Μετά από πέντε μήνες διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, η οικονομία πληρώνει ήδη το βαρύ τίμημα της αβεβαιότητας. Όσο παραμένει άγνωστο πότε θα επέλθει συμφωνία η οικονομία θα παραμένει σε καθεστώς ομηρείας. Και οι ενδείξεις για το πρώτο τρίμηνο δεν είναι ευοίωνες. Αν τα στοιχεία επιβεβαιώσουν αυτές τις ενδείξεις τότε «ψαλιδίζονται» οι προσδοκίες για δυναμική ανάκαμψη το 2017.
Τα «μαύρα σύννεφα» άρχισαν να μαζεύονται ξανά πάνω από τη χώρα, από το περασμένο φθινόπωρο μετά το τέλος της τουριστικής σεζόν. Η οικονομία ξεκίνησε να κάνει «κοιλιά». Οι καταθέσεις άρχισαν πάλι να μειώνονται, ο τζίρος στην αγορά ακόμη και σε περίοδο εκπτώσεων κινείται σε χαμηλά επίπεδα, επενδυτικά σχέδια παρέμειναν στα συρτάρια ενώ τις τελευταίες εβδομάδες αυξάνεται ο αριθμός των δανείων που «κοκκινίζουν».
Κάθε μέρα που περνά και δεν κλείνει η διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση, οι κίνδυνοι για τη χώρα μεγαλώνουν.
Όταν «μιλούν» οι αριθμοί
Οι επιπτώσεις άρχισαν ήδη να φαίνονται και τα στοιχεία το αποδεικνύουν τα ακόλουθα δεδομένα από την "Ημερησία":
Οικονομικό κλίμα: Τον Φεβρουάριο το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα, εμφάνισε σημαντική επιδείνωση λόγω της κάμψης των προσδοκιών στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ «ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχώρησε στις 92,9 μονάδες, έναντι 95,1 μονάδων τον Ιανουάριο του 2017. Στους επιμέρους τομείς - με εξαίρεση τη βιομηχανία - καταγράφηκε σημαντική πτώση, η οποία ήταν ισχυρότερη στο λιανικό εμπόριο και τις κατασκευές. Σημαντική ήταν η κάμψη που σημειώθηκε και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία προσέγγισε το επίπεδο του Απριλίου 2016, το οποίο ήταν και το χαμηλότερο από τον Αύγουστο του 2013. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, κυρίως λόγω της, παρατεταμένης αξιολόγησης του προγράμματος, καθώς και η συνεχής αναβολή πιθανών θετικών επιδράσεων της ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης, οδηγούν τις επιχειρήσεις σε επί τα χείρω αναθεώρηση του προγραμματισμού τους για το τρέχον έτος.
Μείωση καταθέσεων: Τον Ιανουάριο καταγράφεται νέα μείωση στις τραπεζικές καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, οι συνολικές καταθέσεις περιορίστηκαν κατά 1,63 δισ. ευρώ ή 1,34%, καθώς διαμορφώθηκαν σε 119,75 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2001. Τον Δεκέμβριο του 2016, το ύψος των καταθέσεων είχε περιοριστεί κατά 3,42 δισ. ευρώ σε 121,38 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες, από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Ιούλιο του 2015, εμφάνισαν εκροές κεφαλαίων, συνολικού ύψους 42 δισ. ευρώ. Πληροφορίες, αναφέρουν παράλληλα για τον Ιανουάριο, μείωση και των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία στην ελληνική αγορά, δείγμα ότι οι Έλληνες «τρώνε και τα λεφτά από το στρώμα». Τα χαρτονομίσματα σε κυκλοφορία συρρικνώθηκαν κατά περίπου 1,1 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2017, στην περιοχή των 42,2 δισ. ευρώ από 43,24 δισ. ευρώ στο τέλος του περασμένου έτους. Τον Ιούνιο του 2015, λίγο πριν επιβληθούν τα capital controls τα μετρητά τα οποία κυκλοφορούσαν στην ελληνική οικονομία ανέρχονταν σε 50,6 δισ. ευρώ.
Δυσοίωνες προβλέψεις: Η οικονομία παραμένει σε ομηρεία. Τα αποτελέσματα του 2016, αλλά και τα πρώτα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2017, είναι ήδη ανησυχητικά. Οι οικονομικοί δείκτες (ΡΜΙ, νέες θέσεις εργασίας, δείκτης κλίματος του ΙΟΒΕ κ.λπ.) δεν επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη ότι το 2017 θα είναι έτος ισχυρής ανάπτυξης με τη μεταβολή να φθάνει το 2,7% ενώ οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι ακόμη και εάν επιτευχθεί άμεση συμφωνία με τους θεσμούς η ανάπτυξη μπορεί να φτάσει από 0,5% έως 1,5%. Το 2016, έκλεισε με μηδενική ανάπτυξη όταν η κυβέρνηση προσδοκούσε οριακή ανάπτυξη της τάξης του 0,3%. Ωστόσο, οι επιδόσεις του τέταρτου τριμήνου ήταν απογοητευτικές, εξαλείφοντας τη βελτίωση των προηγούμενων τριμήνων. Σύμφωνα με το ΣΕΒ η καθήλωση της ανάπτυξης το 2016 καταδεικνύει ότι η αβεβαιότητα έχει επιπτώσεις. Η πτώση του ΑΕΠ στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 κατά 1,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 οφείλεται εν πολλοίς στην μεγάλη αύξηση των εισαγωγών και την πτώση των επενδύσεων (και παγίων και αποθεματικών). Η μείωση του οικονομικού κλίματος και η πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις αρχές του 2017, δεν προοιωνίζονται καλό οικονομικό αποτέλεσμα για το πρώτο τρίμηνο του 2017.
«Πάγωμα» επενδυτικών σχεδίων: Ακόμη και οι «κλεισμένες» επενδύσεις - αποκρατικοποιήσεις (όπως αυτή των περιφερειακών αεροδρομίων, του ΟΛΘ, του Ελληνικού) πηγαίνουν από αναβολή σε αναβολή. Στάση αναμονής κρατούν και ξένοι επενδυτές που έχουν εκφράσει έντονο ενδιαφέρον να επενδύσουν στην ελληνική αγορά - με εξαίρεση τον τουρισμό και το λιανεμπόριο ? καθώς τον country risk παραμένει το μεγαλύτερο εμπόδιο. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θεωρείται κομβικής σημασίας για την ενεργοποίηση προγραμματισμένων projects που παραμένουν στα συρτάρια αυτή τη στιγμή.
Έλλειψη ρευστότητας στην αγορά: Τον Ιανουάριο καταγράφηκε αντιστροφή της πτωτικής τάσης που είχε παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις μέσα σε ένα μήνα «φούσκωσαν» σχεδόν κατά 300 εκατ. ευρώ και ανήλθαν στα 3,602 δισ. ευρώ έναντι 3,31 δισ. τον Δεκέμβριο του 2016, αύξηση που αποδίδεται στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Ήδη από τον Δεκέμβριο, είχαν εξαντληθεί τα κεφάλαια που είχε στη διάθεσή του το υπουργείο Οικονομικών από τη δόση που είχε εκταμιευτεί τον περασμένο Οκτώβριο. Χωρίς ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η Ελλάδα δεν θα λάβει χρήματα από τον ΕSΜ για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών που θα δώσει μια ανάσα ρευστότητας στην αγορά.
Αύξηση των «κόκκινων» δανείων: Τα κόκκινα δάνεια, εκεί που άρχισαν να μειώνονται στο τέλος του 2016, κινήθηκαν εκ νέου ανοδικά και σύμφωνα με πληροφορίες αυξήθηκαν κατά περίπου 1,5 δις ευρώ το πρώτο δίμηνο του έτους. Τόσο τα στελέχη της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας έχουν προειδοποιήσει την κυβέρνηση για την αντιστροφή της πτωτικής τάσης τις τελευταίες εβδομάδες.
Μείωση τζίρου: Οι χειμερινές εκπτώσεις δεν κατάφεραν να τονώσουν το τζίρο των επιχειρήσεων. Οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται κατά 20%, με τις μικρές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο κάτω των 30.000 ευρώ να μετρούν τις μεγαλύτερες απώλειες. Για μια ακόμη χρονιά, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της αγοράς, η εμπορική κίνηση ήταν μειούμενη, ενώ με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις, αν και επέλεξε να διαμορφώσει το ποσοστό των εκπτώσεων στα είδη της μεταξύ του 21% και 40%, δεν κατάφερε να προσελκύσει καταναλωτές με αποτέλεσμα τον μειωμένο τζίρο σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.