Αντίθετη με τον Αναθεωρημένο Ευρωπαïκό Κοινωνικό Χάρτη που κυρώθηκε πρόσφατα από την ελληνική Βουλή με το νόμο 4359/20.1.2016, χαρακτηρίζει την πρόσφατη εισήγηση δύο αεροπαγιτών να κριθεί συνταγματική η κατάργηση της «ρήτρας μονιμότητας» ο εργατολόγος Νίκος Ρουχλιώτης με άρθρο του στην aftodioikisi.gr. Όπως τονίζει «το άρθρο 24 του συγκεκριμένου νόμου εισάγει ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Το δικαίωμα αυτό αντιπαρατίθεται στην αρχή του «hire and fire» ή «employment at will» δηλαδή της απόλυτα ανέλεγκτης απόλυσης που ισχύει παραδοσιακά στις Η.Π.Α. Η βασική αρχή που διέπει τη συγκεκριμένη ρύθμιση, η οποία αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο μετά την κύρωση του Α.Ε.Κ.Χ., είναι ότι η αδικαιολόγητη και ανέλεγκτη απομάκρυνση του εργαζομένου από την θέση εργασίας του προσβάλλει πρώτα και κύρια την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπειά του», προσθέτει.
Αντιθέτως, όπως τονίζει «η εισήγηση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία ζητείται να κριθεί ως συνταγματική η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας επαναλαμβάνει επί της ουσίας το σκεπτικό της απόφασης 2307/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ως συνταγματικούς όλους τους νομοθετικούς περιορισμούς των εργασιακών δικαιωμάτων και της συλλογικής αυτονομίας επικαλούμενη τη δημοσιονομική κρίση και την ανάγκη τόνωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εννοούμενης πάντα υπό το φως της μείωσης του μισθολογικού κόστους. Αναφορικά με την μόνιμη επωδό που αποτελεί βάση του δικανικού συλλογισμού των Ανωτάτων Δικαστηρίων πρέπει να σημειωθεί ότι η μονοσήμαντη σύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την μείωση του μισθολογικού κόστους και την εσωτερική υποτίμηση πέρα από το γεγονός ότι αντιβαίνει στις ίδιες τις μελέτες του Ο.Ο.Σ.Α. και οψίμως στις εκθέσεις του Δ.Ν.Τ. , στους οποίους βέβαια δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταλογιστούν φιλεργατικές προθέσεις, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική ζήτηση, και κυρίως με τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Εισάγεται με αυτό τον τρόπο μια μορφή κοινωνικού ντάμπινγκ στην αγορά εργασίας, η οποία θέτει την ελληνική οικονομία σε κατάσταση ανταγωνισμού με οικονομίες όπως αυτή της Τουρκίας, της Αιγύπτου, της Τυνησίας, του Πακιστάν, της Κίνας κ.ο.κ.», προσθέτει με έμφαση.
Το πλήρες κείμενο του άρθρου είναι το εξής:
"ΡΗΤΡΕΣ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
Κάθε άλλο παρά ως κεραυνός εν αιθρία θα μπορούσε να θεωρηθεί, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η πρόσφατη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της εισηγήσεως δύο μελών του Αρείου Πάγου αναφορικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας, όπως αυτό ελέγχεται παρεμπιπτόντως στο επίδικο ζήτημα που άπτεται της νομιμότητας των απολύσεων πέντε εργαζομένων της ανώνυμης εταιρείας ΚΤΕΛ Χαλκιδικής Α.Ε.
Οι εν λόγω απολύσεις έλαβαν χώρα μετά τη θέση σε ισχύ του Μνημονίου ΙΙ (ν. 4046/2012) και της Π.Υ.Σ. 6/2012, το άρθρο 5 της οποίας κατήργησε τις «ρήτρες μονιμότητας» από όσους υφιστάμενους Κανονισμούς Εργασίας περιελάμβαναν τέτοιες μορφές αυξημένης προστασίας από την απόλυση. Η ανώνυμη εταιρεία ΚΤΕΛ Χαλκιδικής εκμεταλλευόμενη τη συγκεκριμένη μνημονιακή ρύθμιση προχώρησε σε απολύσεις χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ (π.δ. 246/2006), ο οποίος ορίζει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους είναι επιτρεπτή η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των εργαζομένων των ΚΤΕΛ.
Κατόπιν ασκήσεως αγωγής των απολυθέντων εργαζομένων αποφάνθηκε αρχικά το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής με την υπ’ αριθμ. 24/2012 απόφασή του με την οποία έκρινε ότι οι εν λόγω απολύσεις ήταν άκυρες ως αναιτιώδεις δεδομένου ότι με βάση το άρθρο 26 του Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ απαριθμώνται περιοριστικά οι λόγοι για τους οποίους είναι επιτρεπτές οι απολύσεις. Το Πρωτοδικείο κατέληξε στην απόφανση αυτή θεωρώντας ότι η μνημονιακή ρύθμιση περί κατάργησης των ρητρών μονιμότητας ήταν αντισυνταγματική, αφού κατ’ άρθρο 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος, αποδέκτης της εξουσιοδότησης του ν. 4046/2012 θα έπρεπε να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο ή άλλο όργανο της διοίκησης. Με τις σκέψεις αυτές το Πρωτοδικείο Χαλκιδικής έκρινε ότι το άρθρο 26 παρ. 2 του Κανονισμού Εργασίας εξακολουθεί να παραμένει εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις απολύσεις, αφού αυτό δεν έχει καταργηθεί ούτε από την εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης Π.Υ.Σ. 6/2012 ούτε και από το Μνημόνιο ΙΙ το οποίο ως προγραμματική διακήρυξη δεν συνιστά από μόνο του κανόνα δικαίου δυνάμενου να εφαρμοστεί απευθείας στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Η εργοδότρια εταιρεία άσκησε κατά της πρωτόδικης απόφασης αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Β1 Τμήματος Αρείου Πάγου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι είχε ήδη προηγηθεί η απόφαση 1077/2014 του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία αποφάσισε την αναστολή της συζήτησης βάσει του άρθρου 249 ΚπολΔ της κρινόμενης αναίρεσης και της πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε η Γ.Σ.Ε.Ε. στην επίδικη υπόθεση μέχρις έκδοσης απόφασης από την Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. για το επίμαχο ζήτημα συνταγματικότητας. Η στάση αυτή του Ανώτατου Πολιτικού Δικαστηρίου που έθετε υπό αμφισβήτηση την συνταγματικά κατοχυρωμένη δικαιοδοτική του αυτονομία δέχτηκε τη σκληρή αλλά απολύτως δικαιολογημένη και εμπεριστατωμένη κριτική από τη θεωρία (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Ανώτατα Δικαστήρια και Εργασιακές Σχέσεις στην Εποχή των Μνημονίων) δεδομένου ότι η αναμενόμενη κατάφαση της συνταγματικότητας της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας από το Συμβούλιο της Επικρατείας θα λειτουργούσε ως άλλη δαμόκλειος σπάθη για την απόφανση του Αρείου Πάγου ειδικά ως προς το επίμαχο ζήτημα της απόλυσης των πέντε εργαζομένων του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής. Η απόφαση αυτή της αναστολής της συζήτησης ενόψει της δημοσίευσης της απόφασης του ΣτΕ (βλ. Ολ.ΣτΕ 2307/2014) λειτούργηγσε εμμέσως πλην σαφώς ως διακήρυξη de facto αυτοδέσμευσης από το περιεχόμενο της απόφασης του ΣτΕ κατά τρόπο που η κατάφαση της συνταγματικότητας της μνημονιακής κατάργησης των ρητρών μονιμότητας και εν προκειμένω της νομιμότητας των απολύσεων του ΚΤΕΛ να μπορεί εύλογα να χαρακτηριστεί ως «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Όλα αυτά σε αντίθεση βέβαια με τον συνταγματικό κανόνα της δικαιοδοτικής αυτονομίας του Αρείου Πάγου ερειδόμενης πρώτα και κύρια στο άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος περί λαïκής κυριαρχίας τελώντας μάλιστα σε αθεράπευτη αντίθεση με τον κανόνα του παρεμπίπτοντως ελέγχου νομιμότητας και μεταβάλλοντας το Σ.τ.Ε. σε «οιονεί συνταγματικό δικαστήριο».
Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι οι λεγόμενες «ρήτρες μονιμότητας» αποτέλεσαν μορφή διευρυμένης προστασίας έναντι της απόλυσης με σκοπό την αναπλήρωση του υφιστάμενου κενού προστασίας του μισθωτού έναντι της αδικαιολόγητης και καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον εργοδότη, δοσμένης της ανεπάρκειας του ελληνικού δικαίου καταγγελίας όπου ισχύει ως γνωστόν ο κανόνας του αναιτιώδους της καταγγελίας, δηλαδή ο κανόνας του μη ελέγχου ως προς τα αίτια, τα κίνητρα και τα ελατήρια που υπαγορεύουν στον εργοδότη την καταγγελία μιας σύμβασης εργασίας. Είτε με τη μορφή της κατοχύρωσης του δικαιώματος καταγγελίας μόνο για σπουδαίο λόγο αναγόμενο σε αντισυμβατική συμπεριφορά του μισθωτού και πάντως όχι συνιστάμενου σε οικονομικοτεχνικούς λόγους είτε με τη μορφή της λήξης της σύμβασης εργασίας με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι ρήτρες μονιμότητας περιεχόμενες σε Κανονισμούς Εργασίας διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στη διασφάλιση της σταθερότητας των θέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση στη συνταγματικής περιωπής ανάγκης δημιουργίας συνθηκών εργασιακής ειρήνης σε τομείς παραγωγής ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, όπως σε Δ.Ε.Κ.Ο. και σε Τράπεζες. Σημειωτέον δε ότι τις περισσότερες φορές οι εν λόγω ρήτρες αποτέλεσαν αντικείμενο συλλογικής αυτόνομης ρύθμισης, αφού θεσπίσθηκαν από σ.σ.ε. ή από Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίστηκαν μέσω επιχειρησιακών σ.σ.ε. κατόπιν συναπόφασης εργοδότη και εργαζομένων.
Οι ανωτέρω προβλέψεις τόσο του Μνημονίου ΙΙ όσο και της Π.Υ.Σ. 6/2012 αναφορικά με την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας εξακολουθούν να εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, παρά τη δημοσίευση της απόφασης 2307/2014 της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε. η οποία έκρινε επί τη βάσει ενός οριακού – ανύπαρκτου στην πραγματικότητα – δικαστικού ελέγχου και υπό την επίφαση του γενικότερου συμφέροντος, όπως αυτό ανάγεται στην έκτακτη δημοσιονομική συγκυρία, ως συνταγματικά ανεκτή την κατάργηση των ρητρών μονιμότητας. Κι αυτό διότι παραβιάζεται τόσο η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία, η οποία έχει διαπλασθεί κατά τρόπο που να απαγορεύει οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση σε σχέση με την προστασία που έχει κατακτηθεί ειδικότερα μέσω των ρητρών μονιμότητας (βλ. Φ. Δερμιτζάκη, Η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, Τόμος 74ος, σ. 69 επ.), όσο και οι διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος δεδομένου ότι οι ρήτρες μονιμότητας, περιληφθήσες σε Κανονισμούς Εργασίας που προήλθαν κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων, αποτελούν προïόντα της συλλογικής αυτονομίας, η οποία σε κάθε περίπτωση περιορίζει την παντοδυναμία του κρατικού νομοθέτη δημιουργώντας τεκμήριο συλλογικής αυτόνομης ρύθμισης για κάθε εργασιακό ζήτημα.
