Είδος προς εξαφάνιση τείνει να γίνει στην Ελλάδα η πλήρης εργασία, καθώς σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η ανεργία στην Ελλάδα τον περασμένο Απρίλιο διαμορφώθηκε στο 21,7% από 22% τον περασμένο Μάρτιο, ενώ η ανεργία των νέων… έπεσε στο 45,5% από 45,7% τον Μάρτιο του 2017.
Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως και ενθαρρυντικά, αν κανείς σκεφθεί ότι πριν από λίγα χρόνια η ανεργία κάλπαζε κοντά στο 27% και ότι η ανεργία των νέων άγγιζε το 60%.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και λέει ότι η μείωση της ανεργίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα έχουν μετατραπεί σε… λάστιχο και οι μισθοί αγγίζουν πλέον το όριο του φιλοδωρήματος. Κι όλα αυτά, με τους δανειστές να ερίζουν για νέες, ακόμα πιο δραματικές απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Πρώτα η… ευελιξία
Τις σημαντικές διαπιστώσεις για τη μετάλλαξη της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα μάλιστα τις έκανε η ίδια η ΕΤΕ, η οποία στο μηνιαίο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «η αυξημένη κινητικότητα της εργασίας μέσω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης συνεισέφερε σημαντικά στις αυξημένες επιδόσεις της συγκεκριμένης αγοράς (σ.σ.: αγοράς εργασίας).
Οι ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική απασχόληση αλλά και συμβάσεις ορισμένου χρόνου) αποτέλεσαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό της επώδυνης προσαρμογής, με το ήμισυ, περίπου, των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης (ήτοι 68 χιλιάδες θέσεις από σύνολο 150 χιλιάδων)».
Μάλιστα, η ΕΤΕ επισημαίνει ότι «το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε στο 10,4% το 2016 από 7,4% το 2013, και συνεχίζει να υπολείπεται σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 12,2% και 15%, αντίστοιχα. Πολλές επιχειρήσεις, ειδικά σε τομείς που απαιτούν χαμηλή εξειδίκευση, και κυρίως μικρομεσαίες, προσέφυγαν σε ευέλικτες μορφές εργασίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία των εργασιών τους, καθώς και την έντονη εποχικότητα της ζήτησης σε ορισμένους κλάδους».
«Ψαλίδισμα»
Από την άλλη πλευρά, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους φαίνεται ότι έπαιξε κι αυτή τοΝ ρόλο της στη μείωση της ανεργίας. Στην έκθεση της ΕΤΕ υπογραμμίζεται ότι «η προσαρμογή του εργασιακού κόστους διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη φάση σταθεροποίησης, συνεισφέροντας στην επιβράδυνση της μείωσης της απασχόλησης και του υψηλού ρυθμού κλεισίματος επιχειρήσεων, που χαρακτήρισε τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Συγκεκριμένα, η προσαρμογή του εργασιακού κόστους επιταχύνθηκε από τα τέλη του 2012, μέσω της πίεσης από την αυξανόμενη ανεργία και σχετικών νομοθετικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας. Η σωρευτική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 12,6%, σε απόλυτες τιμές, και κατά 17,7%, συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους, την περίοδο 2012-2016, αντέστρεψε πλήρως την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους κατά την προηγούμενη δεκαετία». Προσθέτει, δε, ότι «σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της ΕΤΕ, η προσαρμογή στο εργασιακό κόστος συνεισέφερε στην αύξηση της απασχόλησης κατά 57 χιλιάδες θέσεις την τελευταία τριετία».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε ο ΕΦΚΑ, στο σύνολο των επιχειρήσεων, σε ασφαλισμένους με πλήρη απασχόληση το μέσο ημερομίσθιο ανέρχεται σε 50,97 ευρώ και ο μέσος μισθός σε 1.167,33 ενώ, αντίστοιχα, στη μερική απασχόληση το μέσο ημερομίσθιο διαμορφώνεται στα 23,59 ευρώ και ο μέσος μηνιαίος μισθός στα 388,56. Ο οργανισμός σημειώνει ότι στα οικοδομοτεχνικά έργα το μέσο ημερομίσθιο είναι 40,12 ευρώ και ο μέσος μισθός διαμορφώνεται στα 557,27 ευρώ.
Τα δύο σενάρια
Η ΕΤΕ στην έκθεσή της εκτιμά, με βάση τα εμπειρικά στοιχεία, ότι στο βασικό σενάριο που οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5% ετησίως την περίοδο 2017-2019 – συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 2% ετησίως την ίδια περίοδο – θα δημιουργηθούν 230 χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, στο οποίο ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων περιορίζεται στο 3% και συμβαδίζει με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 1%, ετησίως, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι κατά 70 χιλιάδες θέσεις χαμηλότερη στην τριετία 2017-2019, με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει υψηλότερο του 20% το 2019.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η τάση για ελαστικοποίηση της εργασίας δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αντιθέτως, τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (τα οποία αφορούν στην περίοδο από 2004 ως 2014 και αναμένεται να ανανεωθούν φέτος το φθινόπωρο) δείχνουν ότι το ποσοστό των εργαζομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ηλικιακή ομάδα των 15 - 64 ετών, που αναφέρει ότι η κύρια απασχόλησή του ήταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης, αυξήθηκε σταθερά από 16,7% το 2004 σε 19,6% το 2014.
Το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με βάση την ανάλυση των δεδομένων από το "topontiki" με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014 παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες (49,6%), και ακολουθούσαν η Αυστρία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Σουηδία, το Βέλγιο και η Ιρλανδία. Η μερική απασχόληση αντιπροσώπευε στην κάθε περίπτωση ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα τέταρτο των απασχολουμένων. Αντίθετα, η μερική απασχόληση ήταν σχετικά σπάνια στη Βουλγαρία (2,5% των απασχολουμένων) καθώς και στη Σλοβακία, την Κροατία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Ουγγαρία (από 5,1% έως 5,5%).
Παράλληλα, με βάση τα στοιχεία του 2014, το ποσοστό των απασχολουμένων στην Ε.Ε. με σύμβαση ορισμένου χρόνου (απασχόληση ορισμένου χρόνου) ήταν 14,0%. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις (28,3%) εργαζομένους είχαν σύμβαση ορισμένου χρόνου στην Πολωνία, ενώ η αναλογία αυτή ήταν πάνω από ένας στους πέντε στην Ισπανία (24,0%), στην Πορτογαλία (21,4%) και στις Κάτω Χώρες (21,1%).