Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρέπει να διαγράψει χρέος της Ελλάδας και να μην ζητά νέα ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, αναφέρει σε άρθρο του στο Bloomberg o Kyle Bass, επικεφαλής επενδύσεων της Hayman Capital Management. «Το ΔΝΤ πρέπει να σταματήσει να βασανίζει την Ελλάδα», είναι ο τίτλος του άρθρου του Bass, η εταιρεία του οποίου έχει επενδύσει σε μετοχές ελληνικών τραπεζών.
Ο Bass σημειώνει ότι οι Έλληνες πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί στην αποδοχή προσφορών - ιδιαίτερα από το ΔΝΤ, «το οποίο βασανίζει τώρα τη χώρα σε μία άστοχη προσπάθεια να πάρει πίσω τα χρήματά του». Οι Έλληνες αξιωματούχοι, αναφέρει, εργάσθηκαν σκληρά για να στηρίξουν την οικονομία τους. Από το 2010 έως το 2016, πέτυχαν το σχεδόν αδύνατο έργο της μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού κατά περίπου 18% του ΑΕΠ και να το μετατρέψουν σε πλεόνασμα.
Μετά από μία βίαιη συρρίκνωση κατά σχεδόν 30%, η ελληνικη οικονομία παρουσιάζει σήμερα θετικές ενδείξεις σε όλους σχεδόν τους τομείς - τη βιομηχανική παραγωγή, τις νέες άδειες κυκλοφορίας αυτοκινήτων, τις κατασκευαστικές άδειες, τις τουριστικές αφίξεις. Και ο τραπεζικός τομέας, σημειώνει ο Bass, έχει κάνει μεγάλα βήματα. Οι τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί δύο φορές, έχουν αυξήσεις τις προβλέψεις τους για τα κόκκινα δάνεια και οι κεφαλαιακοί δείκτες τους είναι τώρα σημαντικά υψηλότεροι από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, παρέχοντας «μαξιλάρι» για τις όποιες μελλοντικές απώλειες.
Ο Bass αναφέρει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα μεγάλο βάρος, που αφορά στα δάνεια σχεδόν 250 δισ. ευρώ που της δάνεισαν το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι εταίροι της «για τη διάσωση της οικονομίας της και κατά πάσα πιθανότητας όλης της Ευρωζώνης». Το χρέος αυτό παραμένει, σημειώνει, παρά το «κούρεμα» το 2012 της αξίας των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που είχαν ιδιώτες επενδυτές και τις απώλειες που υπέστησαν οι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι είδαν τις επενδύσεις τους να εξατμίζονται δύο φορές με τις ανακεφαλαιοποιήσεις.
«Το ΔΝΤ θα μπορούσε να διαγράψει το χρέος του και να ελαφρύνει το βάρος της Ελλάδας. Αυτό θα ωφελούσε την μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία της χώρας και επομένως και της Ευρώπης. Αντίθετα, το Ταμείο ζητά περαιτέρω μέτρα λιτότητας και επιμένει σε «διαρθρωτικές» μεταρρυθμίσεις αμφίβολης αξίας. Εμμένοντας στην οικονομική του ιδεολογία, εξουδετερώνει τις πρώτες ενδείξεις οικονομικής ανάπτυξης και καταστέλλει κάθε ελπίδα πραγματικής ευημερίας», σημειώνει ο αρθρογράφος.
Το ΔΝΤ, προσθέτει, εμφανίσθηκε ως σωτήρας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής κρίσης, «αλλά τώρα μοιάζει περισσότερο με άσπονδο φίλο». Γνώριζε, συνεχίζει, ότι τα δάνεια του δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν ποτέ. «Το έχω ακούσει απευθείας από αξιωματούχους που μετείχαν στη διαδικασία», τονίζει.
Η Ελλάδα χρειάζεται να ανακτήσει επειγόντως την επενδυτική και καταναλωτική εμπιστοσύνη σήμερα, αναφέρει ο Bass. Για να συμβεί αυτό, οι επίσημοι δανειστές της χώρας πρέπει να διαγράψουν μερικά το χρέος τους ή να το μετατρέψουν σε μετοχές, αποδίδοντας αυτό στο κόστος της διατήρησης της συνοχής της Ευρωζώνης. Στο σημείο αυτό σημειώνει ότι «η στάση του ΔΝΤ είναι παράλογη. Υποκινείται από το ίδιο του συμφέρον παρά από το τι θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα. Το Ταμείο προσπάθησε ταυτόχρονα να μπλοκάρει την επάνοδο της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές και επιχείρησε να υπονομεύσει τη νέα τραπεζική ένωση της Ευρώπης, απαιτώντας και άλλη ανακεφαλαιοποίηση».
Ο Bass τονίζει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν χρειάζεται άλλη ανακεφαλαιοποίηση. «Οι ρυθμίσεις των δανείων γίνονται με τον καλύτερο τρόπο από τα πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν σχέση με τους δανειολήπτες και μπορούν να βρουν λύσεις, χωρίς να δημιουργούν αχρείαστη αποδιάρθρωση. Αυτό είναι ακριβώς ο τρόπος που οι ΗΠΑ προχώρησαν στην αναδιάρθρωση των προβληματικών στεγαστικών δανείων με το Home Affordable Refinance Program, το οποίο έθεσε τη βάση για την ανάκαμψη της οικονομίας και της στεγαστικής αγοράς. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο για την Ελλάδα», αναφέρει.
Η Ελλάδα, λέει ο Bass, έκανε αυτό που της αναλογούσε, προωθώντας νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που δίνουν στις τράπεζες νέα μέσα για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων. «Το ΔΝΤ, όμως, άρχισε να υπονομεύει τη νέα νομοθεσία πριν καν ισχύσει, υποστηρίζοντας ότι δεν θα είχε αποτελέσματα. Αυτό είναι αντιπαραγωγικό, επειδή αποθαρρύνει τους δανειζόμενους και τους δανειστές να συνεργασθούν για να βρουν λύσεις που θα κάνουν διαχειρίσιμο το βάρος του χρέους και θα επιτρέψουν τελικά την επάνοδο των επιχειρήσεων στην ανάπτυξη. Η επίθεση στην Ελλάδα, την ώρα που αυτή προσπαθεί να κάνει πρόοδο, δεν αποτελεί υπεύθυνη συμπεριφορά», τονίζει ο Bass.
Εν τω μεταξύ, προσθέτει ο αρθρογράφος, είναι εύκολο να δει κανείς τις αρνητικές συνέπειες από το «σχέδιο» του ΔΝΤ: περαιτέρω διάβρωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα και υπονόμευση της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής για τις τράπεζες. «Οι ιδιώτες επενδυτές έχουν υποφέρει. Οι Έλληνες πολίτες έχουν υποφέρει υπερβολικά. Τώρα το ΔΝΤ πρέπει να κάνει αυτό που του αναλογεί, διαγράφοντας ελληνικό χρέος, σταματώντας τις απαιτήσεις για μία νέα ανακεφαλαιοποίηση και αφήνοντας τους Ευρωπαίους ηγέτες να αναλάβουν την ευθύνη», καταλήγει το άρθρο.