Το υπόλοιπο ποσό από τα 25 δισεκατομμύρια ευρώ που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2015 είναι διατεθειμένη να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση από τους δανειστές προκειμένου να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μετά τη λήξη του προγράμματος περί τα μέσα του 2018.
Πρόκειται για το μαξιλάρι των περίπου 20 δισ. ευρώ που «περίσσεψε» με βάση τη συμφωνία του καλοκαιριού του 2015 από το συνολικό ποσό που προορίζονταν για την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών 4 συστημικών τραπεζών. Ως γνωστόν στο κρίσιμο Eurogroup του 2015 αποφασίστηκε ότι το συνολικό ποσό του προγράμματος θα έφτανε τα 86 δισ. ευρώ και από αυτά έως και 25 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να διατεθούν για τις τράπεζες.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ
Τελικά το ελληνικό Δημόσιο από αυτά τα χρήματα προκειμένου να συμμετάσχει στις αυξήσεις κεφαλαίου δαπάνησε περί τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα να περισσέψουν τα 20 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση έχει ήδη κάνει κάποιες συζητήσεις και φαίνεται ότι αυτά τα κεφάλαια θα δοθούν από ESM χωρίς νέους όρους. Δηλαδή χωρίς επιπλέον μέτρα, προκειμένου να διεξαχθεί ομαλότερα η έξοδος της χώρας μας στις αγορές. Μάλιστα στην κυβέρνηση θεωρούν ότι το επιτόκιο δανεισμού από τις αγορές μπορεί να κινηθεί ακόμη και κάτω του 5%, αν και εφόσον κυλήσει ομαλά η διαπραγμάτευση, κλείσει η αξιολόγηση και ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE. Η απόφαση Ντράγκι θα είναι ιδιαίτερα καθοριστική για την ομαλή έξοδο της χώρας στις αγορές, διότι θα στείλει ξεκάθαρο μήνυμα στους διεθνείς επενδυτικούς οίκους ότι το country risk της Ελλάδας έχει εξαλειφθεί και η τοποθέτηση κεφαλαίων στις ελληνικές εκδόσεις είναι ιδιαίτερα δελεαστική, σε μία περίοδο που οι αποδόσεις των αντίστοιχων ομολόγων της ευρωζώνης κινούνται κοντά στο μηδέν. Από την άλλη, ίσως το ποσό που μπορεί να αντληθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να κινείται πέριξ των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και να μην θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό, όμως θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, αφού εκτιμάται ότι με το που θα αρχίσουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του QE, οι αποδόσεις θα υποχωρήσουν πολύ χαμηλότερα επιτρέποντας στην Ελλάδα να προχωρήσει στις πρώτες αναγνωριστικές εκδόσεις ομολόγων πιθανότατα 3ετούς – 5ετούς διάρκειας.
ΑΓΟΡΕΣ
Ετσι με το μαξιλάρι των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ του προγράμματος ανά χείρας και με ελεγχόμενη έξοδο στις αγορές από τα μέσα του 2018 και μετά, η ελληνική οικονομία μπορεί να οδεύει μέσα σε καθεστώς ασφάλειας έως το 2022, αφού μετά οι λήξεις χρέους θα “σπρωχθούν” πιο πίσω στο πλαίσιο των νέων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Και αυτό γιατί οι ανάγκες της χώρας έως και το 2021 διαμορφώνονται σε 21, 95 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που καλύπτεται πλήρως αν και εφόσον προχωρήσει ο συγκεκριμένος σχεδιασμός. Ειδικότερα οι ανάγκες της χώρας για το γ΄ 4μηνο 2018 διαμορφώνονται σε 615 εκατ. ευρώ, το 2019 σε 11,9 δισ. ευρώ, το 2020 σε 4,2 δισ. ευρώ και το 2021 σε 4,2 δισ. ευρώ.
Ολα αυτά βέβαια θα πρέπει να να τονιστεί όπως αναφέρει το "Παραπολιτικά", ότι θα ισχύσουν ακόμα και στην περίπτωση που από τα stress test της ΕΚΤ που θα διενεργηθούν το 2018 προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες για τις ελληνικές τράπεζες. Να μην ξεχνάμε ότι πέραν του ΔΝΤ που υποστηρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν 10 δισ. ευρώ, υπήρξαν και φωνές στο εσωτερικό της χώρας όπως αυτή του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Γιώργου Προβόπουλου, που δεν απέκλεισε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αν και εφόσον δεν κλείσει η αξιολόγηση. Και αυτό γιατί η κοινοτική οδηγία που προβλέπει ακόμη και bail in και η οποία ως γνωστόν ισχύει από τις αρχές του 2016, δεν επιτρέπει την συμμετοχή του Δημοσίου στη διάσωση των τραπεζών.