H δουλεία υπήρξε αρχαίος και διαπολιτισμικός θεσμός που νομιμοποιούσε την μετατροπή του ανθρώπου σε ιδιοκτησία. Απαγορεύτηκε σταδιακά για οικονομικούς και ηθικούς λόγους στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η δουλεία συνεπαγόταν όχι μόνον τον κοινωνικό θάνατο του ατόμου, αλλά του αφαιρούσε αυτή καθαυτή την ανθρώπινη υπόσταση και το υποβίβαζε στο εξής σε αντικείμενο προς ιδιοκτησία και χρήση (ιδιώτη ή κράτους). Σε κατάσταση δουλείας ζούσε κατά καιρούς και περιοχές το 20%- 40% του πληθυσμού των κοινωνιών, ενώ υπήρξαν και κοινωνίες με πολύ υψηλότερο ποσοστό δούλων.
Η λέξη δουλεία προέρχεται από το επίθετο δούλος, που προήλθε από την αρχαιότερη λέξη δόελος ή αλλού δόερος(οι οποίες προφέρονταν ασυναίρετες) και που πιθανόν με τη σειρά τους προήλθαν από το ρήμα δέω (δένω). Αρχικά, δούλος χαρακτηριζόταν ο εκ γενετής σκλάβος, δηλαδή εκείνος που γεννιόταν από γονιό σκλάβο, σε αντιδιαστολή –τότε- προς τον ανδράποδο, δηλαδή εκείνον που υποδουλωνόταν σε πόλεμο. Εκείνος που οι γονείς του ήταν και οι δύο δούλοι, ονομαζόταν αμφίδουλος.
Η σκλαβιά και οι σκλάβοι
Η λέξη σκλαβιά που χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο, όπως και οι λέξεις για τη δουλεία σε άλλες γλώσσες, π.χ. slavery, enslavage και Sklaverei, προήλθαν από τη βυζαντινή λέξη Σκλαβηνός<Σλαβηνός<Σλάβος<Σλαύος. Πιθανόν σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, αλλά όχι όλους, οι Βυζαντινοί να έδωσαν σε ορισμένες εθνότητες τον χαρακτηρισμό Σλάβοι, επειδή τα ονόματά τους είχαν συνήθως την κατάληξη –σλαβ (π.χ. Στανισλάβ). Στη συνέχεια, η λέξη «σκλαβηνός» και «σκλάβος» πιθανολογείται ότι έγινε συνώνυμο του δούλου, επειδή πολλοί Σλάβοι υποδουλώθηκαν από γερμανικές φυλές, αλλά κυρίως επειδή οι μουσουλμάνοι της ιβηρικής Χερσονήσου χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη (αραβ. Ṣaqālibah) για να διακρίνουν τους Ευρωπαίους δούλους τους από τους υπόλοιπους, όπως αργότερα οι Αμερικανοί ονόμαζαν τους Αφρικανούς δούλους τους, νέγρους.
Μορφές δουλείας
Η κυρίαρχη μορφή δουλείας ήταν συνήθως για τους μεν άνδρες η εξαναγκαστική εργασία μέχρι φυσικής εξόντωσης, για τις δε γυναίκες η σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, χρησιμοποιούνταν συνήθως για σκληρή εργασία ή, σπανιότερα, για υποχρεωτική ενσωμάτωση στον κυρίαρχο πληθυσμό, αλλάζοντας θρήσκευμα και εθνικότητα. Επίσης, όταν έφταναν στην εφηβεία ή και νωρίτερα, τα κορίτσια άρχιζαν να χρησιμοποιούνται ως σεξουαλικά αντικείμενα και τα αγόρια μετά τα 13-14 λογαριάζονταν συνήθως ως ενήλικες δούλοι. Τα αγόρια σε κάποιους πολιτισμούς γίνονταν ευνούχοι ή αφομοιώνονταν σε στρατιωτικές υπηρεσίες, εφόσον είχαν ασπασθεί το θρήσκευμα, την ιδεολογία και την εθνικότητα της κυρίαρχης ομάδας.
Το φαινόμενο ήταν πιο ανεπτυγμένο στις κοινωνίες που είτε επειδή είχαν σχετικά χαμηλό πληθυσμό είτε για άλλους λόγους χρειάζονταν περισσότερο και φθηνότερο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.
Η δουλεία εξακολουθεί να παρατηρείται και σήμερα με διάφορες μορφές, κυρίως σε βάρος γυναικών (εξαναγκαστική πορνεία), παιδιών (επαιτεία, κακοποίηση, εργασία) και σπανιότερα ανδρών (εκμετάλλευση αιχμαλώτων πολέμου σε μερικά αφρικανικά κράτη.
Ορισμένοι θεωρούν ότι μορφή δουλείας αποτελεί σήμερα και η δουλειά σε οποιαδήποτε χώρα στηρίζει την οικονομία της στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, λόγω της a priori εκμετάλλευσης της υπεραξίας των εργαζομένων, ενώ πολλοί ταυτίζουν τη δουλεία και με άλλες σκληρές, όμως σχετικά ηπιότερες μορφές εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο –π.χ. της δουλοπαροικίας. Μορφή δουλείας συνιστά κατά κάποιους και η σύγχρονη ποινή της προσωποκράτησης για οφειλές όπως και τα καταναγκαστικά έργα, στα οποία αρκετές χώρες υποβάλουν τους καταδίκους τους. Γενικά, ως δουλεία μπορεί -με την ευρύτερη έννοια της χρήσης των ατόμων- να θεωρηθούν όλες οι διάδοχες καταστάσεις οικονομικής εκμετάλλευσης και υποβιβασμού κοινωνικών ομάδων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι η κυριολεκτική χρήση του όρου δουλεία προϋποθέτει τη νόμιμη ή εθιμική αφαίρεση της ιδιότητας του υποκειμένου και την μετατροπή του ατόμου σε αντικείμενο (res) του νόμου.
Ιστορία της δουλείας
Η δουλεία παρατηρήθηκε ως «εθιμικό δίκαιο» σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου από τους προϊστορικούς χρόνους, όχι όμως και στις πρωτόγονες κοινωνίες, γιατί σε αυτές αρχικά δεν υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση ή τάξεις. Ως φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε συστηματικά μόνον όταν ο άνθρωπος άρχισε να αποκτά μόνιμη εγκατάσταση και να καλλιεργεί τη γη ή να αναπτύσσει τέχνες. Η δουλεία πήγασε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και αγροτικού δυναμικού, αλλά εξυπηρετούσε, παράλληλα, και άλλες ανάγκες. Συνήθως εφαρμοζόταν ως άγραφο «πολεμικό δίκαιο» και ήταν η μοίρα των ηττημένων αλλοεθνών, όμως συχνά εφαρμοζόταν και σε βάρος ατόμων της ίδιας φυλής για αδικήματα που σήμερα θα ενέπιπταν στο ποινικό ή αστικό δίκαιο, όπως της κλοπής ή των χρεών.
Η υποδούλωση των ανθρώπων θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση, κατά την οποία δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν συνήθως οι υγιείς και αρτιμελείς αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και οι αστικοί ή αγροτικοί πληθυσμοί που αυτοί υπερασπίζονταν. Μετά την υποδούλωσή τους, αντιμετωπίζονταν ως οικόσιτα ζώα ή αντικείμενα και παράλληλα ως εχθροί. Η τελευταία ιδιότητα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μεταχείρισή τους, γιατί νομιμοποιούσε τη σκληρή εργασία μέχρι θανάτου ή την ατίμωση των γυναικών –ήταν «ζωντανοί εχθροί» που τους είχε χαριστεί η ζωή και αυτή ανήκε πλέον ισοβίως στον κυρίαρχο. Επιπλέον, ως εχθροί θα έπρεπε να εξοντωθούν σωματικά και ηθικά. Τα παιδιά τους αντιμετωπίζονταν επίσης ως «παιδιά του εχθρού» και ως εν δυνάμει απειλή εκτός και αν ενσωματώνονταν πλήρως στην κυρίαρχη κοινωνία.
Η προδιαγεγραμμένη μοίρα των ηττημένων έκανε πολλούς πολεμιστές και αμάχους να αυτοκτονούν προτού συλληφθούν αιχμάλωτοι. Αν ζούσαν, στο εξής δεν θα είχαν το δικαίωμα να φύγουν από το σπίτι ή το αγρόκτημα του αφέντη τους, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά (αν έκαναν, ανήκαν κι αυτά στον κύριό τους ως έμψυχα αντικείμενα ή ως άψυχα περιουσιακά στοιχεία), δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν οτιδήποτε, να διεκδικήσουν νερό, φαγητό ή ιατρική περίθαλψη, να αποκτήσουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο οι ίδιοι, να αμυνθούν σε περίπτωση επίθεσης, να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν αφέντη, να εκφράσουν οποιαδήποτε προσωπική άποψη πολιτική ή θρησκευτική και να αναζητήσουν προστασία σε περίπτωση που τους βασάνιζε εκείνος που νεμόταν κυριολεκτικά την κυριότητά τους.
Στον απόλυτο εξευτελισμό οδηγούνταν πιο εύκολα όσοι και όσες ανήκαν σε άλλη φυλή ή θρησκεία, ως αποτέλεσμα του ρατσισμού, αλλά και του γεγονότος ότι ειδικά οι ξένοι με διαφορετικό χρώμα ή χαρακτηριστικά, ξεχώριζαν εύκολα και ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητοι σε περίπτωση που δραπέτευαν. Η μοναδική τους επιλογή ήταν η υποταγή, γιατί οι διάφορες κοινωνίες νομιμοποιούσαν ανέκαθεν την δουλεία με διάφορες θεωρίες φυσικής κατωτερότητας ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Στη Βίβλο γίνονται πολλές αναφορές στη δουλεία, όπως και στη μαζική δουλεία, δηλαδή την αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο. Στον Κώδικα του Χαμουραμπί που συντάχθηκε στη Μεσοποταμία το 1780 π.Χ. υπήρχαν πάνω από 30 νομικά άρθρα που ρύθμιζαν τα θέματα της δουλείας, όπως π.χ. το πρόστιμο που κατέβαλε όποιος ελεύθερος πολίτης σκότωνε το δούλο ή τη δούλα κάποιου άλλου, τι πλήρωνε αν η δούλα ήταν έγκυος, την τιμωρία όποιου έδινε άσυλο σε δραπέτη δούλο, την τιμωρία του δούλου που αμφισβητούσε τον αφέντη του κλπ.
Στις αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές κοινωνίες το πρόστιμο δεν είχε την ελαφρότητα της σημερινής έννοιας, αλλά αποτελούσε τη βασική ποινή για πολλά εγκλήματα, όχι μόνον εις βάρος δούλων αλλά και ελευθέρων. Αν, για παράδειγμα, στο βασίλειο των Λογγοβάρδων κάποιος σκότωνε ελεύθερο πολίτη πλήρωνε 300 solidi και αν σκότωνε ημιελεύθερο πλήρωνε 150: η ανθρώπινη ζωή εκτιμάτο σε χρήμα ούτως ή άλλως. Επίσης, οι περισσότερες κοινωνίες δεν έκριναν ειδικά κατά την αρχαιότητα σκόπιμο να διαθέτουν μεγάλες φυλακές για ποινικά αδικήματα (οι περισσότερες δεν είχαν ούτε καν μικρές) και θεωρούσαν παράλογο να συντηρούν στρατόπεδα αιχμαλώτων. Κατά συνέπεια, οι νικητές ενός πολέμου είχαν για την εποχή τους μόνον δύο λογικές επιλογές μετά την οριστικοποίηση της ήττας των αντιπάλων τους: είτε να τους εκτελέσουν είτε να τους υποδουλώσουν.
Πολλές φορές πάντως, εφαρμοζόταν μεταξύ των εμπολέμων και το έθιμο της ανταλλαγής δούλων, που ήταν αντίστοιχο της σύγχρονης ανταλλαγής αιχμαλώτων. Σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείτο και το φαινόμενο της ελευθέρωσης αιχμαλώτων ή δούλων από τη γενναιοδωρία του νικητή ή από σκοπιμότητα.
Σε μερικές περιοχές του κόσμου, η δουλεία πήγασε και από τον κανιβαλισμό που ασκούσαν ορισμένες φυλές και οι οποίες έβλεπαν τους άλλους ανθρώπους ως λεία. Όταν οι ηττημένοι ήταν πολλοί, κρατούνταν ως δούλοι μέχρι να έρθει η ώρα να καταναλωθούν ως τροφή ή να χρησιμοποιηθούν σε ανθρωποθυσίες.
Η δουλεία ήταν συχνά το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά και πολλές φορές η αιτία του. Στην Αφρική, για παράδειγμα, η δουλεία πήγασε από την ανάγκη κάποιων φυλών να υπερτερούν αριθμητικά. Βασικό κίνητρο για πόλεμο και αρπαγή ανθρώπων από άλλες κοινότητες ήταν δηλαδή η ενίσχυση της φυλής του νικητή –οι δούλοι προστίθεντο δηλαδή στην κυρίαρχη κοινότητα και ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά ενσωματώνονταν σε αυτήν πολύ γρήγορα ή και αυτομάτως. Αυτό διάρκεσε στην αφρικανική ήπειρο μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων και των Ασιατών (κυρίως Αράβων) εμπόρων και την έναρξη του συστηματικού δουλεμπορίου, όπου πλέον ο δούλος αποτελούσε ξένο σώμα στην κοινωνία των λευκών και αντικείμενο προς χρήση.
Καθώς οι οικονομίες πάντως στηρίζονταν όλο και περισσότερο στην φτηνή παροχή εργατικού δυναμικού και η ανάπτυξή τους εξαρτιόταν από την εργασία των δούλων, όλο και συχνότερα ξεκινούσαν πόλεμοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με αποκλειστικό στόχο την υποδούλωση ενός ανίσχυρου λαού ή φυλής και την αρπαγή του μικρού πληθυσμού της για να υπαχθεί στο εργατικό δυναμικό του νικητή.
Σε διάφορους πολιτισμούς, πάντως, δούλοι ή σκλάβοι γίνονταν πάρα πολλοί άνθρωποι και με συγκριτικά ειρηνικά μέσα ή πάντως σε καιρό ειρήνης. Σε αυτό το χαμηλό κοινωνικό status έπεφταν εκείνοι που όφειλαν χρήματα τα οποία δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν (και αντιμετωπίζονταν ως κλέφτες) ή όσοι υπέπιπταν σε διάφορα σοβαρά για την εποχή αδικήματα. Έπρεπε τότε ουσιαστικά να πουλήσουν τον εαυτό τους ή να διαπραγματευτούν την προσωπική ελευθερία τους πουλώντας τη γυναίκα ή τα παιδιά τους. Ο δούλος μπορούσε να τιμωρηθεί σε όποιον βαθμό ενέκρινε ο ιδιοκτήτης ή αφέντης του. Μερικές φορές οι δούλοι ελευθερώνονταν αν κάποιος εξαγόραζε την ελευθερία τους, αλλά αυτό ήταν σπάνιο.
Μερικές φορές επίσης οι άνθρωποι ενοικιάζονταν, με την έννοια ότι συμφωνούσαν για οικονομικούς λόγους να μείνουν δούλοι για 3 ή 5 χρόνια, κάτι που εκφραζόταν και με κλάσματα, δηλαδή συμφωνείτο κάποιος να ανήκει στον κύριό του κατά το ¼, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να δουλεύει για εκείνον 3 μήνες το χρόνο. Με το σύστημα του «δανεισμού» των εαυτών τους μετανάστευσαν στην Αμερική πολλοί Ευρωπαίοι κατά την αποίκισή της, αφού πήγαν εκεί ως δουλοπάροικοι με συμφωνία 4ετους εργασίας για τους «δεσπότες» τους –ήταν η πληρωμή του εισιτηρίου για το διατλαντικό ταξίδι.
Στην αρχαιότητα και στο Μεσαίωνα πάντως, οι άνθρωποι υποδουλώνονταν ισοβίως, γιατί μόνον οι συγγενείς είχαν την πολυτέλεια να γίνονται δούλοι για περιορισμένο ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη Μεσοποταμία επιτρεπόταν να κρατήσει κάποιος ως δούλο τον αδελφό του μόνον για 5 ή 6 χρόνια, ακόμα και αν του όφειλε χρήματα.
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που απαγόρευσε στη νεότερη ιστορία τη δουλεία, αμέσως μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την ελληνική επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικό έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».
Το σημερινό Σύνταγμα με το άρθρο 22, ορίζει ότι «οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται» και «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.»
Περιπτώσεις δουλείας πάντως παρατηρούνται και σήμερα στην Ελλάδα, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αφορά κυρίως τα παιδιά που παρανόμως εξωθούνται στην επαιτεία και των γυναικών που εξωθούνται παρά τη θέλησή τους στην πορνεία. Ο σημερινός ορισμός της δουλείας έχει διαφοροποιηθεί ελαφρά από τον κλασικό και ως δουλεία ορίζεται «η πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του». Με αυτή την έννοια ο δούλος δεν στερείται νόμιμα της ανθρώπινης υπόστασής του όπως την εποχή που η δουλεία ήταν νόμιμη, αλλά παραμένει δούλος γιατί χειραγωγείται απόλυτα
Επίσης συζητείται και το θέμα της προσωποκράτησης για οφειλές, γεγονός που στιγματίζεται από πολλούς νομικούς. Στην Ελλάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί αρνητικά, θεωρώντας το μέτρο αντισυνταγματικό, γιατί «αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επάνω στην περιουσία του οφειλέτη, αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη». Η προσωποκράτηση για οφειλές έχει απαγορευθεί στις περισσότερες χώρες στον κόσμο τόσο για ηθικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς –ο έγκλειστος δεν είναι δυνατόν να εργασθεί για να αποπληρώσει την οφειλή του.
Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σήμερα ζουν περίπου 27.000.000 άνθρωποι σε διάφορες χώρες ως δούλοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το δυσάρεστο είναι ότι αυτή η σύγχρονη μορφή δουλείας περνά σχεδόν απαρατήρητη και ο βασικότερος λόγος είναι ο παράνομος χαρακτήρας της. Όσο δηλαδή η δουλεία ήταν νόμιμη, τηρούνταν αρχεία εμπορικά και όλες οι πράξεις ήταν εμφανείς. Τώρα που η δουλεία διενεργείται παράνομα, τηρείται απόλυτη μυστικότητα από όλους τους αυτουργούς –τις ομάδες που συλλαμβάνουν τους δούλους, τις ομάδες που τους μεταφέρουν στην αγορά και την αγορά που τους εκμεταλλεύεται.
Η σύγχρονη δουλεία επιβιώνει επειδή επίσης δεν στηρίζεται σε φυλετικά κριτήρια και θύματά της αποτελούν όλες οι ανθρώπινες ομάδες που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάσταση της αδυναμίας, ανεξαρτήτως θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας ή φύλου. Επίσης, οι δούλοι δεν απασχολούνται σε συγκεκριμένη αγορά ή βιομηχανία ή σε ορισμένες έστω πόλεις, και έτσι δεν υπάρχουν σταθερές οδοί μεταφοράς ή σταθερές αγορές, ώστε να ιχνηλατηθούν και να διαλυθούν τα κέντρα διοργάνωσης του δουλεμπορίου.
Τέλος, ο μέσος πολίτης δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος ότι η δουλεία εφαρμόζεται πιθανόν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο πηγαίνει σχολείο το παιδί του ή εργάζεται ο ίδιος ούτε και αναγνωρίζει εύκολα τη δουλεία ως φαινόμενο. Συχνά την εκλαμβάνει ως ξεπεσμό του ατόμου με δική του πρωτοβουλία –δεν μπορεί π.χ. να διαχωρίσει εύκολα την πόρνη που επέλεξε και συνεχίζει να επιλέγει να ασκεί αυτό το επάγγελμα από εκείνην που εξαναγκάσθηκε να το επιλέξει όταν ήταν ανήλικη. Καθώς δηλαδή ο μέσος άνθρωπος θεωρεί κάποιες δραστηριότητες εξαιρετικά εξευτελιστικές, ομαδοποιεί τους ανθρώπους που τις ασκούν.
Εντούτοις, άπαξ και ένα άτομο προσπαθεί να διαφύγει από τον εξευτελισμό και δεν μπορεί, τότε είναι δούλος με την κλασική έννοια της λέξης. Αν επίσης έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες, τότε ακόμα κι αν δεν προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει, και πάλι αποτελεί δούλο, γιατί δεν επέλεξε ποτέ ο ίδιος να χρησιμοποιηθεί. Αν πρόκειται για παιδί, ασφαλώς και δεν είχε επιλογή εξαρχής, οπότε και πάλι αποτελεί δούλο.