«Πέφτουν» ως αντισυνταγματικές, βασικές ρυθμίσεις της νομοθεσίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Κι αυτό γιατί με σειρά αποφάσεών τους τα δικαστήρια αρνούνται να ρυθμίσουν μερικώς ή και να διαγράψουν εντελώς οφειλές δανειοληπτών προς ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες.
Οι ρυθμίσεις, που καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος μόλις υποστούν έλεγχο συνταγματικότητας, περιλαμβάνονται στον νόμο του 2015, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο γνωστός και ως νόμος Κατσέλη του 2010. Τότε, δόθηκε η δυνατότητα σε χιλιάδες δανειολήπτες που χρωστάνε σε τράπεζες να μπορούν παράλληλα να ρυθμίσουν ή και να διαγράψουν οφειλές τους προς την εφορία ή προς τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δήμους.
"Τα δικαστήρια, εν προκειμένω τα ειρηνοδικεία, που είναι αρμόδια να δικάσουν τις χιλιάδες αιτήσεις των πολιτών που προσφεύγουν για να επωφεληθούν των προστατευτικών διατάξεων του νόμου, αποφασίζουν τώρα –ήδη έχει εκδοθεί σωρεία αποφάσεων– πως είναι «καταφανώς αντισυνταγματικές», «αυθαίρετες» και ότι «προσβάλλουν την αρχή της ισότητας που επιβάλλει το Σύνταγμα».
Επίσης, είναι σημαντικό ότι στις αποφάσεις τους οι δικαστές, πέραν των παραβιάσεων του Συντάγματος τις οποίες αναφέρουν, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου πως, αν ο νόμος αυτός εφαρμοστεί σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία, θα δώσει τη χαριστική βολή στο ήδη προβληματικό και πάσχον ασφαλιστικό σύστημα. Παράλληλα, τα δικαστήρια ασκούν σκληρή κριτική στις ισχύουσες διατάξεις σε σχέση με την προσβολή της αρχής της ισότητας των πολιτών, επισημαίνοντας πως δημιουργούνται στην πράξη μη ανεκτές από το Σύνταγμα ανισότητες εις βάρος των χιλιάδων πολιτών που πασχίζουν και πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Δυσμενής διάκριση
Ενδεικτικές είναι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν πρόσφατα, η μία μάλιστα την περασμένη Πέμπτη, από το Ειρηνοδικείο Πειραιά, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις. «Με την ένταξη», αναφέρεται σε αυτή την απόφαση, «των ασφαλιστικών οφειλών προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στις διατάξεις του νόμου (για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά) παραβιάζεται ευθέως η πολιτειακή εγγύηση που κατοχυρώνεται από το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος και αφορά τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως μάλιστα διότι η δυνατότητα ρυθμίσεως της διαγραφής των οφειλών αυτών εισάγει αντικίνητρο καταβολής τους, αφού οι ασφαλισμένοι θα δύνανται να παραλείπουν στο εξής την εξόφλησή τους με την προσδοκία μελλοντικής δικαστικής διαγραφής των οφειλών τους».
Και συνεχίζει: «Στην αντίθετη περίπτωση, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και εισάγεται αδικαιολόγητα δυσμενής διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων των Ταμείων που, ενώ κατέβαλαν πλήρως τις οφειλόμενες εισφορές τους, θα απολαύουν συντάξεως ίσης με εκείνους που θα καταβάλουν μόνον μέρος των εισφορών, οπότε προκαλείται ανεπίτρεπτη στον κοινό νομοθέτη αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων». Το δικαστήριο μάλιστα τολμάει να διατυπώσει εμμέσως διορθωτική του νόμου πρόταση που θα κάλυπτε ενδεχομένως την καταφανή αντισυνταγματικότητα, αναφέροντας πως η μερική αποπληρωμή των εισφορών προς τα Ταμεία θα μπορούσε να γίνει μόνον με ταυτόχρονη απομείωση των συντάξεων.
Καταπέλτης είναι και οι αποφάσεις που κρίνουν αντισυνταγματική τη μερική αποπληρωμή ή και τη διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο (εφορίες) που προβλέπει ο επίμαχος νόμος. Το δικαστήριο μάλιστα (Ειρηνοδικείο Πειραιά και πάλι, με άλλη απόφαση) θεωρεί πως το κριτήριο που θέτει ο νόμος του 2015 για να μπορούν οι δανειολήπτες να ζητήσουν διαγραφή των χρεών τους προς εφορία ή Ταμεία –να χρωστάνε και σε τράπεζες– είναι πέραν από κάθε πρόβλεψη νομιμότητας και συνταγματικότητας. Γι’ αυτό στην απόφαση σημειώνεται ότι η διάταξη «είναι προδήλως αντισυνταγματική, καθώς εισάγει ως προϋπόθεση απαλλαγής του πολίτη από φόρους τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει την ιδιότητα του οφειλέτη έναντι τραπεζικής εταιρείας. Το κριτήριο όμως αυτό δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό, καθώς δεν περιλαμβάνονται αυτοί που μπορούν να αποτελέσουν λόγο διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης», όπως ανάπηροι, πολύτεκνοι και γενικώς παντελώς αδυνατούντες για διάφορους λόγους να πληρώσουν τις οφειλές τους.
Υποθέσεις που θα εκδικαστούν το 2032
Προσπάθειες στα όρια των δυνατοτήτων τους καταβάλλουν οι ειρηνοδίκες σε όλη τη χώρα προκειμένου να εκκαθαριστούν δικαστικά οι χιλιάδες υποθέσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Και αυτό γιατί η οικονομική κρίση και οι ανατροπές που προκάλεσε στην οικονομική κατάσταση των πολιτών έχουν οδηγήσει χιλιάδες στα δικαστήρια, ζητώντας την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου.
Με τα δικαστήρια, μέχρι πρότινος, να προσδιορίζουν τις υποθέσεις για υπαγωγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα (γνωστός ως νόμος Κατσέλη) μεταξύ του... 2022 και του 2032, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Δικαιοσύνη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματική προστασία που πρέπει να παρασχεθεί σε πολίτες που αδυνατούν να πληρώσουν και σε άλλους που ανήκουν στην κατηγορία των κακοπληρωτών.
Οπως τονίζει η προϊσταμένη του Ειρηνοδικείου Πειραιά Χριστοφίλη Ασημάκου, «τα δικαστήρια δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τυχόν δολιότητα των δανειοληπτών, προσπαθούν όμως να κρίνουν τις συγκεκριμένες υποθέσεις με γνώμονα τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών που αδυνατούν να πληρώσουν εξαιτίας της μεταβολής των οικονομικών τους συνθηκών».
Η κ. Ασημάκου εξηγεί πως δεν αποκλείεται και κακοπληρωτές να επωφελούνται των ευνοϊκών διατάξεων και προσθέτει ότι τελευταία στα δικαστήρια προσφεύγουν στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τα υπερχρεωμένα όχι μόνον ιδιώτες για χρέη τους προς τράπεζες, αλλά και έμποροι επικαλούμενοι ότι δεν έχουν πλέον εμπορική ιδιότητα διότι τα καταστήματά τους ή οι επιχειρήσεις τους έχουν κλείσει.
Βεβαίως, ο νόμος για τα υπερχρεωμένα δεν καλύπτει εμπορικά χρέη, όμως, όπως εξηγεί η κ. Ασημάκου, με πολλές αποφάσεις έχουν προστατευθεί πολίτες που είχαν εμπορική ιδιότητα, αλλά δούλευαν οι ίδιοι, όπως μοδίστρες, κομμώτριες, όχι όμως και άλλοι που είχαν καταστήματα με υπαλλήλους.
Πάντως, όπως τονίζει η ειρηνοδίκης Αγγελική Δεμέστιχα, που υπηρετεί στο Ειρηνοδικείο της Αθήνας, με την πρόσφατη νομοθεσία που ισχύει ήδη, όλες οι υποθέσεις που είχαν προσδιοριστεί για εκδίκαση έπειτα από 10 ή και περισσότερα χρόνια επισπεύδονται, σε μια προσπάθεια να εκκαθαριστούν, και προσθέτει ότι ενώ τα δικαστήρια προσπαθούν να δικάσουν τις υποθέσεις το συντομότερο δυνατό, εμφανίζεται πλέον συχνά το φαινόμενο οι ενδιαφερόμενοι να ζητούν αναβολές γιατί δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν δικηγόρο, η παρουσία του οποίου με πρόσφατο νόμο έγινε απαραίτητη.
Στον φαύλο κύκλο των χιλιάδων δικαστικών εκκρεμοτήτων, η ειρηνοδίκης Μαρία Κουβαρά, που υπηρετεί στο Λαύριο και έχει ασχοληθεί πολύ με τη νομοθεσία των υπερχρεωμένων, επισημαίνει ότι η ισχύουσα νομοθεσία έχει ορίζοντα εφαρμογής για όσους ενδιαφέρονται, καθώς μετά το 2018 οι σημερινοί νόμοι θα παύσουν να ισχύουν", καταλήγει η "Καθημερινή".