απέδειξε ότι ξέρει να δίνει μάχες αλλά και να τις κερδίζει και μάλιστα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά. Με την αισιοδοξία της βούλησης απέναντι σε όλους όσους διακηρύσσουν την αναγκαιότητα της υποταγής. Με την αισιοδοξία της βούλησης καταφέραμε να ανατρέψουμε τους πολιτικούς συσχετισμούς στη χώρα. Το παλιό - και χρεοκοπημένο - πολιτικό σύστημα που σήμερα δίνει μάχες οπισθοφυλακών.
Γιατί τι άλλο ήταν εκτός από την αισιοδοξία της βούλησης που μας οδήγησε τον χειμώνα του 2012 να διακηρύξουμε ότι είμαστε έτοιμοι να πάρουμε στα χέρια μας τη διακυβέρνηση της χώρας; Και έτσι να συναντηθούμε με τις προσδοκίες ενός ολόκληρου κοινωνικού ρεύματος που είχε σπάσει τους δεσμούς του με τις παλιές πολιτικές εκπροσωπήσεις. Το κοινωνικό ρεύμα των πλατειών. Και αυτή η συνάντηση που οδήγησε στη μεγάλη εκλογική νίκη του Γενάρη του 2015 που συντάραξε το σύνολο της Ευρώπης και του κόσμου. Γιατί η λεηλατημένη Ελλάδα της λιτότητας, της ύφεσης σήκωσε τότε το ανάστημά της απέναντι στους ισχυρούς της Ευρώπης και το κόσμου. Και έδωσε έναν αγώνα σκληρό και έντιμο. Έναν αγώνα για τα δίκαιά της και τα δίκαια του λαού. Και τι δεν δοκίμασαν για να μας λυγίσουν; Έκαναν απέναντί μας έναν πόλεμο φθοράς.
Η χρηματοπιστωτική ασφυξία λειτούργησε ως ένας διαρκής εκβιασμός για να μας αναγκάσει να υποταχτούμε στις δεσμεύσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων και στις επιταγές της πιο σκληρής και ανελέητης λιτότητας. Βρήκαμε απέναντί μας τότε όχι μόνο τους θεσμούς και την άτεγκτη στάση της Γερμανίας αλλά και ολόκληρου του παλιού πολιτικού συστήματος στη χώρα μας. Τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ αλλά και το σύνολο σχεδόν των συστημικών μέσων ενημέρωσης. Τους φιλελεύθερους και τους διανοούμενους του ακραίου κέντρου. Τους θεσμούς και τους φορείς των εργοδοτών αλλά ακόμα και τα παραδομένα συνδικάτα που δεν υπερασπίστηκαν την ίδια τους την τάξη. Είχαμε όμως μαζί μας κάτι ανεκτίμητο, την πίστη και την εμπιστοσύνη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Που ακόμη και όταν ο εκβιασμός έφτασε στο απόγειο του με το κλείσιμο των Τραπεζών και τους ελέγχους κεφαλαίων που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στάθηκε στο ύψος του και έδωσε μια αποστομωτική απάντηση στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Το δημοψήφισμα που θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μας σαν η μεγαλύτερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας και των αγώνων του λαού μας.
Πως φτάσαμε όμως ως εκεί; Η αλήθεια είναι πως προκειμένου να τιμήσουμε αυτή την εμπιστοσύνη δε διστάσαμε να φτάσουμε ως τα άκρα. Εξαντλήσαμε κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα. Οδηγηθήκαμε ακόμη και σε στάση πληρωμών. Στον μεγάλο εφιάλτη των θεσμών αλλά και των παγκόσμιων αγορών χρήματος, που όμως είχαν φροντίσει να μετριάσουν, από τη λειτουργία του σχεδίου την ποσοτικής χαλάρωσης, λίγες μέρες πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Πήγαμε μέχρι εκεί που καμία κυβέρνηση που θα σκεπτόταν με ιδιοτελή κριτήρια, δε θα επέλεγε να πάει. Και πήγαμε για να τιμήσουμε τη λαϊκή εντολή και για να δείξουμε σε όλο το πλανήτη τη δύναμη του δίκιου και της ψυχής ενός ολόκληρου λαού. Δεν μπορούσαμε να πάμε πιο πέρα. Γιατί πιο πέρα δεν ήταν το κόστος για εμάς. Το κόστος θα ήταν για την Ελλάδα και για τις εργαζόμενες τάξεις.
Πήραμε λοιπόν μια δύσκολη αλλά αναγκαία απόφαση. Επιλέξαμε να συνεχίσουμε στον Ευρωπαϊκό δρόμο - όπως οι Συνεδριακές μας αποφάσεις όριζαν άλλωστε- και να μην προχωρήσουμε σε μια αυτοκαταστροφική εθνική αναδίπλωση. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν ήταν και δεν είναι ένα προοδευτικό σχέδιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει βάση η κριτική που και εμείς ασκήσαμε στην απόφαση εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Η έξοδος, όμως, ιδιαίτερα μετά από πέντε χρόνια λεηλασίας του ενός τετάρτου του Εθνικού μας πλούτου με στόχο τη παραμονή στο ευρώ, θα σήμαινε επιπρόσθετη ισόποση λεηλασία και μάλιστα ακαριαία. Και ταυτόχρονα θα σήμαινε και την απώλεια των καταθέσεων των λαϊκών στρωμάτων στις τράπεζες. Με αυτό το ενδεχόμενο βρεθήκαμε αντιμέτωποι. Και αυτό σύντροφοι, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε επίμονη επιλογή μιας μειοψηφίας μέσα στο κόμμα μας, που λειτουργούσε ως κόμμα μέσα στο κόμμα, δεν ήταν αριστερό σχέδιο. Ούτε ριζοσπαστικό. Ήταν το Σχέδιο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του υπουργού οικονομικών της Γερμανίας. Και μην έχετε καμία αμφιβολία. Τις συνέπειες μιας εθνικής αναδίπλωσης και της πιθανής εξόδου από το κοινό νόμισμα δεν θα της χρεωνόταν ούτε η Ευρώπη, ούτε οι θεσμοί, ούτε το παλιό πολιτικό σύστημα της χώρας. Θα της χρεωνόταν η ίδια η Αριστερά και όχι μόνο η ελληνική. Και αυτό θα αποτελούσε ιστορικού χαρακτήρα στρατηγική ήττα.
