Ήταν 3 τα ξημερώματα της 21ης Σεπτεμβρίου 1961, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καλαμάτα, όταν η 17χρονη Ε. Μ. ξύπνησε από τα ουρλιαχτά του αδελφού της που καλούσε σε βοήθεια από το διπλανό δωμάτιο. Έτρεξε για να δει τι συμβαίνει και έντρομη τον είδε τυλιγμένο στις φλόγες.
Πανικόβλητη επιχείρησε να τον πλησιάσει για να τον βοηθήσει αλλά η μητέρα της την εμπόδισε. «Άστον να καεί», της είπε και τη κράτησε. Η 17χρονη είδε τον 26χρονο αδελφό της Δ. να βγαίνει από το δωμάτιο προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά που τον κατάκαιγε και να κατευθύνεται προς το γειτονικό σπίτι.
Η 62χρονη μητέρα τους είχε κάνει πράξη τις απειλές της προς τον γιο της. Η γυναίκα δεν ενέκρινε τη σχέση του 26χρονου με την 17χρονη Σ. και πολλές φορές είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις της. Ο νεαρός, όμως, ήταν ερωτευμένος και δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει το χατίρι της μητέρα του και να χωρίσει με την αγαπημένη του.
Και όταν της ανακοίνωσε πως αποφάσισε να παντρευτεί την 17χρονη εκείνη αντέδρασε και άρχισε να τον απειλεί πως θα τον σκοτώσει αν δεν ακυρώσει το γάμο. Κανείς δεν πίστεψε πως η 62χρονη θα κάνει πράξη τις απειλές της, άλλωστε όλοι γνώριζαν πως ο γιος της ήταν η μεγάλη αδυναμία της.
Ο 26χρονος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπο και το σώμα ενώ η 62χρονη συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης. «Ήθελα να κάψω το γιο μου για να μην παντρευτεί τη Σ. Ήθελα να τον κάψω και δεν μετανιώνω», είπε η γυναίκα ενώπιον του ανακριτή. Το μοιραίο βράδυ, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που σχηματίστηκε σε βάρος της, η 62χρονη Ν. Μ. έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο της.
Αφού φρόντισε να λάβει τα μέτρα της για να μην καεί το σπίτι της πήγε στο δωμάτιο του 26χρονου γιου της ο οποίος κοιμόταν. Στάθηκε πάνω από το κρεβάτι του τον περιέλουσε με πετρέλαιο και άναψε φωτιά. Έντρομος ο νεαρός ξύπνησε και την ώρα που οι φλόγες τον τύλιγαν είδε τη μητέρα του, στο δωμάτιο, να τον κοιτάζει και να μην κάνει καμία κίνηση για να τον βοηθήσει…
Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1962, η 62χρονη γυναίκα κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Κυπαρισσίας κατηγορούμενη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση του γιου της. Ο 26χρονος, σχεδόν παραμορφωμένος από τα εγκαύματα, κάθισε στα πίσω έδρανα της δικαστικής αίθουσας.
Στο πλευρό του η 17χρονη αγαπημένη του με την οποία είχε ήδη παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δόθηκε μάχη από την υπεράσπιση της κατηγορούμενης για να αποδείξει πως επρόκειτο για ατύχημα και πως σε καμία περίπτωση δεν είχε πρόθεση να κάνει κακό στο παιδί της. Οι μάρτυρες κατηγορητηρίου έδωσαν μια νέα εκδοχή για το τι συνέβη εκείνο το βράδυ.
Ο γιος της και θύμα, η κόρη της, η εξαδέλφη της και οι γείτονες κατέθεσαν πως όλα έγιναν όταν η κατηγορούμενη την ώρα που προσπαθούσε να ανάψει την λάμπα της έπεσε από τα χέρια με αποτέλεσμα να χυθεί το πετρέλαιο και να πιάσει φωτιά.
Ο ισχυρισμός αυτός προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου του δικαστηρίου ο οποίος εντόπισε αντιφάσεις σε σχέση με τις αρχικές τους καταθέσεις. Μάλιστα, διάβασε μια προς μια όλες τις λεπτομέρειες τις οποίες είχαν αναφέρει οι μάρτυρες ενώπιον της αστυνομίας και του ανακριτή που χειρίστηκε την υπόθεση. Ακόμη και η 17χρονη νύφη της κατηγορούμενης στήριξε την εκδοχή του ατυχήματος αν και δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν πως η νεαρή κοπέλα «μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήθελε με κανένα τρόπο να συγχωρήσει την πεθερά της. Τελικώς, όμως, με την παρέμβαση του πεθερού, του συζύγου της και των άλλων δέχτηκε να μην είναι επιβαρυντική η κατάθεση της».
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας η Ν. Μ. επέμεινε πως όλα ήταν ένα τραγικό ατύχημα, αλλάζοντας την αρχική της ομολογία, στην οποία έλεγε ξεκάθαρα πως ήθελε να κάψει το γιο της γιατί επέμενε να παντρευτεί την 17χρονη.
Ο εισαγγελέας της έδρας σε μια αγόρευση καταπέλτη χαρακτήρισε την πράξη της κατηγορούμενης «στυγερή και αποτρόπαια που όμοια της δεν υπάρχει στα σύγχρονα εγκληματικά χρονικά» και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη για την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, χωρίς να της αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Τελικά όπως κατέγραψε το "News.gr", οι ένορκοι έκριναν ένοχη την 62χρονη αλλά ομόφωνα αποδέχθηκαν ότι τέλεσε την πράξη ενώ βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί.