Α. Η ΑΠΟΛΥΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ – ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ
Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη είναι κατ’ αρχήν χωρίς αιτιολογία, χωρίς όμως την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων επέρχεται η ακυρότητα αυτής και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να την προσβάλλει, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Η ακυρότητα αυτή επέρχεται στην περίπτωση που είτε δεν τηρηθεί ο έγγραφος τύπος της καταγγελίας ή δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, όπως αυτή προβλέπεται από τον Ν. 2112/1920 όπως έχει τροποποιηθεί, ο οποίος αναφέρεται στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, είτε δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (ΑΚ 672) – ακυρότητα καταγγελίας για τυπικούς λόγους.
Εφόσον, η απόλυση (καταγγελία) είναι άκυρη δεν επέρχεται λύση της σύμβασης, ως εκ τούτου ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να προσβάλλει το κύρος της καταγγελίας εντός τρίμηνης προθεσμίας. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σχέση εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται. Έτσι, ο εργαζόμενος, για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του διατηρεί την αξίωση καταβολής του μισθού του(μισθός υπερημερίας), αλλά, συν τοις άλλοις, έχει και αξίωση για πραγματική απασχόληση.
Β. ΠΡΟΣΘΕΣΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ
- Ι. Ο κανόνας
Αν ο εργαζόμενος αμφισβητεί το κύρος της καταγγελίας έχει δικαίωμα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας να ζητήσει με αγωγή του την ακύρωση της καταγγελίας. Η προθεσμία αυτή είναι τρίμηνη και αρχίζει από την λύση της σχέσης εργασίας. Η διατύπωση της διάταξης αυτής είναι σαφής. Συνεπώς, αν η καταγγελία είναι άμεση αρχίζει από το χρόνο κοινοποίησης του εγγράφου της καταγγελίας, ενώ αν είναι με προειδοποίηση, η έναρξη της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας τοποθετείται στο σημείο λήξης της προθεσμίας αυτής.
Η σύντομη αυτή αποσβεστική προθεσμία δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον του εργοδότη να αρθεί η ενδεχόμενη αβεβαιότητα ως προς το κύρος της καταγγελίας και να αναπληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε με την πρόσληψη άλλου εργαζόμενου ή λαμβάνοντας διάφορα άλλα μέτρα.
Μετά την παρέλευση της ανωτέρω αποσβεστικής προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται έγκυρη και ο εργαζόμενος δεν μπορεί να την προσβάλλει ως άκυρη και να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας.
Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της αντίστοιχης ημέρας του τρίτου και τελευταίου μήνα. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως την πάροδο της προθεσμίας αυτής.
Σε περίπτωση, όμως, που η ακυρότητα της καταγγελίας έγκειται στο γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν έλαβε την προβλεπόμενη στο νόμο αποζημίωση ή έλαβε μόνο μέρος αυτής, τότε αυτός διατηρεί το δικαίωμά του να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης με την έγερση αγωγής, η οποία, πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την απόλυση.
- ΙΙ. Η εξαίρεση
Η εργατική νομοθεσία εισάγει μία εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα. Έτσι, όταν η καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη γίνεται γιατί ο εργαζόμενος έχει τελέσει αξιόποινη πράξη και έχει ασκηθεί μήνυση κατά αυτού, οι διατάξεις του νόμου δεν εφαρμόζονται και δεν του καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση. Ως εκ τούτου δεν εφαρμόζονται και οι προθεσμίες άσκησης της αγωγής για ακύρωση της καταγγελίας (τρίμηνη) ή για καταβολή της αποζημίωσης (εξάμηνη). Η προθεσμίες του άρθρου 6 του ιδίου νόμου αρχίζουν από την ημέρα που ο εργαζόμενος κοινοποιεί στον εργοδότη την απαλλακτική απόφαση. Η απαλλαγή του εργαζόμενου από την κατηγορία συνεπάγεται την ταυτόχρονη υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει την νόμιμη αποζημίωση. Εάν αυτό δεν γίνει, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να προσβάλλει το κύρος της καταγγελίας. Με άλλα λόγια, στην προκειμένη περίπτωση η απαλλαγή του μισθωτού από τις σχετικές κατηγορίες δε συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας αλλά την μετατροπή της από άτακτη σε τακτική, με περαιτέρω συνέπεια να αναβιώνει η υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης. Αν αυτή δεν καταβληθεί, λοιπόν, εντός ευλόγου χρόνου από την κοινοποίηση της απαλλακτικής απόφασης, η καταγγελία θεωρείται άκυρη και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος οφειλέτης του μισθού, όχι όμως από την ημέρα καταγγελίας, αλλά από το τότε που ο μισθωτός, μετά την απαλλαγή του, προσέφερε πραγματικά και προσηκόντως εκ νέου την εργασία του.
Η καταγγελία μπορεί επίσης να ακυρωθεί αν έγινε για άλλο λόγο και προσχηματικά ο εργοδότης υπέβαλε μήνυση κατά του εργαζομένου. Στην περίπτωση αυτή που ο εργαζόμενος ισχυρίζεται κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του εργοδότη, οι προθεσμίες άσκησης της αγωγής αρχίζουν κανονικά από την ημέρα της καταγγελίας, γιατί ο εργαζόμενος από τότε γνώριζε ότι συντρέχουν οι λόγοι καταχρήσεως που επικαλείται και δεν είναι αναγκαίο να περιμένει την έκδοση αθωωτικής απόφασης."
ΠΗΓΗ: Δημήτρης Περπατάρης-Δικηγόρος – Εργατολόγος στο aftodioikisi.gr