Σε υποχρεωτική διαμεσολάβηση θα οδηγούνται πλέον εργατικές διαφορές, υποθέσεις σχετικές με δανειακές συμβάσεις, διαφορές που σχετίζονται με τη χρήση πιστωτικών καρτών, αλλά και οικογενειακές διαφορές. Το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη «Μεταρρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης » έρχεται να επιβαρύνει με δυσβάστακτα κόστη χιλιάδες πολίτες και επιχειρήσεις, όχι μόνον διότι καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση για μια σειρά από ιδιωτικές διαφορές, αλλά διότι επιβάλει και πρόστιμα 5.000 ευρώ ή και μεγαλύτερα, σε όσους διάδικους δεν προσέλθουν στη διαδικασία.
Η διαβούλευση του νομοσχεδίου που ολοκληρώθηκε, έδειξε κατά το "CNN Greece" πως ο νομικός κόσμος είναι διχασμένος για τις αλλαγές που επιφέρει η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης στο Ν. 3898/2010, με τον οποίο εφαρμόστηκε την τελευταία οκταετία στην Ελλάδα η κοινοτική Οδηγία 2008/52/ΕΚ για τη διαμεσολάβηση. Στο θέμα παρενέβη ακόμη και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με ανακοίνωσή της, ζητώντας να δοθεί παράταση τουλάχιστον μέχρι τις 27 Ιανουαρίου στη διαβούλευση.
Τι αλλάζει στη διαμεσολάβηση
Η διαμεσολάβηση είναι ένας τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, ο οποίος διαρκώς κερδίζει έδαφος διεθνώς, καθώς διευθετεί σε σύντομο χρόνο ιδιωτικές διαφορές. Το θετικό της διαδικασίας είναι πως συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν εύκολα με εξωδικαστικό τρόπο.
Έως σήμερα, σύμφωνα με το νόμο 3898/2010, με διαμεσολάβηση επιλύονται διαφορές ιδιωτικού δικαίου για τις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η πλειοψηφία των διαφορών των ιδιωτών (π.χ. περιουσιακές, εμπορικές, μισθωτικές, κληρονομικές, μέρος των οικογενειακών διαφορών κλπ.). Δεν συμπεριλαμβάνονται οι διαφορές δημοσίου δικαίου (π.χ. φορολογικές διαφορές ) ή διαφορές ιδιωτικού δικαίου που απαιτούν την έκδοση δικαστικής απόφασης (π.χ. διαζύγιο).
Με το ν. 3898/2010 τα μέρη προσέρχονται στη διαδικασία διαμεσολάβησης εκουσίως – με τη δική τους θέληση- συνοδευόμενα από τους δικηγόρους τους και με τη βοήθεια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου διαμεσολαβητή (που οι διάδικοι επιλέγουν), διαπραγματεύονται την επίλυση της διαφοράς τους με συμφωνία, η οποία αποτυπώνεται στο πρακτικό της διαμεσολάβησης. Όλη αυτή η διαδικασία αλλάζει πλέον σημαντικά.
Το νομοσχέδιο «Κοντονή» για τη διαμεσολάβηση καθιστά υποχρεωτική την υπαγωγή ορισμένων ιδιωτικών διαφορών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης καθώς και την υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για αυτές. Όπως σημειώνεται, εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία των μερών, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στα 100 ευρώ για τις υπηρεσίες μιας ώρας και η ελάχιστη αμοιβή που δύναται να λάβει είναι τα 250 ευρώ. Αυτό το κόστος είναι ανεξάρτητο από τις αμοιβές των δικηγόρων των δύο μερών.
Όπως αναφέρει το νομοσχέδιο, πριν από κάθε προσφυγή στο δικαστήριο και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, θα υπάγονται υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης οι εξής διαφορές:
- Οι διαφορές από δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια.
- Οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις.
- Οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών.
- Οι διαφορές από αμοιβές και οι εργατικές διαφορές.
- Οικογενειακές διαφορές, εξαιρουμένων των διαζυγίων.
- Οι διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο (εκτός αν επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη).
- Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων σε πολυκατοικίες.
- Οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών σε βάρος ιατρών.
- Οι διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων ή βιομηχανικών.
- Οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου.
Ωστόσο, οι ίδιοι οι δικηγόροι αναγνωρίζουν πως η έγγραφη ενημέρωση από δικηγόρο για τη διαμεσολάβηση συνιστά επιβάρυνση για όσους αντιμετωπίζουν οικονομική δυσκολία, ενώ είναι και άσκοπη ειδικά στις περιπτώσεις που η διαμεσολάβηση ορίζεται υποχρεωτική.
Πολλοί νομικοί θεωρούν πως η μετατροπή της διαμεσολάβησης σε υποχρεωτική στις εργατικές διαφορές, στις διαφορές από αυτοκίνητα και στις οικογενειακές διαφορές είναι εσφαλμένη, διότι στις δύο πρώτες ο διαμεσολαβητής δεν παρέχει τα εχέγγυα αμεροληψίας του τακτικού δικαστή, ενώ στις οικογενειακές διαφορές το κύρος του δικαστή δεν αντικαθίσταται από εκείνο του διαμεσολαβητή, ώστε να τύχει αποδοχής ή ανοχής η όποια δυσάρεστη απόφαση.
Αυστηρά πρόστιμα
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο «Κοντονή» στην περίπτωση που το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής συντάσσει σχετικό πρακτικό και το άλλο μέρος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.
Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς επιβάλλεται στο διάδικο μέρος το οποίο δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε νομότυπα προς τούτο, χρηματική ποινή ποσού 1.000 έως 5.000 ευρώ, αλλά και επιπλέον δε χρηματική ποινή ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση ήττας του και ποσοστού 0,1% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση εν μέρει ήττας.
«Οι παραπάνω χρηματικές ποινές περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο και συνιστούν δημόσια έσοδα», αναφέρει η σχετική διάταξη που έχει προκαλέσει την αντίδραση των δικηγόρων.
Σύμφωνα με την διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια Ελισάβετ Τσέλιου η χρηματική ποινή που προβλέπει το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης έχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και «προσβάλλει» ευθέως την διαμεσολάβηση, ως διαδικασία, στην οποία η συμμετοχή των μερών πρέπει να στηρίζεται στην συνειδητοποιημένη, εκ μέρους τους, ανάληψη της ευθύνης επίλυσης της διαφοράς τους, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή.
«Και μόνον η λέξη «ποινή», η οποία συνδέεται κυρίως με το ποινικό δίκαιο και εν πολλοίς έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλοιώνει τον χαρακτήρα της διαμεσολάβησης και την καθιστά «φόβητρο»», ανέφερε η κ. Τσέλιου.