Προς ψήφιση οδεύει σήμερα η διάταξη σχετικά με το ποσοστό απαρτίας που απαιτείται για συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας στα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία, η οποία περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης.
Με την προτεινόμενη διάταξη, ορίζεται ειδική απαρτία κατά τις γενικές συνελεύσεις πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου να λάβει χώρα η συζήτηση και να ληφθεί απόφαση για την κήρυξη απεργίας.
Συγκεκριμένα, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ωστόσο, η αλλαγή που επιφέρει η εν λόγω ρύθμιση, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις συνδικαλιστικών φορέων, οι οποίοι προχώρησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ο γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η κυβέρνηση είναι απόλυτα συνεπής ως προς τις δεσμεύσεις της απέναντι στο τρίτο μνημόνιο και τις επικαιροποιήσεις του. Όπως αναφέρει, με την εν λόγω διάταξη, περιορίζεται το δικαίωμα της απεργίας στα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία.
Ασκώντας δριμεία κριτική τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην αντιπολίτευση, ο κ. Καραγεωργόπουλος επισημαίνει ότι τόσο η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να σταθεί στη λογική και την πραγματικότητα.
«Διαγκωνίζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση για το ποια θα φέρει τη χειρότερη διάταξη. Προάγεται, λοιπόν, ένα νέο μοντέλο επιχείρησης με δυσμενείς όρους εργασίας και χωρίς απεργιακές αντιδράσεις» σχολιάζει ο κ. Καραγεωργόπουλος, αναφέροντας ότι πρόκειται για μία νομοθετική παρέμβαση η οποία συμβάλλει όχι μόνο στην έμπρακτη υπονόμευση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, αλλά καταδεικνύει, ταυτόχρονα, την πολιτική δυσπιστία στη δημοκρατική αρχή που διέπει τη λειτουργία των συνδικάτων.
«Και να δούμε τι σημαίνει η υπόσχεση της κυβέρνησης ότι θα επανέλθει η συλλογική προστασία των εργαζομένων, μετά τον Αύγουστο του 2018» διερωτάται ο κ. Καραγεωργόπουλος, τονίζοντας ότι, ακόμα και να επανέλθει η συλλογική προστασία των εργαζομένων, μετά τον Αύγουστο του 2018, αυτή θα επανέλθει σε καμένη γη, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση των επενδύσεων.
«Που σημαίνει φθηνοί εργαζόμενοι, χωρίς ωράριο εργασίας, με αποδυναμωμένη τη συλλογική τους προστασία και με αποδυναμωμένο το βασικό μέσο που είχαν, μέχρι πρότινος, δηλαδή, την απεργία. Μας κατάργησαν το 2012 το θεσμό των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, τώρα αφαιρούν και το τελευταίο εργαλείο που έχουν τα συνδικάτα στα χέρια τους, προκειμένου να αντιδρούν απέναντι σε δυσμενή μέτρα» σημειώνει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
Ο Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ) Παναγιώτης Κυριακούλιας, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, υποστηρίζει ότι, με τη διάταξη της κυβέρνησης για τις απεργίες, στην ουσία, δυσκολεύεται η κήρυξη της απεργίας σε πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία, αφορά, δηλαδή, σωματεία που είναι σε τοπικό επίπεδο.
Όπως σημειώνει, ο νόμος 1264/1982 και τα καταστατικά των σωματείων προέβλεπαν ότι, για να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση, κατά τις γενικές συνέλευσεις, χρειαζόταν η παρουσία τουλάχιστον του 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Αν δεν υπήρχε απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση, γινόταν νέα συνέλευση, στην οποία ήταν απαραίτηση η παρουσία τουλάχιστον του 1/4 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Εάν δεν υπήρχε απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση, γινόταν τρίτη, κατά την οποία ήταν αρκετή η παρουσία του 1/5 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών.
«Μέσα από τη διαδικασία γενικής συνέλευσης και με τα ποσοστά που έθετε ο νόμος για την απεργία, είναι φανερό ότι ήταν πιο εύκολο για ένα πρωτοβάθμιο σωματείο με λίγα παρόντα μέλη να λάβει απόφαση για απεργία. Στην ουσία, με αυτήν τη διάταξη, η κυβέρνηση παρεμβαίνει και ζητά αυξημένη συμμετοχή των εργαζομένων σε μία επιχείρηση μέσα στη ΓΣ, για να παρθεί απόφαση για απεργία» επισημαίνει ο ίδιος.