Φτάσαμε λοιπόν ως το τέρμα, επιχειρήσαμε με ένα παγκόσμιας εμβέλειας γεγονός, όπως το δημοψήφισμα να ανοίξουμε ρωγμές στην Ευρώπη. Κερδίσαμε στο πεδίο της ηθικής τους αντιπάλους μας. Καταφέραμε ακόμη μια πολύ καλύτερη Συμφωνία από αυτή στην οποία ήταν δεσμευμένος ο Σαμαράς, κατά τουλάχιστον 22 δις στη τριετία, φέρνοντας μικρότερα πλεονάσματα. Αλλά δε καταφέραμε να τερματίσουμε τη λιτότητα. Δε καταφέραμε να σπάσουμε τη συμπεφωνημένη γραμμή της Ευρώπης. Καταφέραμε όμως να τη διαρρήξουμε. Να εκκινήσουμε την αρχή της αλλαγής της, έστω και με δειλά και ανολοκλήρωτα βήματα. Μιας Ευρώπης, που τώρα πιστεύω συνειδητοποιεί στο σύνολό της, ότι κίνδυνος για τη συνοχή της δεν είναι η Αριστερά που επιδιώκει την αλλαγή της πορείας της, αλλά η ακραία δεξιά που επιδιώκει τη διάλυσή της. Πράγμα που γίνεται περισσότερο από φανερό, ιδίως μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία. Αποφασίσαμε λοιπόν να πορευτούμε σε έναν δύσκολο δρόμο. Δεν προσποιηθήκαμε όμως ποτέ για τις αποφάσεις μας. Αμέσως μετά τη Συμφωνία του Ιούλη, απευθυνθήκαμε στον Ελληνικό λαός, με τη Συμφωνία γνωστή σε όλους και πάνω στο τραπέζι.
Και υποσχεθήκαμε ένα πράγμα : Να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα, κάθε περιθώριο, κάθε χαραμάδα, για να οικοδομήσουμε, παράλληλα με το πρόγραμμα, ένα σχέδιο κοινωνικής προστασίας, αναδιανομής και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Και, παράλληλα, ένα σχέδιο προοδευτικών θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος. Και πήραμε όχι λευκή επιταγή, αλλά εκ νέου σαφή εντολή με τα ίδια ποσοστά για να ξεμπερδεύουμε με το παλιό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Και ταυτόχρονα να υλοποιήσουμε έναν οδικό χάρτη για την έξοδο από τη κρίση.
Ο οδικός αυτός χάρτης ήταν σαφής από τη Συμφωνία του Ιούλη. Ολοκλήρωση της Πρώτης και πιο δύσκολης αξιολόγησης και αμέσως μετά συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για την απομείωση του χρέους και ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αποφασίσαμε να πορευτούμε σε έναν δρόμο δύσκολο, αλλά το κάναμε. Πολλές φορές κληθήκαμε να λάβουμε αποφάσεις πολύ δύσκολες. Το κάναμε γιατί δεν είχαμε άλλη επιλογή. Τηρήσαμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας. Η πρώτη αξιολόγηση έκλεισε ουσιαστικά το περασμένο Μάιο, έκλεισε προχθές και τυπικά. Η Συμφωνία του Ιούλη είναι σαφής. Και όπως εμείς τη τηρούμε αψηφώντας το κόστος, έτσι αναμένουμε και απαιτούμε να τηρηθεί και από τους εταίρους μας. Pacta sunt servanda. Όπως θα έλεγαν και οι Γερμανοί φίλοι μας. Η καθυστέρηση συγκεκριμενοποίησης των απαραίτητων μέτρων για την ελάφρυνση χρέους καθώς και της ένταξης και της Ελλάδας στη ποσοτική χαλάρωση, της χώρας που το έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη, δεν έχει καμιά δικαιολογία.
Η Ελληνική οικονομία βρίσκεται εδώ και λίγους μήνες σε τροχιά ανάκαμψης. Αρκεί ένα και μόνο νεύμα προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, ώστε αυτή η ανάκαμψη να μετατραπεί σε απογείωση. Και το νεύμα που δίνεται από τη διαρκή σύγκρουση και διαμάχη μεταξύ των θεσμών, είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που χρειαζόμαστε. Και αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί. Είναι άδικο να συνεχιστεί. Και όχι μόνο για την Ελλάδα. Η Ελληνική κρίση πρέπει να επιτέλους να τελειώσει και να τελειώσει οριστικά.
Η Ευρώπη δεν αντέχει άλλους κλυδωνισμούς και αναταράξεις και μάλιστα πριν από κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Γερμανία, πριν από το δημοψήφισμα στην Ιταλία. Η Συμφωνία οφείλει να τηρηθεί από όλους. Ο Ελληνικός λαός έχει υποφέρει. Δικαιούται ανταμοιβή και δικαίωση.
Και θέλω να το καταστήσω σαφές : Η αόριστη προτροπή : "Κάντε εσείς τα μαθήματά σας και βλέπουμε.." Δε μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εμείς τη Συμφωνία τη τηρήσαμε στο ακέραιο και θα συνεχίσουμε να την τηρούμε. Και η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει στην ώρα της και θα είναι λιγότερο δύσκολη από τη πρώτη. Αλλά ταυτόχρονα θα κλείσουν και τα μέτρα για την απομείωση του χρέους. Ταυτόχρονα, θα μπούμε στη ποσοτική χαλάρωση. Δεν υπάρχει θα δούμε. Ταυτόχρονα.
Και σε αυτό το αυτονόητο αίτημα δε προσερχόμαστε ούτε ως επαίτες ούτε ως οι φτωχοί συγγενείς. Προσερχόμαστε με το κεφάλι ψηλά και με την αξιοπρέπεια εκπροσώπησης ενός λαού που έχει υποστεί πολλά και έχει κάνει τις μεγαλύτερες θυσίες για να σταθεί όρθια η Ευρώπη. Και στη κρίση του χρέους και στη προσφυγική κρίση. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω, δεν αισθανόμαστε καθόλου απομονωμένοι σε αυτή μας τη προσπάθεια. Άλλοι θα πρέπει να αισθάνονται απομονωμένοι. Το αίτημά μας για υλοποίηση των συμφωνηθέντων για άμεσα μέτρα για το χρέος, το συμμερίζονται πλέον οι περισσότεροι εκ των συνομιλητών μας. Τόσο στη διεθνή κοινότητα όσο και στην Ευρωπαϊκή. Ακόμη και εντός του ίδιου του Γερμανικού Κοινοβουλίου.
Γιατί ούτε στο Γερμανικό Κοινοβούλιο είναι σήμερα πλειοψηφικές οι δυνάμεις εκείνες που θέλουν την παραπομπή του ελληνικού ζητήματος στις καλένδες. Αλλά αντίθετα είναι πλειοψηφικές οι δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανάγκη της άμεσης επίλυσης του προβλήματος: Οι δυνάμεις των Σοσιαλδημοκρατών, της Γερμανικής Αριστεράς και των Γερμανών Πρασίνων. Και αυτό πρέπει να γίνει άμεσα κατανοητό από την σημερινή Γερμανική κυβέρνηση.
Σε αυτή τη μάχη, θέλω να επαναλάβω, δεν έχουμε δίπλα μας μόνο τις προοδευτικές δυνάμεις της Γερμανίας. Αλλά ήδη διαμορφώνεται μια κοινή στάση μεταξύ χωρών αλλά και πολιτικών δυνάμεων που δεν στηρίζουν μόνο τις ελληνικές διεκδικήσεις αλλά μάχονται και για μια συνολικά διαφορετική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί πρέπει να κατανοήσουμε ότι στο φόντο της οικονομικής κρίσης, του προσφυγικού αλλά και της κρίσης ασφάλειας που μαστίζουν την ήπειρό μας, διεξάγεται μια πολυεπίπεδη και περίπλοκη πολιτική σύγκρουση σε όλα τα μέτωπα.
Μια σύγκρουση που παίρνει διαφορετικές μορφές και διαρκώς αναδιατάσσει τις δυνάμεις. Είναι η σύγκρουση Βορρά-Νότου, Κέντρου -Περιφέρειας, αλλά και η σύγκρουση που την υπερπροσδιορίζει. Η εσωτερική μάχη στο εσωτερικό κάθε χώρας μεταξύ των δυνάμεων που θέλουν μια Ευρώπη της κοινωνικής συνοχής, της ισότητας και της αλληλεγγύης και των δυνάμεων που είτε επιλέγουν ανοιχτά τον διχασμό και το κλείσιμο της Ευρώπης, είτε τρέφουν τον διχασμό με την φανατική υποστήριξη του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας.
Εδώ τα μέτωπα είναι ρευστά και οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πάντοτε σαφείς και βέβαιες εκ των προτέρων. Αυτό που είναι σαφές και βέβαιο, όμως, είναι ότι η έκβαση αυτής της πολυεπίπεδης σύγκρουσης θα είναι καθοριστική για την πορεία της Ευρώπης στον 21ο αιώνα. Θα εξελιχθεί η Ευρώπη σε μια Ένωση-φρούριο, με εθνικές αναδιπλώσεις και βάθεμα του χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου ή σε μια ανοιχτή Ένωση οικονομικής συνεργασίας, δημοκρατίας και σύγκλισης των οικονομιών της.
Η Ελλάδα και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παίξουν και παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη μάχη, ως πρωτοπόρα πολιτική δύναμη. Τόσο στη συγκρότηση ενός μετώπου του Ευρωπαϊκού Νότου που θα θέσει με ένταση το θέμα της οικονομικής σύγκλισης και των περιφερειακών ανισοτήτων στην Ευρώπη, όσο και στην συγκρότηση ενός παράλληλου μετώπου των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στο σύνολο της Ηπείρου μας.
Ενός μετώπου που θα θέσει ως κύριους στόχους :
• Την αντιμετώπιση και την ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας
• Την αντιμετώπιση της ανόδου της ακροδεξιάς
• Την αποφυγή των εθνικών αναδιπλώσεων
• Την αποφυγή της μετατροπής της Ευρώπης σε Ένωση-Φρούριο
• Την επίλυση της προσφυγικής κρίσης με όρους αλληλεγγύης και φιλοξενίας
• Την ειρηνική επίλυση των διαφορών στην ευρύτερη περιοχή της μέσης ανατολής που έχει μετατραπεί σε πραγματική πυριτιδαποθήκη από τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και την άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Γνωρίζουμε καλά ότι δεν πρόκειται για εύκολους στόχους. Γνωρίζουμε καλά ότι για την επίτευξη και των δύο προϋποτίθεται να συμμαχήσουμε με πολιτικές δυνάμεις διαφορετικής καταγωγής και παράδοσης. Αλλά δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί το μοναδικό κυβερνητικό κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη να περιοριστεί σε ρόλο κομπάρσου και παρακολουθητή των εξελίξεων.
Οφείλουμε με το πολιτικό και θεωρητικό οπλοστάσιο της Αριστεράς να επιδιώξουμε προσεγγίσεις και συγκλήσεις και με την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και με τους Πράσινους, έχοντας πάντα κατά νου τα όρια αυτών των συγκλήσεων αλλά και τους κινδύνους που ενέχονται σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Το συνέδριο μας όμως πρέπει να θέσεις αυτά τα ερωτήματα, πρωτόγνωρα για την ριζοσπαστική αριστερά και να προσπαθήσει να ανιχνεύσει τις πρώτες και πάντοτε προσωρινές απαντήσεις.
Το βέβαιον είναι ότι είναι ακριβώς αυτά τα ερωτήματα που είναι κρίσιμα για να διαμορφώσουμε μια αριστερή και ριζοσπαστική στρατηγική, παρεμβατική και ενεργητική, για να μην περιοριστούμε στην απλή άσκηση εκ του ασφαλούς κριτικής παρακολουθώντας την Ευρώπη να τυλίγεται στο σκοτάδι και να ξαναζεί εφιάλτες του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος της.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη συγκυρία δεν την επιλέγεις εσύ. Αυτή σε επιλέγει. Και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μεγάλο βαθμό τέκνο της ανάγκης και της οργής για την απαξίωση του πολιτικού κατεστημένου στη χώρας μας αλλά και για τη λεηλασία του Εθνικού πλούτου που οι επιλογές του επέφερε.
Προφανώς και θα ήταν καλύτερα αν η πρώτη φορά Αριστερά ερχόταν σε άλλη συγκυρία. Όχι χρεοκοπίας και ασφυξίας, αλλά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τόσο της διεθνούς όσο και της Ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν ποτέ η ιστορία δε θυμάται την αριστερά σε τέτοιες στιγμές. Τη θυμάται στα δύσκολα για να προστατεύσει τους πιο αδύναμους για να σταματήσει τη καταστροφή.
Στο μυαλό, όμως, όλων μας όλο αυτό το διάστημα μας βασανίζει το ερώτημα, που έθεσα και στην αρχή. Υπάρχει πεδίο και δυνατότητα άσκησης αριστερής πολιτικής στη χώρα μας, με δεδομένους αυτούς τους σκληρούς περιορισμούς. Η απάντηση δεν είναι απλή αλλά έχω την βαθειά πεποίθηση ότι είναι καταφατική. Και βεβαίως είναι άλλο η θεωρητική δυνατότητα και άλλο η πρακτική εφαρμογή, η μετατροπή αυτής της δυνατότητας σε ενεργεία πολιτική.
Όμως, οφείλουμε να σκεφτούμε τι έχουμε ήδη καταφέρει μέσα στους 20 μήνες της διακυβέρνησης μας. Και μάλιστα τι έχουμε πετύχει με δεδομένη την ιστορικού χαρακτήρα αναδιανομή πλούτου και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της καταστροφικής πενταετίας 2010-2014 όταν η δημοσιονομική προσαρμογή έφτασε τα 65 περίπου δισ., το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, η ανεργία εκτοξεύτηκε στο ασύλληπτο 27%, οι μισθοί μειώθηκαν δραματικά και η αγορά εργασίας απορυθμίστηκε πλήρως υπό την πίεση που ασκεί αντικειμενικά στην εργασία ο εφεδρικός στρατός των ανέργων, το κοινωνικό κράτος κατεδαφίστηκε και η κοινωνική προστασία εκμηδενίστηκε.
Μέσα σε αυτές τις τραγικές συνθήκες οικονομικής καταστροφής και κοινωνικής ερήμωσης έχουμε αρχίσει να υλοποιούμε μια πολιτική ανακατανομής των βαρών υπέρ των εργαζόμενων τάξεων αλλά και μια πολιτική περιορισμού των ανισοτήτων:
Έχουμε ήδη ψηφίσει, υλοποιούμε και διευρύνουμε διαρκώς το πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση το οποίο έχει περιορίσει τις επιπτώσεις της απόλυτης φτώχειας σε περισσότερους από μισό εκατομμύριο συμπολίτες μας.
Υλοποιούμε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανεργίας που δίνει το κύριο βάρος στην τήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων και έχει δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας οχτάμηνης διάρκειας με αναδιανομή των πόρων υπέρ των ωφελούμενων και όχι των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης.
Έχουμε αντιμετωπίσει το πρόβλημα των 2,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων νομοθετώντας την δωρεάν πρόσβαση τους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Έχουμε αποκαταστήσει χιλιάδες αντισυνταγματικά απολυμένους του δημόσιου τομέα.
Έχουμε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες επιτύχει το άνοιγμα όλων των σχολείων ομαλά και την διανομή όλων των βιβλίων στην ώρα τους.
Έχουμε καταφέρει να υπερασπιστούμε το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εξασφαλίζοντας τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του σε σύγκρουση με τις θέσεις τόσο των θεσμών όσο και της αντιπολίτευσης που ήθελαν την εφαρμογή της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις συντάξεις αλλά και την μετατροπή του συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό.
Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζουμε με όσα μέσα διαθέτουμε τις αδικίες που δημιούργησε η κατάργηση του ΕΚΑΣ που δεν καταφέραμε να αποσοβήσουμε.
Ψηφίσαμε την ρύθμιση για τις 100 δόσεις που έδωσε ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες που έδιναν καθημερινή μάχη υπό το βάρος των συσσωρευμένων χρεών
Και τέλος έχουμε αρχίσει να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της εκτεταμένης μεγάλης και μεσαίας φοροδιαφυγής γεγονός που γίνεται σαφές από την υπεραπόδοση των εσόδων τόσο το 2015 όσο και το 2016.
Αυτές οι πολιτικές παρεμβάσεις δεν έχουν όμως απλώς και μόνο κοινωνικό χαρακτήρα.
Αντιθέτως δημιουργούν είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο προϋποθέσεις στήριξης και ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της αγοραστικής δύναμης των ασθενέστερων στρωμάτων και οδηγούν την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης.
Είναι ακριβώς και αυτές οι πολιτικές που συνέτειναν στην αποκλιμάκωση της ανεργίας κατά 4 μονάδες την περίοδο της διακυβέρνησης μας. Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ μιας αριστερής πολιτικής ανακατανομής βαρών και μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής που θέλει την ανάπτυξη πάνω στα συντρίμμια της κοινωνίας και της εργασίας.
