Η έντονη και παρατεταμένη ύφεση και οι πολιτικές λιτότητας (με μείωση των δαπανών για κοινωνική προστασία) έχουν πλήξει ιδιαίτερα τις οικογένειες με παιδιά. Ως αποτέλεσμα τα παιδιά αντιμετωπίζουν πλέον σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας και αποστέρησης σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Το φαινόμενο έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή η φτώχεια κατά την παιδική ηλικία (ιδιαίτερα κρίσιμη στην εξέλιξη του ατόμου) οδηγεί στη συσσώρευση μειονεκτημάτων και τείνει να εγκλωβίζει τα άτομα σε παγίδες φτώχειας κατά την διάρκεια του κύκλου ζωής, συμβάλλοντας παράλληλα στη αναπαραγωγή των φαινομένων της ανισότητας και της αποστέρησης. Αυτά διατυπώνονται σε έκθεση της Unicef , η οποία αποτυπώνει το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των παιδιών στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της φτώχειας, της αποστέρησης και του κοινωνικού αποκλεισμού, και αξιοποιώντας τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα (ερευνών της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT).
Με βάση τον ευρέως χρησιμοποιούμενο ορισμό της σχετικής φτώχειας (Eurostat) σύμφωνα με τον οποίο το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του αντίστοιχου διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος των ατόμων της χώρας, τα παιδιά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν σαφώς υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από ό,τι οι ενήλικες. Σύμφωνα με την έκθεση, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας των παιδιών από 23% το 2009 αυξάνει σε 28,8% το 2012 και στη συνέχεια μειώνεται ελαφρά στο 26,6% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα ζουν σε φτωχές οικογένειες. Η γραμμή όμως σχετικής φτώχειας δεν είναι ο πλέον κατάλληλος δείκτης για να αποτυπώσει τις αλλαγές στο επίπεδο διαβίωσης, τόσο του γενικού πληθυσμού της χώρας όσο και των παιδιών κατά την περίοδο της κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας. Αυτό γιατί μετά το 2009 έχουμε δραματική μείωση των εισοδημάτων στη χώρα, γεγονός που επιφέρει ανάλογες μεταβολές και στο εκάστοτε όριο σχετικής φτώχειας που υπολογίζεται ως ποσοστό του διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας σε κάθε έτος. Ως αποτέλεσμα, την περίοδο αυτή το όριο φτώχειας από 598 ευρώ/ μήνα που ήταν το 2009 μειώνεται σε μόλις 376 ευρώ/ μήνα το 2014. Με άλλα λόγια, το όριο φτώχειας μειώθηκε κατά 37%, γεγονός που αντανακλά την αντίστοιχη μείωση που υπέστησαν την ίδια περίοδο τα μεσαία εισοδήματα στη χώρα.
Καταλληλότερος δείκτης για την αποτύπωση της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών είναι αυτός που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας, όπως το όριο φτώχειας του 2007, σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς τις διαφορές στην αγοραστική τους δύναμη. Όπως φαίνεται, με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008) το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώνεται στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια όμως αυξάνει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς και ανέρχεται στο 55,1% το 2014 (στοιχεία της έρευνας του 2015). Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009. Τα νούμερα αυτά καταδεικνύουν τις καταστροφικές επιπτώσεις που είχαν η κρίση και οι πολιτικές λιτότητας στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών με παιδιά στη χώρα το πρώτα 5 χρόνια της κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας.
Ο δείκτης υλικής αποστέρησης αποτυπώνει μια εξίσου δραματική εικόνα για την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα. Ο δείκτης αυτός μετρά την αδυναμία των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες βασικές ανάγκες (αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων, όπως πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κάλυψη έκτακτων οικονομικών αναγκών, κατάλληλη διατροφή, επαρκής θέρμανση, 1 εβδομάδα διακοπές και πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει τουλάχιστον 3 από τις 9 επιλεγμένες βασικές ανάγκες. Σε ακραία αποστέρηση είναι τα νοικοκυριά που αδυνατούν να ικανοποιήσουν 4 από τις 9 αυτές ανάγκες.
Το 2015, σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζούσαν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45% η Ελλάδα με μεγάλη διαφορά είναι η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών-μελών της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που παρουσιάζει η αμέσως επόμενη χώρα της ΕΕ-14 με την χειρότερη επίδοση ως προς την υλική αποστέρηση των παιδιών. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία εμφανίζουν μονοψήφια ποσοστά στο πεδίο αυτό. Αντίστοιχα υψηλό (22%) είναι και το ποσοστό των παιδιών στη χώρα που ζουν σε συνθήκες ακραίας αποστέρησης. Το ποσοστό αυτό είναι επίσης διπλάσιο του αντίστοιχου που εμφανίζει η χώρα με την αμέσως χειρότερη επίδοση. Χώρες όπως οι σκανδιναβικές, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Αυστρία εμφανίζουν κίνδυνο ακραίας αποστέρησης μικρότερο του 5%. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν τη δραματική κατάσταση στην οποία διαβιώνει μεγάλο μερίδιο των οικογενειών με παιδιά στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας στο πεδίο αυτό.
Η δυσμενής κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται σύμφωνα με το "iatronet" και από το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες «φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», που αποτελεί και δείκτη-ορόσημο της Στρατηγικής 2020 της ΕΕ. Την περίοδο της κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα, επιδεινώνεται σημαντικά το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες "φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού". Επιπρόσθετα την περίοδο αυτή διαφοροποιείται σημαντικά ο κίνδυνος «φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην Ελλάδα από τον αντίστοιχο μέσο όρο του συνόλου της ΕΕ-27.
Τα εμπειρικά στοιχεία καταδεικνύουν τη δραματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα. Την περίοδο της κρίσης πλήττεται περισσότερο η ευημερία των οικογενειών με παιδιά σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας. Η βίωση της φτώχειας κατά την παιδική ηλικία οδηγεί σε συσσώρευση μειονεκτημάτων που θα επηρεάσουν αρνητικά τα μελλοντικά τους επιτεύγματα κατά την ενήλικη ζωή, συμβάλλοντας έτσι στην αναπαραγωγή της φτώχειας και των ανισοτήτων. Το γεγονός αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην οικονομία της χώρας μέσω της επίδρασης στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εργατικού της δυναμικού.
Η επιδείνωση της φτώχειας και της αποστέρησης κάνει επιτακτική την ανάγκη σχεδιασμού και εφαρμογής κατάλληλων πολιτικών για την υποστήριξη και ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά. Η συρρίκνωση των δαπανών για κοινωνική προστασία στο πλαίσιο της κρίσης και των πολιτικών λιτότητας αποδυναμώνει περαιτέρω το ήδη ασθενές σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας ως προς την αντιμετώπιση της φτώχειας και αποστέρησης των παιδιών. Κρίνεται ιδιαίτερα επιτακτική η ενίσχυση και μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας προκειμένου να αναχαιτιστεί η τάση επιδείνωσης της φτώχειας και αποστέρησης, που επηρεάζει δυσανάλογα τα παιδιά. Στο πλαίσιο αυτό, η υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά θα πρέπει να αναδειχθεί ως βασική προτεραιότητα στην ατζέντα της κυβερνητικής πολιτικής.
Η στήριξη των οικογενειών με παιδιά θα πρέπει να βασιστεί σε δημόσιες πολιτικές μέσω ενός κατάλληλου μίγματος παροχών (σε είδος και χρήμα) και ρυθμίσεων (π.χ. γονικές άδειες ή διευκολύνσεις για την εναρμόνιση εργασιακού και οικογενειακού βίου). Η στήριξη των παιδιών από τα πρώιμα παιδικά χρόνια και σε όλη την παιδική ηλικία αναμένεται να έχει σημαντικό κοινωνικοοικονομικό όφελος και την αποφυγή δαπανηρών παρεμβάσεων στο μέλλον. Επιπρόσθετα, μέσω της υψηλής τιμής των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών που έχουν οι σχετικές δαπάνες για κοινωνική προστασία, μπορεί να έχουν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της οικονομικής μεγέθυνσης ως οργανικό κομμάτι της μακροοικονομικής πολικής.