Η εισήγηση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την οποία ζητείται να κριθεί ως συνταγματική η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας επαναλαμβάνει επί της ουσίας το σκεπτικό της απόφασης 2307/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ως συνταγματικούς όλους τους νομοθετικούς περιορισμούς των εργασιακών δικαιωμάτων και της συλλογικής αυτονομίας επικαλούμενη τη δημοσιονομική κρίση και την ανάγκη τόνωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εννοούμενης πάντα υπό το φως της μείωσης του μισθολογικού κόστους. Αναφορικά με την μόνιμη επωδό που αποτελεί βάση του δικανικού συλλογισμού των Ανωτάτων Δικαστηρίων πρέπει να σημειωθεί ότι η μονοσήμαντη σύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την μείωση του μισθολογικού κόστους και την εσωτερική υποτίμηση πέρα από το γεγονός ότι αντιβαίνει στις ίδιες τις μελέτες του Ο.Ο.Σ.Α. και οψίμως στις εκθέσεις του Δ.Ν.Τ. , στους οποίους βέβαια δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταλογιστούν φιλεργατικές προθέσεις, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη και με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική ζήτηση, και κυρίως με τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Εισάγεται με αυτό τον τρόπο μια μορφή κοινωνικού ντάμπινγκ στην αγορά εργασίας, η οποία θέτει την ελληνική οικονομία σε κατάσταση ανταγωνισμού με οικονομίες όπως αυτή της Τουρκίας, της Αιγύπτου, της Τυνησίας, του Πακτιστάν, της Κίνας κ.ο.κ.
Εν προκειμένω, και όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι ρήτρες μονιμότητας συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διασφάλιση ενός minimum επιπέδου σταθερότητας στις θέσεις εργασίας δημιουργώντας συνθήκες εργασιακής ειρήνης σε εκείνες τις επιχειρήσεις που τις υιοθέτησαν. Ως εκ τούτου, δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί το πως ακριβώς συνδέεται η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας και η επιστροφή στον κανόνα του αναιτιώδους της καταγγελίας με την πρόοδο στη μείωση του κενού της ανταγωνιστικότητας. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η πρόσφατη κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαïκού Κοινωνικού Χάρτη με τον νόμο 4359/20.1.2016 επαναφέρει με δραματική ενάργεια το ζήτημα της συνταγματικότητας του αναιτιώδους της καταγγελίας που αποτελεί και το ισχύον δίκαιο στη χώρα. Πιο συγκεκριμένα, ο Αναθεωρημένος Ευρωπαïκός Κοινωνικός Χάρτης με το άρθρο 24 εισάγει ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Το δικαίωμα αυτό αντιπαρατίθεται στην αρχή του «hire and fire» ή «employment at will» δηλαδή της απόλυτα ανέλεγκτης απόλυσης που ισχύει παραδοσιακά στις Η.Π.Α. Η βασική αρχή που διέπει τη συγκεκριμένη ρύθμιση, η οποία αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο μετά την κύρωση του Α.Ε.Κ.Χ., είναι ότι η αδικαιολόγητη και ανέλεγκτη απομάκρυνση του εργαζομένου από την θέση εργασίας του προσβάλλει πρώτα και κύρια την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπειά του.
Ως απολύτως εναρμονισμένες με το σκοπό αυτό οι λεγόμενες «ρήτρες μονιμότητας» έρχονταν, όπως επισημάνθηκε, να αναπληρώσουν το κενό προστασίας έναντι της απόλυσης καθιστώντας επιτρεπτή την καταγγελία μόνο για σπουδαίο λόγο συνιστάμενο σε αντισυμβατική και υπαίτια συμπεριφορά του μισθωτού. Ως εκ τούτου, η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας θα πρέπει να ερμηνευθεί όχι μόνο με βάση το Σύνταγμα αλλά και με βάση τον Αναθεωρημένο Ευρωπαïκό Κοινωνικό Χάρτη. Σε κάθε περίπτωση, ας ελπίσουμε ότι η συγκεκριμένη εισήγηση δεν προεξοφλεί το άδοξο τέλος του δικαστικού αγώνα των εργαζομένων στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής και ότι τα Ανώτατα Δικαστήρια έστω την ύστατη στιγμή θα αρχίσουν να διαδραματίζουν τον ιστορικό και κατηγορικό τους ρόλο ως αναχώματα προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων."