Δάνεια οι οφειλέτες των οποίων έχουν κάνει αίτηση ένταξης στον νόμο Κατσέλη περιλαμβάνονται πλέον στα πακέτα που βγάζουν προς πώληση οι τράπεζες. Σε χαρτοφυλάκιο ύψους 2,5 δισ. ευρώ που έχει βγάλει προς πώληση τράπεζα, το 35% είναι οφειλές δανειοληπτών που έχουν κάνει αίτηση ένταξης στον νόμο.
Το 2018 σηματοδοτεί την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς των πωλήσεων κόκκινων δανείων, καθώς αίρεται και η τελευταία απαγόρευση για τη μεταβίβαση δανείων που συνδέονται με την πρώτη κατοικία.
Μαζί με την αγορά των πωλήσεων απελευθερώνεται ουσιαστικά και η αγορά της διαχείρισης των κόκκινων δανείων, αφού οι νέοι εντολοδόχοι των εταιρειών διαχείρισης δεν θα είναι πλέον οι τράπεζες, αλλά στην περίπτωση που το χαρτοφυλάκιο έχει μεταβιβαστεί, την κυριότητα θα έχει το fund.
Η απόκτηση ενός χαρτοφυλακίου ανακηρύσσει ουσιαστικά τους νέους αγοραστές στον ρόλο που είχε μέχρι σήμερα η τράπεζα με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της.
Σύμφωνα με την "Καθημερινή" μεταξύ των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους είναι η πρόσβαση σε όλα τα οικονομικά και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, οι ρυθμίσεις και τα «κουρέματα» και, επιπλέον, όλο το οπλοστάσιο των δικαστικών ενεργειών – από κατασχέσεις εις χείρας τρίτων έως και πλειστηριασμούς.
Η πώληση κόκκινων δανείων αναδεικνύει σε βασικό συνομιλητή των οφειλετών, των οποίων τα δάνεια μεταβιβάζονται, τις εταιρείες διαχείρισης που θα αναλάβουν να τα διαχειριστούν. Με την κυριότητα του δανείου, τα funds αποκτούν ουσιαστικά όλα τα δικαιώματα του δανειστή και μετά την κατάργηση στα τέλη του 2017 της απαγόρευσης για την πώληση και στεγαστικών δανείων ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για πρώτη κατοικία ή όχι, ο ρόλος τους δεν εξαντλείται στην απόκτηση οφειλών από παλιά καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες, που δεν φέρουν εξασφαλίσεις και είναι ξεχασμένα από το παρελθόν. Αντίθετα, επεκτείνεται και σε δάνεια που φέρουν προσημείωση, όπως τα στεγαστικά, ακόμη και αν ο οφειλέτης έχει κάνει αίτηση ένταξης στον νόμο Κατσέλη.
Οι εταιρείες διαχείρισης δεν λειτουργούν στη βάση της απρόσωπης προσέγγισης που ακολουθούσαν μέχρι σήμερα οι εισπρακτικές εταιρείες. Η δραστηριότητά τους δεν εξαντλείται στην ύπαρξη ενός τηλεφωνικού κέντρου, όπως συνήθως λειτουργούσαν οι εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να προτείνουν στον οφειλέτη τις λύσεις και ρυθμίσεις που επέβαλλε η τράπεζα. Οι εταιρείες διαχείρισης έχουν γραφεία και προσωπικό που δεν λειτουργεί στην ανωνυμία και δυνατότητες που τους επιτρέπουν να διαφοροποιήσουν την πρόταση ρύθμισης που θα κάνουν σε κάθε οφειλέτη ξεχωριστά, υλοποιώντας ουσιαστικά τη στρατηγική του fund που έχει αγοράσει το δάνειο. Με βάση αυτή τη στρατηγική έχουν και τη δυνατότητα να προτείνουν στον οφειλέτη λύση τύπου «αποπληρωμή της οφειλής μια και έξω» ή, αντίθετα, μια λύση πιο μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα, δηλαδή με σταδιακή αποπληρωμή μέρους της αρχικής σε δύο, τρία, πέντε ή ακόμη και δέκα. Οι δυνατότητες για «κούρεμα» είναι αυξημένες και είναι συνάρτηση της τιμής στην οποία έχουν αγοράσει το χαρτοφυλάκιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είναι οριζόντιες όπως έκαναν μέχρι σήμερα οι τράπεζες. Η εντύπωση που υπάρχει ότι τα funds θα «κουρέψουν» αδιακρίτως τις οφειλές όλων όσοι χρωστούν αποτελεί περισσότερο μια απλούστευση παρά μια ρεαλιστική προσέγγιση. Αντιθέτως, κάθε λύση είναι συνάρτηση και της στάσης του οφειλέτη.
Η εταιρεία διαχείρισης υποχρεούται να διαθέτει γραφεία, στα οποία θα υποδέχεται τους πελάτες της. Μπορεί επίσης να διαθέσει υπάλληλο που θα επισκεφτεί τον οφειλέτη από τον δικό του χώρο, προκειμένου να ζητήσουν το πρόβλημά του. Αν ωστόσο ο οφειλέτης δεν δείξει διάθεση συνεργασίας, τα πράγματα αλλάζουν και στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πρόκειται για στρατηγικό κακοπληρωτή, μπορεί να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα προκειμένου να ανακτήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα της οφειλής. Από τη δεξαμενή των στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι είναι οι πρώτοι που θα βρεθούν στο στόχαστρο των πιέσεων, θα αντληθεί άλλωστε ένα σημαντικό μέρος των εσόδων, που θα αντισταθμίσει τις μηδενικές ανακτήσεις από το υπόλοιπο των χαρτοφυλακίων, εκείνων δηλαδή που πραγματικά αδυνατούν να πληρώσουν έστω και ένα μικρό ποσό. Το εύρος του «κουρέματος» που μπορεί να εφαρμόσει –εκτός από την τιμή αγοράς– συνδέεται άρρηκτα με τη φυσιογνωμία του κάθε επενδυτικού σχήματος και του κατά πόσον λειτουργεί ως βραχυπρόθεσμος (distressed) ή πιο μακροπρόθεσμος επενδυτής. Πολλά από τα funds που ενδιαφέρονται για την ελληνική αγορά, διαθέτουν και ειδική μονάδα διαχείρισης κόκκινων δανείων, στοιχείο που τους κατατάσσει σε πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές, δηλαδή σε εταιρείες που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στη χώρα μας για πιο μακρύ ορίζοντα.
Μεγαλύτερη ευελιξία
Βασική διαφορά των εταιρειών διαχείρισης είναι ότι δεν αντιμετωπίζουν το άγχος των στρες τεστ ή της αξιολόγησης των στοιχείων ενεργητικού που ταλαιπωρούν τις τράπεζες και τις υποχρεώνουν να αναζητούν άμεσες λύσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν με τους εποπτικούς κανόνες. Πολύ περισσότερο, δεν έχουν τη δυσκαμψία των οριζόντιων λύσεων, δηλαδή των ρυθμίσεων που εφαρμόζει όλο το τραπεζικό δίκτυο για όλο το χαρτοφυλάκιο. Μια εταιρεία διαχείρισης δεν θα καλέσει ποτέ τον οφειλέτη για να τον ενημερώσει ότι η τράπεζα έβγαλε μια νέα ρύθμιση. Αντιθέτως, θα προτείνει εξατομικευμένες λύσεις για κάθε οφειλέτη με βάση την οικονομική του δυνατότητα, την περιουσιακή του κατάσταση, τηρώντας τις αρχές, όπως οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης, βάσει των οποίων προσδιορίζεται και η ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη.
«Πακέτα» 5,5 δισ. έως τον Φεβρουάριο
Στα 5,5 δισ. ευρώ ανέρχεται το ύψος των δανείων που θα πωληθούν έως τον Φεβρουάριο από τις Τράπεζες Alpha και Πειραιώς, ενώ στα τέλη του τρίτου τριμήνου τοποθετείται η πώληση ενός ακόμη μεγάλου χαρτοφυλακίου από την Εθνική Τράπεζα, συνολικού ύψους περί τα 2,5 δισ. ευρώ. Μετά την πρόσφατη αναθεώρηση των στόχων για τη μείωση των κόκκινων δανείων έως τα τέλη του 2019, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν δεσμευθεί ότι θα πουλήσουν συνολικά χαρτοφυλάκια ύψους 11,5 δισ. ευρώ.
Με τις προγραμματισμένες πωλήσεις δανείων ανοίγει οριστικά και η αγορά της διαχείρισης, καθώς οι δέκα εταιρείες που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, θα αναλάβουν ενεργό ρόλο εισάγοντας τις νέες πρακτικές διαχείρισης, που θα υπαγορεύονται πλέον από τα επενδυτικά funds που έχουν αγοράσει τα εν λόγω δάνεια. Οι εταιρείες που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί είναι η B2Kapital, η Cepal (σύμπραξη της Alpha Bank και της Centerbridge), η DVO1 Asset Managent, η FPS (θυγατρική της Eurobank), η ΘΕΑ Αρτεμις (θυγατρική της Τράπεζας Αττικής και της Algridge), η Independent Portfolio Asset Management (θυγατρική της Alvarez & Marshal που εξειδικεύεται στη διαχείριση προβληματικών δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων), η Pillarstone (σύμπραξη του KKR, της Alpha και της Eurobank, που επίσης δραστηριοποιείται στον τομέα των επιχειρήσεων), η QQuant, η Resolute Asset Management και η UCI.