Γιατί δείτε τι ακριβώς προτείνει ως εναλλακτική η νεοφιλελεύθερη ΝΔ του κυρίου Μητσοτάκη:
Να μειωθούν οι φόροι για τις επιχειρήσεις αλλά πως;
Με εξοικονόμηση τουλάχιστον δύο δις από περικοπές και απολύσεις στην υγεία και στη παιδεία και από τη κατάργηση όλων των δομών αλληλεγγύης και των προγραμμάτων στήριξης που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή ακριβώς είναι μια από τις κύριες μορφές που παίρνει σήμερα ο ταξικός αγώνας στην Ελλάδα. Από τη μια μεριά, είναι τόσο το Δ.Ν.Τ όσο και η ΝΔ που επαγγέλλονται μια γενικευμένη απορύθμιση ώστε δήθεν να δημιουργήσουν ευνοϊκό έδαφος για επενδύσεις και από την άλλη μια πολιτική με ορίζοντα την αναδιανομή που στηρίζει την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων.
Και είναι ακριβώς αυτός ο αγώνας που διεξάγεται καθημερινά όχι μόνο στους χώρους εργασίας αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Στο κοινοβούλιο, στο Eurogroup, στις συνόδους κορυφής αλλά και στις αίθουσες της διαπραγμάτευσης. Και αυτός ο αγώνας θα ενταθεί. Και θα πάρει τη μορφή μιας σύγκρουσης που θα αφορά το ίδιο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας με δεδομένη την σταθεροποίηση της οικονομίας και την εκκίνηση ενός αναπτυξιακού κύκλου, που μόλις τώρα ξεκινά και πρέπει να έχει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα.
Διότι ακόμη οι δυνάμεις που θέλουν ένα παραγωγικό μοντέλο βασισμένο στην φτηνή και χωρίς δικαιώματα εργασία, χωρίς τήρηση των στοιχειωδών κανόνων και χωρίς δημόσιο έλεγχο των επιχειρήσεων, οι δυνάμεις δηλαδή της απόλυτης ασυδοσίας της ελεύθερης αγοράς έχουν ισχυρά ερείσματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Εμείς από τη δική μας πλευρά υπερασπιζόμαστε και αγωνιζόμαστε για τη διαμόρφωση ενός παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας που βρίσκεται στον αντίποδα αυτών των επιλογών.
Ενός παραγωγικού μοντέλου που θα αξιοποιεί το βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας:
Το υψηλών προσόντων και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της.
Για να οικοδομήσουμε μια οικονομία που θα βασίζει την ανταγωνιστικότητα της όχι στις χαμηλές αμοιβές, τα ανύπαρκτα δικαιώματα και τις επιχειρήσεις έντασης εργασίας.
Αλλά αντίθετα στην υψηλή προστιθέμενη αξία, στην καινοτομία, την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών και των παρεχόμενων υπηρεσιών και στα συνεργατικά εγχειρήματα.
Προς αυτή εξάλλου την κατεύθυνση έχουμε προσανατολίσει και όλα τα παρεχόμενα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουμε σήμερα στη διάθεση μας.
Από το ΕΣΠΑ η απορροφητικότητα του οποίου έχει αγγίξει επίπεδα ρεκόρ συμβάλλοντας στην ανάκαμψη της οικονομίας μέχρι και τα ειδικά κονδύλια που έχουμε προσανατολίσει σε προγράμματα βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας στηρίζοντας τους έλληνες ερευνητές και προσελκύοντας τους να επιστρέψουν στην χώρα.
Πρόκειται εδώ για δύο αντιθετικά και συγκρουόμενα κοινωνικά μοντέλα.
Από τη μια μεριά το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού που έχει αποδειχτεί όχι μόνο κοινωνικά καταστροφικό αλλά και οικονομικά αναποτελεσματικό και από την άλλη το μοντέλο της ριζοσπαστικής αριστεράς που στοχεύει σε έναν συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό.
Διαμορφώνουμε έτσι ένα πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης πενταετούς διάρκειας με ορόσημο το έτος σταθμό: το 2021.
Και μέχρι τότε φιλοδοξούμε να έχουμε επιτύχει σειρά συγκεκριμένων και μετρήσιμων στόχων αναδιανομής, ανάπτυξης και κοινωνικής προστασίας ώστε στο τέλος της πενταετίας να έχουμε καταφέρει τη μείωση της ανεργίας στη χώρας μας τουλάχιστον κατά 10%.
Και αυτός είναι ίσως ο σημαντικότερος Εθνικός μας στόχος για την επόμενη πενταετία.
Βασικά πεδία από τα οποία θα κριθούμε είναι τα εξής :
Πρώτον : Η στήριξη της εργασίας και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Σε αυτό το πεδίο το επόμενο διάστημα με την εκκίνηση της δεύτερης αξιολόγησης είναι κρίσιμο.
Και σε αυτή τη διαπραγμάτευση προσερχόμαστε με το ισχυρότερο και μη διαπραγματεύσιμο όπλο που είναι το ίδιο το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Αλλά προσερχόμαστε και με θετικές διεκδικήσεις.
Για να υπερασπιστούμε τον θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να αγωνιστούμε για μέτρα προστασίας και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζόμενων.
Δεύτερον : Το πεδίο αυτό της κοινωνικής οικονομίας.
Εδώ στόχο έχουμε να δημιουργήσουμε ένα παράλληλο και ανταγωνιστικό προς το κυρίαρχο σύστημα συνεργατικής παραγωγής και ανταλλαγής που δεν θα λειτουργεί με βασικό στόχο το κέρδος αλλά την εργασία.
Και δεν πρόκειται απλώς για μια θεωρητική κατασκευή αλλά για ένα πολιτικό πρόγραμμα που ήδη υλοποιείται με την ενεργό στήριξη συνεργατικών εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης αλλά και με την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή.
Τρίτον : Η συνέχιση του αγώνα για την καταπολέμηση της μεγάλης και μεσαίας φοροδιαφυγής.
Μιας πληγής με μόνιμη αιμορραγία για την ελληνική οικονομία, που οδήγησε σε τεράστιες ανισότητες και έπαιξε κρισιμότατο ρόλο στην ένταση της κρίσης στη χώρας μας.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής εξάλλου είναι συνώνυμο της αναδιανομής και αξεχώριστη από αυτή.
Να θυμίσω εξάλλου για άλλη μια φορά ότι στο πεδίο αυτό έχουμε κάνει τεράστια βήματα με την επιτάχυνση του ελέγχου του συνόλου των λιστών που έχουν περιέλθει στα χέρια της κυβέρνησης.
Σε αυτούς τους 22 μήνες διακυβέρνησης έχουμε βεβαιώσει περίπου 1δις ευρώ σε διαφυγόντες φόρους και συνεχίζουμε με εντατικούς ρυθμούς.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου που αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία πλουτισμού της ελληνικής ολιγαρχίας σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και Τέταρτος μεγάλος στόχος, είναι ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όχι μόνο κατά τα ετη 2010- 2014, κοινωνικού κράτους.
Και εδώ στόχος μας είναι τόσο η ενίσχυση και δημοκρατική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και της ερευνητικής υποδομής της χώρας αλλά και
• η ανοικοδόμηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και
• Η για πρώτη φορά συγκρότηση ενός συστήματος Δημόσιας Πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που θα καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού και θα παρέχει καθολική πρόσβαση.
Και σε αυτό το πεδίο όμως τα πρώτα βήματα έχουν ήδη ξεκινήσει.
Εντός του 2017 θα έχουν προσληφθεί 10000 γιατροί και νοσηλευτές στο ΕΣΥ, ενώ ήδη είναι έτοιμο και κατατίθεται άμεσα το νομοσχέδιο για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Αν η αναδιανομή και η ανάπτυξη είναι η μια πλευρά αυτού που ονομάζουμε παράλληλο πρόγραμμα
δηλαδή του προγράμματός μας που εφαρμόζεται στα διάκενα, στα περιθώρια και στα εσωτερικά ρήγματα της Συμφωνίας του Ιουλίου, η άλλη πλευρά αυτής της προσπάθειας είναι η εμβάθυνση της απαξιωμένης δημοκρατίας, η επιβολή της νομιμότητας σε όλους ανεξαιρέτως, καθώς και η καταπολέμηση των φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης.
Ήδη έχει γίνει Νόμος του κράτους η μεγάλη δέσμευση και πάγια διεκδίκηση της Αριστεράς για νομοθέτηση της απλής αναλογικής.
Το ίδιο και για τη ψήφο στα 17.
Είμαστε εμείς που δώσαμε τη δυνατότητα στα παιδιά όλων των μεταναστών που γεννιούνταν στην Ελλάδα και χαίρουν της ελληνικής παιδείας να λαμβάνουν την Ελληνική ιθαγένεια.
Ενώ αποκαταστήσαμε και μια χρόνια δικαιωματική στρέβλωση δίνοντας τη δυνατότητα σε ομόφυλα ζευγάρια με το Σύμφωνο Συμβίωσης να έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στη ζωή και στο θάνατο με όλους τους άλλους συμπολίτες τους.
Αυτές τις μέρες εκκινούμε και έναν μεγάλο κοινωνικό διάλογο για την αναγκαία Συνταγματική μεταρρύθμιση, τον εκδημοκρατισμό του συνόλου των κρατικών θεσμών και την προώθηση μορφών άμεσης δημοκρατίας.
Διότι μόνο έτσι μπορούμε να ενισχύσουμε την διαπραγματευτική ισχύ του ελληνικού λαού, μόνο έτσι μπορούμε να δώσουμε στους κοινωνικούς αγώνες τη δυνατότητα να αντηχούν στο εσωτερικό του πολιτικού και του κοινοβουλευτικού μηχανισμού.
Και γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η δύναμη του λαού όταν βρίσκεται σε κίνηση δεν αποδυναμώνει αλλά αντίθετα ενισχύει τον δικό μας κυβερνητικό αγώνα.
Η δημοκρατία όμως και η ενίσχυση της απαιτεί και κανόνες που θα ισχύουν για όλους.
Όσο ψηλά κι αν βρίσκονται.
Και ήταν η κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ που για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων θέριεψε η διαπλοκή, αποφάσισε να βάλει τάξη στο αρρύθμιστο τηλεοπτικό τοπίο τηρώντας μια κορυφαία δέσμευση.
Ο διαγωνισμός για τις άδειες μετά από 27 χρόνια εσκεμμένης ασυδοσίας, είναι πια μια πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που αποτελεί μια μεγάλη τομή για το πολιτικό μας σύστημα.
Γιατί για πρώτη φορά θέτει τις προϋποθέσεις να χτυπηθεί το φαινόμενο της διαπλοκής που βασάνισε το τόπο για πολλά χρόνια και αποτελεί και μια από τις αιτίες της κρίσης και της χρεοκοπίας.
Θέτει όμως τις προϋποθέσεις.
Είναι η αναγκαία συνθήκη.
Όχι η αναγκαία και ικανή συνθήκη.
Γιατί η μάχη με το παλιό και διεφθαρμένο πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο και ενδεχομένως και τους επίδοξους νέους μιντιάρχες, δε θα είναι απλή και εύκολη υπόθεση.
Θα είναι διαρκής και καθημερινή.
Θέσαμε τις βάσεις για τη νομιμότητα και τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου.
Αποδείξαμε ότι εμείς δε λογαριάζουμε από ονόματα και δε μας φοβίζουν οι εκβιασμοί.
Και το κυριότερο εξασφαλίσαμε 258 εκατομμύρια για το δημόσιοι ταμείο.
258 εκατομμύρια εκ των οποίων τα 80 έχουν ήδη κατατεθεί στα κρατικά ταμεία και κατευθύνονται ήδη, στο σύνολο τους, σε δράσεις κοινωνικής προστασίας.
Για την στήριξη των παιδικών σταθμών και των δημόσιων νοσοκομείων.
Και είναι ακριβώς αυτή η εξέλιξη σε συνδυασμό με τον ανυποχώρητο αγώνα που δίνουμε για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την απόδοση δικαιοσύνης που τους έχει οδηγήσει σε ένα αδιανόητο κρεσέντο συκοφαντίας και ψεύδους.
Νομίζουν ότι θα μας αποσταθεροποιήσουν.
Νομίζουν ότι θα κάνουμε πίσω.
Νομίζουν ότι θα υποχωρήσουμε.
Ε, λοιπόν, ας το ακούσουν και από εδώ από το Συνέδριό μας :
Όχι μόνο λοιπόν δεν θα υποχωρήσουμε αλλά θα εντείνουμε ακόμα περισσότερο τον αγώνα μας.
Έναν αγώνα τιμής για την Αριστερά και τον Ελληνικό λαό.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Άφησα για το τέλος της εισήγησής μου τα θέματα που αφορούν το κόμμα μας, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και εδώ πρέπει να ομολογήσουμε με ειλικρίνεια τις αδυναμίες μας.
Να αποτιμήσουμε όσα συνέβησαν, θετικά και αρνητικά, από το 1ο έως υπό 2ο Συνέδριο και να εντοπίσουμε τις αναγκαίες εκείνες παρεμβάσεις και αλλαγές στη λειτουργία μας.
Επιχειρώντας λοιπόν έναν απολογισμό, δε μπορούμε να μη σταθούμε και όσα αποφασίσαμε στο 1ο Συνέδριο αλλά δε μπορέσαμε να κάνουμε πράξη.
Και κυρίως να εστιάσουμε στις αιτίες αυτής της αδυναμίας.
Στο Πρώτο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσαμε να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα των μελών και όχι των ομάδων και των συνιστωσών του.
Πει δύο χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε και έχουμε ευθύνη για αυτό, ως κόμμα με πολλά κόμματα μέσα στο κόμμα.
Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους πρώην συντρόφους μας, που αποχώρησαν το προηγούμενο Ιούλη.
Στο όνομα του πλουραλισμού και της δημοκρατίας που δίνει καταστατικά δικαίωμα σε λειτουργία τάσεων, εμείς πήγαμε στο ακριβώς αντίθετο άκρο.
Η δημοκρατία να περιορίζεται εντός τάσεων και δυστυχώς πολλές φορές μηχανισμών.
Και να συρρικνώνεται απολύτως στη ζωή του κόμματος, αφού τα μέλη μας που δεν επέλεγαν να εντάσσονται σε τάσεις στερούνταν του δικαιώματος να λαμβάνουν ουσιαστικά μέρος στη λήψη των αποφάσεων.
Φτάσαμε στο σημείο, οι Συνεδριάσεις των οργάνων μας να θυμίζουν τις συνεδριάσεις συνδικαλιστικών οργάνων, αφού κυρίως οι πρώην σύντροφοί μας προσέρχονταν αφού πρωτίστως είχαν συνεδριάσει ξεχωριστά και εντός των οργάνων λειτουργούσαν με συγκεντρωτισμό.
Οι αποφάσεις του Συνεδρίου αλλά και των άλλων οργάνων, στο όνομα δήθεν της δημοκρατίας υπονομεύοντας συστηματικά.
Ακόμη και στη δημόσια εκφορά του λόγου.
Αυτά τα φαινόμενα ήταν φαινόμενα κρίσης και διάλυσης.
Και έχουμε ευθύνη και πρώτος εγώ, που δε τα αντιμετωπίσαμε έγκαιρα.
Αυτή η τραυματική εμπειρία πρέπει να μας προβληματίσει.
Γιατί παρά το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει το φαινόμενο αυτό σε τέτοια ένταση, εντούτοις ακόμη δε μπορούμε να πούμε ότι η απόφασή του 1ου Συνεδρίου για ΣΥΡΙΖΑ κόμμα των μελλών έχει υλοποιηθεί.
Και οφείλουμε να πάρουμε μέτρα για να υλοποιηθεί.
Η δεύτερη σημαντική απόφαση που δεν υλοποιήθηκε ήταν το άνοιγμα και η αντιστοίχηση του κομματικού με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ.
Ειδικότερα τη περίοδο πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης όπου έπρεπε να ρίξουμε όλο το βάρος, κυριάρχησαν απόψεις φοβικές, απόψεις περιχαράκωσης.
Η αλήθεια είναι ότι και από τη πλευρά της ηγεσίας γίνανε ορισμένες λάθος επιλογές που τροφοδότησαν αυτό το κλίμα φοβίας στην ένταξη νέων μελών.
Ωστόσο πολλές από τις επιλογές μας ιδίως στις δημοτικές εκλογές αποδείχτηκαν επιλογές καταστροφικής αυτοπεριχαράκωσης. Και οφείλουμε από τώρα να δουλέψουμε με σχέδιο συγκροτημένο για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2019 και φυσικά για το δυνάμωμα των οργανώσεων μας σε τοπικό επίπεδο.Το τρίτο θέμα που θέλω να θέσω αφορά στη θεσμική λειτουργία του κόμματος και στη δύσκολη σχέση ανάμεσα σε κόμμα και κυβέρνηση.
Το Κόμμα πρέπει να ελέγχει τη κυβέρνηση αλλά και τα μέλη του κόμματος το ίδιο το κόμμα και την ηγεσία του. Στη σχέση Κόμματος Κυβέρνησης αλλά και στο ίδιο το μοντέλο της διακυβέρνησης έχουν εντοπιστεί προβλήματα και δυσλειτουργίες που οφείλουμε να διορθώσουμε.
Δε μπορεί να χαράζεται στρατηγική για τη κυβερνητική πολιτική κάπου έξω από το κόμμα, χωρίς το κόμμα. Όπως και δε μπορεί να χαράζεται στρατηγική σε ορισμένα υπουργεία αγνοώντας τις επεξεργασίες των αντίστοιχων τμημάτων και των ΕΠΕΚΕ.
