Μετά την εφαρμογή της υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 2221 Β΄/18-7-2016) καθορισμού ορίων συνταγογράφησης διαγνωστικών εξετάσεων κατά ICD-10, προκύπτουν πολλές φορές ανυπέρβλητα εμπόδια στη συνταγογράφηση βασικών και απαραίτητων διαγνωστικών εξετάσεων από τους κλινικούς ιατρούς, κατά παρέκκλιση από τα διαγνωστικά επιστημονικά πρωτόκολλα και τις ανάγκες των ασθενών.
Η εφαρμογή της απόφασης έχει επιφέρει μεγάλη ταλαιπωρία στους ιατρούς και τους ασθενείς, καθώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ανάγκες συνταγογράφησης εργαστηριακών εξετάσεων υπερβαίνουν το 20% του στατιστικού μέσου όρου ανά ειδικότητα και ICD-10, γεγονός που καθιστά σχεδόν «απαγορευτική» την αναγραφή ακριβών εξετάσεων (π.χ. απεικονιστικών, ιατρικών πράξεων, αιματολογικών, κλπ), δυσχεραίνοντας το ιατρικό έργο, προσθέτοντας γραφειοκρατία στην αιτιολόγηση της στατιστικής «υπέρβασης», επιφέροντας δυσμενείς επιπτώσεις και ταλαιπωρία για τους ασθενείς.
Τέλος, η πλειονότητα των κλινικών ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, ενδέχεται να κριθούν υπόλογοι για «παραβατική» συμπεριφορά λογιστικού τύπου, με επιβολή δυσβάσταχτων προστίμων, παρόλη την ορθή επιστημονική τεκμηρίωση της αναγραφής.
Καθώς η υγεία των πολιτών είναι υπέρτατο αγαθό που δεν παραμετροποιείται με στατιστικούς όρους, καλούμε για την άμεση απόσυρση της απόφασης και τον επανασχεδιασμό των κανόνων συνταγογράφησης με επιστημονική τεκμηρίωση και με γνώμονα την αποτελεσματική και ποιοτική παροχή ιατρικών υπηρεσιών.