Ένα sms άλλαξε και πάλι τα δεδομένα στην υπόθεση της απαγωγής του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη. Οι απαγωγείς εμφανίστηκαν λέγοντας “είμαστε εδώ” δηλώνοντας έτσι την πρόθεσή τους να συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση.
Το συνταρακτικό μήνυμα έλαβε ο αδελφός του επιχειρηματία στο κινητό του, σύμφωνα με την εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος", και από την στιγμή εκείνη, μια εβδομάδα μετά την δραματική επιστολή της οικογένειας για την τύχη του Μιχάλη Λεμπιδάκη, τα δεδομένα φαίνεται ότι αλλάζουν.
Το συγκλονιστικό για τους συγγενείς του επιχειρηματία είναι πως οι απαγωγείς δεν έδωσαν τη δυνατότητα να μιλήσουν μαζί του ή κάποιο σημάδι ζωής του ανθρώπου.
Αυτό που θεωρείται δεδομένο πάντως είναι πως οι αδίστακτοι κακοποιοί δεν κάνουν πίσω και συνεχίζουν με στόχο τα χρήματα.
Αυτό είναι ένα νέο βήμα προσέγγισης, λένε έμπειροι αστυνομικοί, ουσιαστικά οι διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση του επιχειρηματία ξεκινούν και πάλι.
Το τραγικό για την οικογένεια είναι πως η τελευταία απόδειξη ζωής που έχουν είναι πριν από 61 ημέρες. Η τελευταία επικοινωνία με τους απαγωγής “μετρούσε” ως χθες περισσότερο από μήνα, ωστόσο η δραματική επιστολή της οικογένειας φαίνεται πως λειτούργησε θετικά, το αναφερόμενο τέλος στις διαπραγματεύσεις φαίνεται ότι πίεσε τους κακοποιούς να επανεμφανιστούν και τώρα το σκληρό παιχνίδι ξεκινάει και πάλι.
Οι αδίστακτοι δράστες είναι πολύ καλά οργανωμένοι και για αυτό επικοινωνούσαν μόνο με sms. Δεν τηλεφώνησαν ούτε μία φορά, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο τον εντοπισμό τους από την Αστυνομία. Στις 26 Απριλίου είχε γίνει η πρώτη επικοινωνία με την οικογένεια για τον άνθρωπο τους, που απήχθη στις 30 Μαρτίου.
Ζητούσαν το υπέρογκο ποσό των 100 εκατομμυρίων ευρώ που η οικογένεια αδυνατούσε να συγκεντρώσει. Θέλουμε 70 εκατομμύρια ευρώ", ήταν το μήνυμα των δραστών. Αμέσως, η οικογένεια ξεκίνησε σκληρές διαπραγματεύσεις.
Μετά από μέρες κατάφερε να κλείσει τη διαπραγμάτευση στα 8 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο την επίμαχη στιγμή υπήρξε μία διαρροή πληροφοριών που έκανε λόγο για τα λύτρα και τη διαπραγμάτευση με αποτέλεσμα οι απαγωγείς να επανέλθουν στις αρχικές τους απαιτήσεις και να ζητήσουν ακατέβατα 70 εκατομμύρια ευρώ.
Το χρονικό της απαγωγής
Η απαγωγή Λεμπιδάκη έγινε νωρίς το απόγευμα της Πέμπτης 30 Μαρτίου, και ενώ ο 54χρονος επιχειρηματίας βρισκόταν καθ' οδόν από το Ηράκλειο προς τα Καλέσσα - ένα οικισμό έξω από την πόλη. Ο συναγερμός σήμανε μετά τον εντοπισμό του πολυτελούς αυτοκινήτου του επιχειρηματία, που βρέθηκε εγκαταλελειμμένο, με ανοιχτές τις πόρτες στον επαρχιακό δρόμο και τρακαρισμένο. Η αστυνομία διαπίστωσε ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο του συγκεκριμένου προσώπου και επικοινώνησε με την οικογένειά του, που δήλωσε άγνοια για το τι είχε συμβεί. Αμέσως σήμανε συναγερμός, ενώ η οικογένεια κάλεσε μια φορά στο κινητό του 54χρονου. Το τηλέφωνο ήταν ακόμη ανοιχτό εκείνη την ώρα, αλλά «σίγησε» από εκείνη τη στιγμή και μετά.