Αν θέλουμε όμως να δώσουμε έμφαση στο κόμμα, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε πέρα από όλα να το νοηματοδοτήσουμε με τη φυσική παρουσία της φυσικής πολιτικής ηγεσίας και των στελεχών στα όργανα του κόμματος.
Το κόμμα χρειάζεται ένα ενιαίο πολιτικό κέντρο, μια Κεντρική Επιτροπή που θα εκλεγεί στη βάση των πραγματικών αναγκών του κόμματος και μιας πολιτικής Γραμματείας που θα είναι το μοναδικό πολιτικό κέντρο και θα λειτουργεί με αίσθηση ευθύνης και με πολιτική αλληλεγγύη.
Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι είναι πιο σημαντικό για ένα μέλος του Κόμματος να είναι εκλεγμένο μέλος της ΠΓ, δηλαδή της ηγεσίας, παρά να είναι υπουργός.
Άλλωστε οι υπουργικοί θώκοι δεν έχουν εκχωρηθεί ούτε παραχωρηθεί σε κανέναν με κριτήρια μονιμότητας.
Ας το δούμε αυτό στο μυαλό μας.
Τέλος θα ήθελα να θέσω ένα ακόμη ζήτημα.
Αφορά τη κομματική δεοντολογία και τη συμπεριφορά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κόμμα που κυβερνά.
Συνεπώς κρίνεται διαρκώς όχι μόνο για τις κυβερνητικές επιλογές αλλά και για το ύφος και το ήθος της διακυβέρνησης.
Και κρίνεται - και λογικά- πολύ πιο αυστηρά.
Γιατί τους άλλους τους ξέρουμε, τους μάθαμε χρόνια.
Εμείς πρέπει να επιβεβαιώνουμε σε κάθε βήμα σε κάθε στιγμή ότι διαθέτουμε άλλο ήθος.
Ανιδιοτέλεια, διάθεση για προσφορά, όχι για θέσεις.
Προτείνω λοιπόν πέραν της Κεντρικής Επιτροπής να εκλεγεί και επιτροπή Δεοντολογίας που θα έχει την εξουσιοδότηση να είναι όπου χρειάζεται πολύ αυστηρή απέναντι σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Γιατί δε θα πρέπει να αφήνουμε ούτε χαραμάδα για τη προπαγάνδα του παλιού πολιτικού συστήματος που αφού δε μπορεί να υπερασπιστεί εαυτόν, προσπαθεί να διασπείρει την εντύπωση ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ τους μοιάζει.
Όχι δεν είμαστε ίδιοι και δε θα γίνουμε ποτέ.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ας δώσουμε τη δυνατότητα σε αυτό το Συνέδριο να γίνει ουσιαστικός διάλογος και να τεθούν όλα τα ερωτήματα που ψάχνουν απαντήσεις.
Ας πάρουμε όμως όλοι μαζί την απόφαση να αναστυλώσουμε το σπίτι μας.
Τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί το κόμμα μας είναι που αποτελεί το στήριγμα και την κοινωνική ραχοκοκαλιά αυτής της κυβέρνησης αλλά και της συνολικής διαρκούς μας προσπάθειας, στη μάχη μας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Το κόμμα δεν πρέπει να είναι μόνο το αυτί μας στην κοινωνία αλλά και ενεργός παράγοντας κινητοποίησης της κοινωνίας.
Μέσα στα συνδικάτα, μέσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, μέσα στη Νεολαία, μέσα στις επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις.
Σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα.
Όχι μόνο για να στηρίζει την κυβέρνηση αλλά και για να κρίνει την κυβέρνηση.
Και είναι στοίχημα σε αυτό το Συνέδριο να θέσουμε ξανά τις βάσεις για ένα μεγάλο άνοιγμα του κόμματος στον ελληνικό λαό.
Και κυρίως στις κοινωνικές ομάδες, τα συμφέροντα των οποίων εκπροσωπούμε.
Για να δυναμώσουμε τις οργανώσεις μας, για να σφίξουμε τους δεσμούς μας με τις ζωντανές και ενεργές δυνάμεις της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και αυτό το άνοιγμα πρέπει να γίνει με εμπιστοσύνη, τόσο στο λαό που θέλει να ενταχθεί στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως με εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις.
Και οφείλουμε όλοι σύντροφοι και συντρόφισσες να συμμετέχουμε σε αυτό το μεγάλο κοινωνικό άνοιγμα.
Αλλά και να το περιφρουρήσουμε.
Γιατί δεν θέλουμε απλώς και μόνο ένα μαζικό κόμμα.
Αλλά ένα μαζικό κόμμα της Αριστεράς.
Τη συγκρότηση της μεγάλης παράταξης της Αριστεράς.
Όπου τα μέλη και τα στελέχη της δεν θα αντλούν κύρος από το ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντλεί κύρος από τα μέλη και τα στελέχη του.
Γι αυτό πρέπει να είμαστε όλοι και όλες μας παραδείγματα αυταπάρνησης, ανιδιοτέλειας και αγώνα μέσα στην κοινωνία.
Σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου.
Χωρίς αλαζονεία, χωρίς αξιοποίηση της μικρής ή μεγαλύτερης εξουσίας μας, παρά μόνο προς όφελος των κοινωνικών δυνάμεων που εκφράζουμε.
Του κόσμου της εργασίας και του μόχθου.
Του κόσμου της νεολαίας.
Και πιστέψτε με.
Μόλις αυτό το καταφέρουμε θα φέρουμε δις πέρας και το πιο δύσκολο σχέδιο με επιτυχία.
Δε λυγίσαμε και δε θα λυγίσουμε απέναντι στις δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Δε θα λυγίσουμε και τώρα απέναντι στο παλιό σύστημα και στη διαπλοκή του.
Ας ουρλιάζουν τα σκυλιά.
Δεν έχουν δόντια πια για να δαγκώσουν.
Θα προχωρήσουμε και θα νικήσουμε.
Γιατί η δύναμή μας είναι τεράστια.
Είναι η ίδια η δύναμη του ίδιου του ελληνικού λαού.
Έτσι θα τα καταφέρουμε."