Την τελευταία εργάσιμη του μήνα περίπου 2,5 εκατομμύρια φορολογούμενοι θα πρέπει να πληρώσουν την πρώτη δόση του φετινού φόρου εισοδήματος καταβάλλοντας –αθροιστικά- περισσότερα από 1,25 δις. ευρώ ή περισσότερα από 500 ευρώ έκαστος και για αυτό δικαίως από το "thetoc" ονομάζεται ως "μαύρη" Δευτέρα.
Την ίδια ημέρα, λήγει η προθεσμία για την καταβολήτου ΦΠΑ από ένα εκατομμύριο επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες αλλά και η προθεσμία για την καταβολή της πρώτης δόσης του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
Ο συνολικός λογαριασμός του μήνα θα πρέπει να φτάσει τουλάχιστον στα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου το υπουργείο Οικονομικών να μην αρχίσει να μετράει από τον Ιούλιο –πρώτο δύσκολο μήνα όσον αφορά στα φορολογικά έσοδα- δημοσιονομικές απώλειες σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονιά όπου ο πήχης για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ανέβει στο 1,75%.
Μπορεί από τον αριθμό των χρεωστικών εκκαθαριστικών να φαίνεται ότι η φορολογική βάση στην Ελλάδα είναι διευρυμένη, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Από τους συνολικά 2,5 εκατομμύρια φορολογούμενους που θα πρέπει να πληρώσουν συνολικά περί τα 1,25 δις. ευρώ ως πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος, το 80% του βάρους πέφτει σε περίπου 500.000 φορολογούμενους.
Η ολοκλήρωση της φετινής διαδικασίας εκκαθάρισης των φορολογικών δηλώσεων αναμένεται να δείξει αύξηση της συγκέντρωσης των βαρών στους ώμους των ολίγων που δηλώνουν τα περισσότερα. Αυτό, αυξάνει και το ρίσκο για το υπουργείο Οικονομικών όσον αφορά στην εισπραξιμότητα του φόρου εισοδήματος η οποία πέρυσι περιορίστηκε κάτω από το 75%. Φέτος, είναι πολύ πιθανό η επίδοση να είναι ακόμη χειρότερη δεδομένου ότι τα ποσά για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους θα είναι σαφώς υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι.
Ο λόγος για τον οποίο θα καταγραφεί ακόμη μεγαλύερη συγκέντρωση των φορολογικών βαρών, φαίνεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Στις τάξεις των μισθωτών και των συνταξιούχων, πρόσθετες επιβαρύνσεις σε σχέση με πέρυσι προκύπτουν και για τους χαμηλόμισθους (σ.σ για αποδοχές έως 20-25.000 ευρώ προκύπτουν πρόσθετα βάρη έως και 276 ευρώ) αλλά και για τους υψηλόμισθους: για έχοντες αποδοχές άνω των 50.000 ευρώ, η πρόσθετη επιβάρυνση ξεκινάει από τα 676 ευρώ και μπορεί να ξεπεράσει τα 3000 ευρώ για τα λίγα στελέχη που δηλώνουν πολύ υψηλά εισοδήματα άνω των 80.000-90.000 ευρώ ετησίως.
2. Μεγάλες είναι οι επιβαρύνσεις για όσους έχουν εισοδήματα από δύο πηγές (π.χ από μισθωτές υπηρεσίες και από μπλοκάκι) εφόσον το άθροισμα του εισοδήματος ξεπερνάει το όριο των 30.000 ευρώ. Εργαζόμενος με αποδοχές 20.000 ευρώ από μισθούς και 10.000 ευρώ από μπλοκάκι, θα πληρώσει φέτος φόρο 6076 ευρώ έναντι 5320 ευρώ πέρυσι δηλαδή 756 ευρώ περισσότερο. Αν πάλι το άθροισμα των αποδοχών από τις δύο διαφορετικές πηγές φτάσει στις 60.000 ευρώ (40.000 ευρώ από μισθούς και 20.000 ευρώ από ελεύθερο επάγγελμα), ο πρόσθετος φόρος εκτινάσσεται στα 3.426 ευρώ (θα φτάσει στα 21.126 ευρώ έναντι 17.700 ευρώ πέρυσι).
3. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες, με ετήσιες αποδοχές άνω των 30.000 ευρώ, οι πρόσθετες επιβαρύνσεις μόνο από τους φόρους (διότι υπάρχει και ο πονοκέφαλος των ασφαλιστικών εισφορών) ξεκινούν από τα 350 ευρώ (σ.σ τόσο είναι το πρόσθετο βάρος για επαγγελματία με αποδοχές 35.000 ευρώ) και φτάνουν στις πολλές χιλιάδες ευρώ. Έτσι, για ατομικό εισόδημα 50.000 ευρώ από ατομικό επάγγελμα, ο φόρος εκτινάσσεται φέτος στα 17576 ευρώ έναντι 14.000 ευρώ πέρυσι (+3576 ευρώ). Αυτό που αναμένεται πάντως, είναι να περιοριστεί σημαντικά ο αριθμός των «πλούσιων» επαγγελματιών καθώς όσοι έχουν τη δυνατότητα θα επιχειρήσουν να αποκρύψουν κέρδη προκειμένου να αποφύγουν ταυτόχρονα και φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
4. Για όσους δηλώνουν εισοδήματα από ενοίκια άνω των 30.000 ευρώ, ο πρόσθετος φόρος σε σχέση με πέρυσι θα ξεπεράσει τα 1000 ευρώ αν συνυπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης. Έτσι, εισοδηματίας με ατομικό εισόδημα 40.000 ευρώ θα πληρώσει φέτος φόρο 13.426 ευρώ έναντι 11.360 ευρώ το 2016, δηλαδή 2066 ευρώ περισσότερο. Αυτή η μεγάλη διαφορά οφείλεται στην αύξηση του συντελεστή φορολόγησης για τα εισοδήματα από ενοίκια (σ.σ ακόμη και στο 45% έναντι 33% που ήταν ο υψηλότερος συντελεστής πέρυσι) αλλά και στην σημαντική αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους έχοντες τα υψηλότερα εισοδήματα.