Δεν έχει ελπίδα να διασωθεί το 30% των κόκκινων δανείων αφού οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες είναι φτωχοποιημένοι και βρίσκονται σε πλήρη οικονομική αδυναμία ενώ ένα ποσοστό 20 με 25% είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Για τις τράπεζες ένα ποσοστό 45% του συνόλου των δανειοληπτών είναι στο επίκεντρο καθώς αυτοί βρίσκονται σε μια γκρίζα ζώνη, με διαβαθμίσεις και το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην επαναφορά σε εξυπηρέτηση όσο το δυνατόν περισσότερων δανείων.
Η χαρτογράφηση με ακρίβεια της εικόνας των δανειοληπτών θεωρείται καίρια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης. Έτσι, σύμφωνα με την αποτίμηση των τραπεζών, από το σύνολο των δανειοληπτών υπάρχει ένα ποσοστό που φθάνει το 25% που χαρακτηρίζονται αποδεδειγμένα ως στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Αυτή η κατηγορία κατά το "mononews.gr", θα υποστεί άμεσα ισχυρή πίεση από τις τράπεζες με την πραγματοποίηση πλειστηριασμού να μην είναι πλέον απειλή αλλά κύρωση που θα επιβληθεί αφού ξεκινούν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί. Στο πλαίσιο αυτό, ανάκτηση για την τράπεζα μπορεί να προέλθει είτε από τη «συμμόρφωση» ορισμένων δανειοληπτών, είτε από την εκπλειστηρίαση, είτε ακόμη από ρευστοποίηση με συναίνεση του δανειολήπτη.
Ποσοστό της τάξης του 45% βρίσκεται σε μια γκρίζα ζώνη και παρουσιάζει διαβαθμίσεις αναφορικά με τη δυνατότητα του δανείου, και του δανειολήπτη, να «σωθεί». Μέρος αυτών έχει ρυθμίσει και εξυπηρετεί σε ένα βαθμό μόνο, άλλοι χρειάζονται νέα ρύθμιση και άλλοι σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν σε οριστική αθέτηση. Αυτή η κατηγορία βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και καθώς το οπλοστάσιο των τραπεζών έχει επιτέλους ενισχυθεί, αναμένεται βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
Το 30% περίπου των κόκκινων δανειοληπτών είναι «χαμένες περιπτώσεις» για τις τράπεζες καθώς έχουν φτωχοποιηθεί από την κρίση και η οικονομική αδυναμία στην οποία έχουν βρεθεί είναι πλήρης και μη αναστρέψιμη.
Η παράμετρος της ανάκαμψης, εν προκειμένω της ύφεσης, είναι κρίσιμη στην εξίσωση των προβληματικών δανείων ενώ και ο ανταγωνισμός του Δημοσίου παραμένει έντονος αφού οι αυξημένες υποχρεώσεις των πολιτών εξοβελίζουν την ανάγκη εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους προς τις τράπεζες.
Tα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις επιδόσεις του πρώτου τριμήνου σε σχέση με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με ΤτΕ και SSM δείχνουν τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στην οικονομία. Με τη βοήθεια των διαγραφών, ο κλάδος ισορρόπησε την ροή των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και πέτυχε το στόχο αυτό, «χάνοντας» όμως τον στόχο των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπό την πίεση κυρίως νέων κόκκινων στεγαστικών δανείων. Τα NPEs διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαρτίου στα 103,9 δισ. ευρώ, κατά 1,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το στόχο και τα NPLs στα 75,2 δισ. ευρώ, κατά 500 εκ.ευρώ υψηλότερα από το στόχο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία πρώτου τριμήνου, ο δείκτης NPE βρίσκεται στο 50,6%, ακριβώς στο στόχο ενώ ο δείκτης NPL στο 36,7% έναντι 36% που ήταν ο στόχος τριμήνου. Η αρνητική απόκλιση καταγράφεται στα στεγαστικά δάνεια όπου τα υπόλοιπα των NPEs διαμορφώθηκαν στα 27,7 δισ. ευρώ από 27,3 δισ. ευρώ του στόχου με το δείκτη να έχει ανέλθει στο 42,2% από 41,4% που ήταν ο στόχος. Οσον αφορά στα στεγαστικά με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ανήλθαν στα 21 δισ. ευρώ, κατά 400 εκ.ευρώ υψηλότερα από το στόχο.
Ειδικά στο πρώτο δίμηνο, καταγράφηκε ισχυρή ροή νέων NPEs, αλλά επιτεύχθηκε τελικώς μείωση με χρήση του εργαλείου των διαγραφών δανείων που ανήλθαν σε 1,3 δισεκ. ευρώ για το πρώτο τρίμηνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η ΤτΕ, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και είναι υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.