Κανένας μισθωτός, κανένας επαγγελματίας και κανένας αγρότης δεν γλιτώνει εντέλει από το νέο ασφαλιστικό "χαράτσι" του 26,9%, το οποίο θα επιβληθεί από την 1/1/2017 στο δηλωτέο εισόδημα όλων των ασφαλισμένων.
Παρά τις προσωρινές εξαιρέσεις και τις μεταβατικές περιόδους που θα ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες (π.χ. αγρότες, νέους επιστήμονες, επιστήμονες με εισόδημα έως 58.000 ευρώ), ουσιαστικά ολόκληρος ο άμεσα ασφαλισμένος πληθυσμός της χώρας θα ενταχθεί στο νέο καθεστώς καταβολής ασφαλιστικών εισφορών 20% για την κύρια σύνταξή του, 6,9% για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή του και σε ορισμένες περιπτώσεις 7% για την επικουρική ασφάλιση και 4% για τον κλάδο του εφάπαξ.
Σημειώνεται πάντως από το capital.gr, πως το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού, και σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, το δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (586 ευρώ). Δηλαδή η εισφορά 20% δεν μπορεί να ξεπερνά τα 1.172 ευρώ/μήνα και 14.064 ευρώ το έτος (20% των 5.860 ευρώ).
Πιο συγκεκριμένα, για καθεμία κατηγορία το χαράτσι του 20% για την κύρια σύνταξη θα επιβληθεί με τον ακόλουθο τρόπο (το χαράτσι του 6,9% για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα επιβληθεί ενιαία σε όλους τους ασφαλισμένους χωρίς καμία διαφοροποίηση):
- Α. Εργαζόμενοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα
1. Εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα
Από τις 12/5/2016 το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Η εισφορά 20% κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών από 1/1/2017.
2. Δημόσιοι υπάλληλοι
Η εισφορά 20% καταβάλλεται για τους εργαζομένους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων δημοσίων υπαλλήλων και 13,33% σε βάρος του Δημοσίου).
- Β. Ναυτικοί πράκτορες, μηχανικοί-γιατροί-δικηγόροι με εξαρτημένη εργασία, γενικοί διευθυντές, μέλη Δ.Σ. των Α.Ε. και Αγροτικών Συνεταιρισμών
Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων:
3. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ ως έμμισθοι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον ασφαλισμένο καθορίζεται από 1/7/2016 σε 17%, από 1/1/2017 σε 15%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2019 και μετά σε 6,67%. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον εργοδότη καθορίζεται από 1/7/2016 σε 3%, από 1/1/2017 σε 5%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2009 και μετά σε 13,33%.
4. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ (μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι) και παρέχουν εξαρτημένη εργασία (μισθωτοί), ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
5. Για τους διευθυντές, γενικούς διευθυντές, εντεταλμένους, διευθύνοντες ή συμπράττοντες συμβούλους, διοικητές εταιρειών ή συνεταιρισμών εφόσον συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας για τις εισπραττόμενες αμοιβές.
6. Για τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη Διοικητικού Συμβουλίου Α.Ε. και λαμβάνουν αμοιβή.
7. Για τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή.
8. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών. Στο εισόδημα, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης, καταβάλλεται εισφορά.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους περιοδικά έναντι παροχής.
- Γ. Αυταπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες
Η εισφορά 20% (αλλά και του 6,9% για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ.) υπολογίζεται επί του μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Ως ετήσιο εισόδημα των προσώπων που είναι μέλη προσωπικών εταιρειών νοείται, για τη δραστηριότητά τους αυτή και για την εφαρμογή του παρόντος, το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρίας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστοτε μέλους σε αυτή.
9. Έμποροι, βιοτέχνες, αυτοκινητιστές και εν γένει ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ
Από 1/1/2017 το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ (έμποροι, βιοτέχνες, αυτοκινητιστές κ.λπ.), ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 20%.
10. Νέοι αυταπασχολούμενοι επιστήμονες ασφαλισμένοι στο ΕΤΑΑ με έως 5 χρόνια ασφάλιση
Ειδικά για για τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης ανέρχεται μηνιαίως σε ποσοστό 14% για τα πρώτα δύο (2) έτη από την πρώτη τους υπαγωγή στην ασφάλιση, σε ποσοστό 17% για τα επόμενα τρία (3) έτη και σε ποσοστό 20% για το διάστημα μετά το 5ο έτος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
Στην περίπτωση αυτών των ασφαλισμένων, το συνολικό ποσό που υπολείπεται του ποσοστού 20% μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κατά τα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης αποτελεί ασφαλιστική οφειλή υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου εισοδήματος, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, προσαυξημένου κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η οφειλή εξοφλείται κατά 1/5 κατ' έτος για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση δραστηριότητας του ασφαλισμένου κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, υπερβαίνει το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση η οφειλή εξοφλείται εξολοκλήρου μέχρι και τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
Η ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού αντιστοιχεί στο 70% επί του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (70% των 586 ευρώ, δηλαδή 410 ευρώ μηνιαίως).
Το υπόλοιπο της διαφοράς που προκύπτει από την καταβολή της μειωμένης εισφοράς σε σχέση με την προβλεπόμενη αποτελεί ασφαλιστική οφειλή η οποία εξοφλείται μέχρι και τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης.
Οι παραπάνω προσαρμογές εφαρμόζονται και στους κάτω της πενταετίας αυτοαπασχολούμενους που υπάγονται ή θα υπάγονται βάσει των ειδικών, γενικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος στο ΕΤΑΑ, για το διάστημα από την 1/1/2017 έως και τις 31/12/2020, και των οποίων το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος είναι άνω των 4.922 ευρώ. Ειδικά, για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, η προσαρμογή ύψους 50% εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που το φορολογητέο εισόδημα ανέρχεται μεταξύ 4.922 και 13.000 ευρώ. Σε καμία περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς για τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται, ακόμα και μετά την εφαρμογή των προσαρμογών, του ποσού που των 14.064 ευρώ (20% του 10πλάσιου των 586 ευρώ).
11. Αυτασφαλισμένοι επιστήμονες με πάνω από 5 έτη ασφάλιση
Ειδικά για το διάστημα από την 1/1/2017 έως και την 31/12/2020, τα ποσά των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στους οικείους φορείς κύριας και επικουρικής σύνταξης, εφάπαξ και υγειονομικής περίθαλψης οι άνω της πενταετίας ελεύθεροι επαγγελματίες που προέρχονται από το ΕΤΑΑ, όπως διαμορφώνονται μετά τον υπολογισμό, μειώνονται σύμφωνα με κλίμακα εκπτώσεων που ξεκινά από το 50% για όσους δηλώνουν εισόδημα 7.000 -13.000 ευρώ και φτάσει στο 5% για όσους δηλώνουν εισόδημα 57.000-58.000 ευρώ.
Δικηγόροι
Υπέρ του ΕΦΚΑ καταβάλλεται ποσοστό 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση, για την οποία προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία έκδοση γραμματίου προείσπραξης.
Ο οικείος δικηγορικός σύλλογος αποστέλλει στον ΕΦΚΑ τη σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί μέσω ενσήμων ή της ανωτέρω διαδικασίας που τα αντικαθιστά, αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει ο δικηγόρος. Ειδικά για τους δικηγόρους που απασχολούνται με έμμισθη εντολή, τα ποσά αυτά αφαιρούνται από την εισφορά του ασφαλισμένου.
β. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβάλλονται βάσει των παραπάνω ρυθμίσεων υπολείπονται της εισφοράς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει την προκύπτουσα διαφορά σε χρήμα.
γ. Σε περίπτωση που τα ποσά που καταβλήθηκαν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη μηνιαία εισφορά, δεν επιστρέφονται, αλλά συμψηφίζονται με την ετήσια ασφαλιστική οφειλή του αντίστοιχου έτους.
Από 1/1/2017 ο ΕΦΚΑ συνεισπράττει με τις ασφαλιστικές εισφορές και την προβλεπόμενη εισφορά, όπως υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων ΟΑΕΕ και ΕΤΑΠ - ΜΜΕ, καθώς και υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων - Κλάδος ασφαλισμένων ΕΤΑΑ, την οποία και αποδίδει στον ΟΑΕΔ.
Επί εμμίσθων ασφαλισμένων που εκ της ιδιότητάς τους ασκούν και ελευθέριο επάγγελμα οι παραπάνω εισφορές επιβάλλονται μόνον επί των μηνιαίων αποδοχών τους.
Όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, με αίτησή τους μπορούν να καταβάλλουν, μειωμένη κατά το 50%, ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι από την προσαύξηση της σύνταξής τους ως προς τα επόμενα έτη ασφάλισης
- Δ. Μέλη/μέτοχοι εταιρείων
Υποχρέωση εισφοράς 20% επί του εισοδήματος έχουν επίσης:
12. Τα μέλη ή μέτοχοι οργανισμών, κοινοπραξιών ή κάθε μορφής εταιρειών, πλην των ανωνύμων και των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα, για την οποία τα ασκούντα αυτή πρόσωπα υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ (επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα).
13. Τα μέλη του Δ.Σ. των Α.Ε. με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική, βιοτεχνική ή εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Επικράτεια, εφόσον αυτά είναι μέτοχοι κατά ποσοστό 3% τουλάχιστον.
14. Οι μέτοχοι των Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων επί κομίστρω με αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών.
15. Οι διαχειριστές ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας που ορίστηκαν με το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων.
16. Ο μοναδικός εταίρος μονοπρόσωπης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας.
- Ε. Εργαζόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών
17. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς 20% (13,3% ο εργοδότης και 6,7% οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι).
18. Ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία και ταυτόχρονα αυτοαπασχολούνται, δραστηριότητες για τις οποίες υπάγονταν ή θα υπάγονται στην ασφάλιση ενός φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού ασφάλισης που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, καταβάλλουν υπέρ του ΕΦΚΑ:
α) μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών,
β) ασφαλιστική εισφορά για το εισόδημα, εφόσον υπάρχει, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.
- ΣΤ. Αγρότες
19. Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι σφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, καταβάλλουν από 1/1/2017, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα ως φορολογητέο εισόδημα καθενός από αυτούς λαμβάνεται το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα, εκτός αν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα είναι ανώτερο από το γινόμενο των μελών της εκμετάλλευσης επί της ελάχιστης βάσης υπολογισμού της εισφοράς αναγόμενη σε ετήσια βάση. Σε αυτή την περίπτωση η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του εισοδήματος προς τον αριθμό των μελών της.
Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ και τους μελλοντικούς ασφαλισμένους της ίδιας κατηγορίας κατ' επάγγελμα αγρότες, ορίζεται από την 1/1/2022 σε ποσοστό 20%, αυξανόμενο σταδιακά από την 1/7/2015 έως την 1/1/2022 ως εξής:
-Από 1/7/2015 έως 31/12/2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται σε ποσοστό 10%, επί των υφισταμένων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών.
-Από 1/1/2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση.
Το κατώτατο ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα ορίζεται ως το ποσό που αναλογεί στο 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (70% των 586 ευρώ, δηλαδή 410 ευρώ). Το ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ανέρχεται στα 5.860 ευρώ.
-Από 1/1/2017 και έως 31/12/2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 14%.
-Για το διάστημα από 1/1/2018 και έως 31/12/2018 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε ποσοστό 16%, από 1/1/2019 και έως 31/12/2019 αυξάνεται σε ποσοστό 18%, από 1/1/2020 και έως 31/12/2020 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19%, από 1/1/2021 και έως 31/12/2021 διαμορφώνεται σε ποσοστό 19,5% και από 1/1/2022 και εντεύθεν διαμορφώνεται στο τελικό ποσοστό 20%.
20. Μισθωτοί αγρότες
Οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΓΑ ως μισθωτοί - ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών, καταβάλλουν, από 1/1/2017, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη-ασφαλισμένου για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1/1/2017 και έως 31/12/2019 ώστε από την 1/1/2020 να έχει διαμορφωθεί στο 20%.
Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία πρώην ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ, που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και την αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο των σχετικών Κανονισμών της Ε.Ε. και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, υπάγονται στις παραπάνω ρυθμίσεις.
Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών, όπως και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές υπάγονται στις ίδιες επίσης ρυθμίσεις.
Το ίδιο ισχύει για τους ασφαλισμένους οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες, εξαιρούμενοι της ασφάλισης ως μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή. Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150 ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.