Αντιμέτωπες με έναν ακόμη παράγοντα μείωσής τους βρίσκονται 95.000 εκκρεμείς συντάξεις, αλλά και 2 εκατομμύρια που είναι ήδη καταβαλλόμενες. Ο παράγοντας αυτός είναι ο δείκτης μισθών τον οποίο ετοιμάζει η ΕΛΣΤΑΤ και ο οποίος θα αποτελέσει τον τρίτο συντελεστή για τον υπολογισμό των νέων συντάξεων, αλλά και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλομένων.
Αν αυτός ο δείκτης προκύψει αρνητικός τότε αναμένεται η μείωση στις κύριες συντάξεις να είναι μεγαλύτερη από το 20%, το οποίο προκύπτει από τους δύο άλλους παράγοντες υπολογισμού τους, δηλαδή τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις μέσες μηνιαίες αποδοχές κάθε ασφαλισμένου.
Απ’ αυτήν την άποψη, οι εφαρμοστικές αποφάσεις τις οποίες δημοσίευσε προχθές το υπουργείο Εργασίας σε σχέση με το νέο τρόπο υπολογισμού των εθνικών και ανταποδοτικών συντάξεων στο δημόσιο (όσο και οι αντίστοιχες τις οποίες έχει εκδώσει για τον ιδιωτικό τομέα) θα κάνουν μισή... δουλειά, δεδομένου ότι δεν είναι αρκετές για τον υπολογισμό των συντάξεων.
Και αυτό γιατί όπως υποστηρίζει το capital.gr, εκκρεμεί η έκδοση ενός δείκτη εξέλιξης των μισθών από την ΕΛΣΤΑΤ, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να γίνει ούτε ο υπολογισμός των συντάξεων όσων αποχώρησαν από την υπηρεσία μετά την 12/5/2016, αλλά ούτε και ο επανυπολογισμός των συντάξεων που είχαν καταβληθεί ή έπρεπε να είχαν καταβληθεί έως 12/5/2016.
Στην ίδια την Κοινή Υπουργική Απόφαση του αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ κ. Γιώργου Χουλιαράκη και του Υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, κ. Αναστάσιου Πετρόπουλου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης στο Δημόσιο, σημειώνεται ότι "οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος προσαυξάνονται κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία όταν προσδιοριστεί από την αρμόδια για τον καθορισμό Ελληνική Στατιστική Αρχή, θα ακολουθήσουν νέες οδηγίες".
Με άλλα λόγια τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης –τα οποία προβλέπονται από το νόμο Κατρούγκαλου- και ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών ενός ασφαλισμένου από την 1.1.2002 μέχρι και την ημερομηνία αποχωρήσεως του από την υπηρεσία, δεν αρκούν για τον υπολογισμό της σύνταξης ενός ασφαλισμένου στο Δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα (σ.σ. οι συντάξεις υπολογίζονται από 13/5/2016 με τον ίδιο τρόπο).
Και αυτό γιατί, εκτός από τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις μέσες μηνιαίες αποδοχές, χρειάζεται ο υπολογισμός της ετήσιας μεταβολής των μισθών για όλη την οικονομία για το ίδιο διάστημα (σ.σ. 2002-2016 ) από την ΕΛΣΤΑΤ, προκειμένου να προσδιοριστεί το ακριβές επίπεδο της κάθε σύνταξης, είτε αυτή έχει καταβληθεί ή έπρεπε να καταβληθεί έως 12/5/2016, είτε πρέπει να καταβληθεί μετά τις 12/5/2016 δεδομένου ότι η αποχώρηση του ασφαλισμένου έχει γίνει μετά από την παραπάνω ημερομηνία.
Έτσι οι συντάξεις, καταβαλλόμενες ή μη, δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη "μέγγενη" της περικοπής λόγω των μειωμένων ποσοστών αναπλήρωσης, αλλά και της μείωσης την οποία έχουν υποστεί οι αποδοχές των ασφαλισμένων ιδίως την περίοδο 2010 -2014. Έχουν να αντιμετωπίσουν και τον κίνδυνο της επιπλέον περικοπής τους, στην περίπτωση που ο μέσος όρος της ετήσιας μεταβολής των μισθών την περίοδο 2002 – 2016 (ή 2002-2017, ανάλογα με το χρονική στιγμή της συνταξιοδότησης κάθε ασφαλισμένου) προκύψει αρνητικός.
Με άλλα λόγια, η έκδοση αυτού του δείκτη από την ΕΛΣΤΑΤ είναι πολύ πιθανό να πιέσει ακόμα περισσότερο προς τα κάτω το επίπεδο τόσο των νέων, όσο και των ήδη καταβαλλομένων ή καταβλητέων συντάξεων. Και αυτό γιατί κατά την περίοδο 2010 -2014 σημειώθηκε δραματική μείωση των αμοιβών και των εισοδημάτων, η οποία κάθε άλλο παρά αναχαιτίστηκε την περίοδο 2015 -2016.