Ο κ. Κυριακούλιας αναφέρει ότι, σύμφωνα με την κυβέρνηση, «η εν λόγω διάταξη για την κήρυξη απεργίας δεν επηρεάζει τα πανελλαδικά σωματεία, όπως, για παράδειγμα, το πανελλαδικό σωματείο εργαζομένων σε μία αλυσίδα σούπερ μάρκετ ούτε τις Ομοσπονδίες, οι οποίες με το διοικητικό τους συμβούλιο μπορούν να προκηρύξουν απεργία ούτε τη ΓΣΕΕ».
«Όμως, η ουσία είναι ότι, με αυτήν τη διάταξη, αρχίζει να ξηλώνεται το πουλόβερ της διαδικασίας κήρυξης των απεργιών» εκτιμά ο κ. Κυριακούλιας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι θα ακολουθήσουν και άλλες διατάξεις οι οποίες θα θέσουν υψηλά ποσοστά συμμετοχής σε σωματεία ή σε Ομοσπονδίες, για να λάβουν απόφαση για απεργία. «Είναι το πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση. Γι’ αυτό, τα συνδικάτα αντιδρούν, γιατί, παρόλο που η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι δεν θα ξαναπαρέμβει στο ν. 1264/1982 και στο απεργιακό δίκαιο, αυτό είναι το πρώτο βήμα, για να αρχίσει να ξηλώνεται αυτό το δικαίωμα».
Παράλληλα, ο κ. Κυριακούλιας εκτίμησε ότι μπορεί να υπάρξουν και άλλες διατάξεις που θα επηρεάζουν και τις Ομοσπονδίες και, ενδεχομένως και τη ΓΣΕΕ, η οποία έχει νομοθετικά το δικαίωμα κήρυξης της απεργίας με καθολικότητα. «Δηλαδή, ένας εργαζόμενος, έστω κι αν δεν είναι μέλος της ΓΣΕΕ, έχει το δικαίωμα να απεργήσει, αν έχει κηρύξει απεργία η ΓΣΕΕ, το τριτοβάθμιο όργανο των εργαζομένων» διευκρινίζει ο ίδιος.
Ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας Γιώργος Μυλωνάς, από την πλευρά του δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι, ουσιαστικά, αυτή είναι η πρώτη μεγάλη παρέμβαση στο συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, που τόσα χρόνια προστατεύει τους εργαζόμενους και είναι το εργαλείο για τα συνδικάτα και τους εργαζόμενους της χώρας. «Με αυτήν τη διάταξη, ξεκινά το ξήλωμα αυτού του νόμου και γίνεται παρέμβαση στην απεργία, η οποία είναι ένα μεγάλο δικαίωμα κατακτήσεων χρόνων, που δόθηκαν με αίμα και αγώνες. Ξεκινάει η πρώτη προσπάθεια ξηλώματος αυτού του μεγάλου και ιερού δικαιώματος» τονίζει ο κ. Μυλωνάς.
Μέσω της δήλωσής του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μυλωνάς ξεκαθαρίζει ότι θα γίνει συστηματική προσπάθεια, με κάθε δύναμη και με κάθε τρόπο, όχι μόνο τώρα, αλλά και στο μέλλον, για να σταματήσει αυτή η προσπάθεια παρέμβασης. «Ο αγώνας θα είναι διαρκής. Τώρα, είναι μόνο το ξεκίνημα. Δεν θεωρούμε ότι σταματάει ή τελειώνει τώρα κάτι. Θέλουμε να παρέχουμε τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να δώσει μία μεγάλη απάντηση, όλους τους επόμενους μήνες, όχι μόνο για το συνδικαλιστικό νόμο και την απεργία, αλλά, κυρίως, για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που πρέπει να επανέλθουν, όπως ήταν, πριν από τις μνημονιακές δεσμεύσεις» υπογραμμίζει ο ίδιος.