Τον χορό των πωλήσεων είχε ανοίξει το 2017 η Eurobank, μεταβιβάζοντας χαρτοφυλάκιο ύψους 1,5 δισ. ευρώ στην εταιρεία Intrum, καθώς και η Τράπεζα Αττικής προχωρώντας στην πώληση χαρτοφυλακίου 1,3 δισ. ευρώ στην εταιρεία Aldridge. Για το 2018 τον γύρο των πωλήσεων ανοίγει πρώτη η Alpha Bank, μεταβιβάζοντας χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 2,5 δισ. ευρώ (με την επωνυμία «Venus»). Οι μη δεσμευτικές προσφορές υποβλήθηκαν λίγο πριν από την εκπνοή του 2017 και οι δεσμευτικές προσφορές αναμένονται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και σύμφωνα με πληροφορίες στη δεύτερη φάση έχουν περάσει τρία επενδυτικά funds.
Τη σκυτάλη στις πωλήσεις κόκκινων δανείων παίρνει εντός του Ιανουαρίου και η Τράπεζα Πειραιώς, δρομολογώντας τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 1,5 δισ, ευρώ με την επωνυμία «Arctos». Θα ακολουθήσει η πώληση επίσης από την Τράπεζα Πειραιώς του πακέτου δανείων με εξασφαλίσεις υπό την ονομασία «Ameba», που περιλαμβάνει δάνεια περίπου 110 μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Στα 3 ευρώ δάνειο των 100 ευρώ
Οι τιμές που προσφέρονται από τα funds κυμαίνονται σήμερα μεταξύ 1,5% έως και 3% της ονομαστικής αξίας του δανείου. Ετσι ένα δάνειο ονομαστικής αξίας, δηλαδή αρχικού κεφαλαίου, 100 ευρώ πωλείται μόλις στο 1,5 ή στα 3 ευρώ.
Η τιμή είναι συνάρτηση της ποιότητας του πωλούμενου χαρτοφυλακίου, δηλαδή του κατά πόσον έχει εξασφαλίσεις, και του χρόνου που το δάνειο βρίσκεται σε καθυστέρηση. Είναι έτσι σαφές ότι καθώς προς πώληση θα βγουν και δάνεια που θα έχουν και εξασφαλίσεις, π.χ. μικρά επιχειρηματικά, οι τιμές θα αυξηθούν προσεγγίζοντας το 15% - 20%.
Σε αυτήν τη φάση τα προς πώληση χαρτοφυλάκια περιλαμβάνουν δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, που βρίσκονται σε καθυστέρηση για τουλάχιστον μία δεκαετία ή ακόμη περισσότερο, στοιχείο που ερμηνεύει και τις χαμηλές τιμές που προσφέρει η αγορά. Για τον ίδιο λόγο το οριζόντιο «κούρεμα» που προτείνουν οι τράπεζες προς τους εν λόγω οφειλέτες είναι υψηλό και όπως προκύπτει από τις επιστολές που έχουν στείλει προς τους εν λόγω δανειολήπτες, ξεκινάει από 70% και φθάνει έως και το 95%. Να σημειωθεί ότι σε ανάλογα επίπεδα και συγκεκριμένα στο 3% είχε διαμορφωθεί η τιμή που είχε πετύχει η Eurobank κατά την πώληση του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων ονομαστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ και συνολικής αξίας μαζί με τους τόκους 2,5 δισ. ευρώ στην Intrum, αποκομίζοντας από τη συναλλαγή έσοδα 45 εκατ. ευρώ.
Το «κούρεμα» έως και 95% που προτάθηκε από τη Eurobank λίγο πριν από την πώληση του χαρτοφυλακίου όσο και αυτό που προτείνει η Alpha Bank, δεν σημαίνει ότι θα αποτελέσει και την πολιτική που θα εφαρμόσουν για τα συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια οι εταιρείες διαχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο χαμηλός βαθμός ανταπόκρισης των δανειοληπτών στην πρόταση που απηύθυνε η τράπεζα, επηρεάζει την τιμή που διαμορφώνεται από τα funds, που αξιολογούν ότι τα έσοδα που μπορούν να ανακτηθούν από το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο είναι χαμηλά και δεν θα ξεπεράσουν το 5%, περίπου.
Σε αντίθεση με την τράπεζα, η εταιρεία διαχείρισης μπορεί να εφαρμόσει πολιτική σταδιακής ανάκτησης, δηλαδή ρύθμισης της οφειλής, αφού προηγουμένως έχει «κουρέψει» ένα σημαντικό ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου. Η συνήθης πρακτική είναι η όποια ρύθμιση να εφαρμόζεται στο αρχικό κεφάλαιο, αφαιρώντας δηλαδή το σύνολο των τόκων και των επιβαρύνσεων. Ανάλογα με το κατά πόσον η στρατηγική του fund είναι βραχυπρόθεσμη ή πιο μεσομακροπρόθεσμη, το προτεινόμενο «κούρεμα» μπορεί να είναι χαμηλότερο από αυτό που προσφέρθηκε να κάνει η τράπεζα, αλλά οι όροι ρύθμισης να είναι ευνοϊκότεροι, δηλαδή να επιτρέπουν τη σταδιακή αποπληρωμή.