Λίγα λεπτά αργότερα, όμως, η Πυροσβεστική ειδοποιήθηκε να επέμβει καθώς δύο αυτοκίνητα καίγονταν στο δρόμο προς τον οικισμό Καλέσσα, κοντά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Επρόκειτο για μία BMW και ένα αγροτικό, που κάηκαν, ωστόσο, ολοσχερώς. Όπως εκτιμάται, το ένα αυτοκίνητο το είχαν χρησιμοποιήσει για να «κλείσουν» το όχημα του επιχειρηματία, ενώ στο δεύτερο, κατά πάσα πιθανότητα τον επιβίβασαν αρχικά, μέχρι να φτάσουν στο σημείο όπου έκαψαν και τα δύο αυτοκίνητα και εξαφανίσθηκαν με άλλο.
Ο επιχειρηματίας είχε πέσει σε καλοστημένη ενέδρα. Αφού τον ακινητοποίησαν, τον έβγαλαν δια της βίας από το όχημά του, τον επιβίβασαν σε άλλο και εξαφανίστηκαν.
Οι δράστες έβαλαν φωτιά και στα δύο αυτοκίνητα για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Οι κάτοικοι της περιοχής, που είδαν τον πυκνό καπνό, ειδοποίησαν την Πυροσβεστική και αμέσως έφτασαν δύο οχήματα με οκτώ πυροσβέστες που έσβησαν τις φλόγες. Όμως, τα οχήματα είχαν ήδη καταστραφεί και πλέον εξετάζονται από ειδικούς της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, σε μια προσπάθεια να βρεθούν τυχόν αποτυπώματα και ίχνη γενετικού υλικού, τόσο στα αυτοκίνητα, όσο και στον περιβάλλοντα χώρο. Ωστόσο, το γεγονός ότι στην περιοχή έβρεχε, περιορίζει σημαντικά τις ελπίδες για κάτι τέτοιο.
Όλο αυτό το διάστημα, οι απαγωγείς Λεμπιδάκη κινούνταν με μεγάλη προσοχή και έχοντας λάβει μαθήματα από τα λάθη που έκαναν άλλοι «συνάδελφοί τους» στο παρελθόν, είχαν θέσει συγκεκριμένους όρους ακόμη και για τα χαρτονομίσματα που επρόκειτο να δοθούν ως λύτρα. Ζητούσαν συνολικά 100 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα πενήντα εκατομμύρια να δοθούν σε μικρής αξίας χαρτονομίσματα, χρησιμοποιημένα και όχι της ίδιας σειράς. Προσπαθούσαν με τον τρόπο αυτό να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να καταγραφούν τα χρήματα και να προδοθούν στη συνέχεια από τα ίχνη των χαρτονομισμάτων, όπως έγινε στο παρελθόν: Για παράδειγμα, το ξήλωμα της συμμορίας Παλαιοκώστα που είχε απαγάγει τον βιομήχανο Γιώργο Μυλωνά, ξεκίνησε από την Κρήτη, όταν εντοπίστηκαν χαρτονομίσματα των 100 ευρώ, τα οποία ξόδευε αφειδώς ένας από τους συνεργούς, σερβιτόρος στο επάγγελμα, ο οποίος ξαφνικά, από το πουθενά, αγόρασε τοις μετρητοίς ένα πολυτελές τζιπ.
Η οικογένεια Λεμπιδάκη, μια κρητική οικογένεια με ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της και με χαμηλό κοινωνικό προφίλ, όλο αυτό το διάστημα ήταν ουσιαστικά «απομονωμένη».
Άνθρωποι από το ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον έλεγαν ότι όλα τα μέλη της βρίσκονταν στα όρια της ανθρώπινης ψυχικής αντοχής, καθώς προσπαθούν να αντέξουν σε ένα θρίλερ που εξελισσόταν σε δύο επίπεδα:
- Το πρώτο, σ΄εκείνο της κράτησης του ανθρώπου τους, υπό άγνωστες συνθήκες και με την απειλή για τη ζωή του να είναι υπαρκτή κάθε λεπτό που περνά.
- Το δεύτερο, στην προσπάθεια να ξεπερασθούν τα εμπόδια και να καταφέρουν να συγκεντρώσουν τα χρήματα:
Οι κανόνες των capital controls δεν έχουν προβλέψει εξαιρέσεις για περιπτώσεις που από τα χαρτονομίσματα εξαρτάται κυριολεκτικά, άμεσα και καταλυτικά μια ζωή. Για το λόγο αυτό ζητήθηκε η παρέμβαση αρχικά της Τράπεζας της Ελλάδας και ακολούθως και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να γίνει «by pass» στους περιορισμούς της κίνησης κεφαλαίων. Μια σειρά από γραφειοκρατικά εμπόδια είχαν οδηγήσει σε μια απίστευτη αλληλογραφία και ατελείωτες συνεννοήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων.