Περισσότεροι από 400.000 ιδιοκτήτες ακινήτων με ατομική περιουσία αντικειμενικής αξίας άνω των 200.000 ευρώ κινδυνεύουν με αύξηση του ΕΝΦΙΑ μέσω αλλαγών που δρομολογούνται στον συμπληρωματικό φόρο.
Στο υπουργείο Οικονομικών πέραν των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν για την άμεση ολοκλήρωση (σε λιγότερο από έναν μήνα) των πινάκων με τις νέες τιμές ζώνης, έχουν έναν ακόμη σοβαρό «πονοκέφαλο». Οι όποιες αλλαγές γίνουν δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε μείωση των προβλεπόμενων εσόδων-εισπράξεων του εφετινού ΕΝΦΙΑ που θα υπολογιστεί με τις νέες αντικειμενικές αξίες.
Ο στόχος για βεβαίωση φόρων από ΕΝΦΙΑ περίπου 3,2 δισ. ευρώ και είσπραξης 2,65 δισ. ευρώ πρέπει να επιτευχθεί πάση θυσία, διαφορετικά κινδυνεύει ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Αν συμβεί κάτι τέτοιο τότε η ενεργοποίηση του «κόφτη» καραδοκεί και η μείωση του αφορολογήτου θα έρθει έναν χρόνο νωρίτερα, το 2019 αντί για το 2020.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων με τους δανειστές, όπως αναφέρει το ΒΗΜΑ, η ελληνική πλευρά παρουσίασε στοιχεία και διαφορετικά σενάρια εισπραξιμότητας του ΕΝΦΙΑ ανάλογα των επικείμενων αλλαγών των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.
Αυτό που φαίνεται να προκρίνεται σε πρώτη φάση σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι από τις αλλαγές των αντικειμενικών αξιών δεν πιάνεται ο στόχος των εσόδων, είναι να αλλάξουν οι συντελεστές ΕΝΦΙΑ για τον συμπληρωματικό φόρο ακινήτων.
Με βάση τα ισχύοντα, αν κάποιος διαθέτει συνολική ατομική περιουσία π.χ. 250.000 ευρώ επιβαρύνεται με φορολογικό συντελεστή 0,10%, δηλαδή επιβαρύνεται με 50 ευρώ φόρο συν τον ΕΝΦΙΑ που του αναλογεί βάσει των τετραγωνικών, των συντελεστών και της τιμής ζώνης. Οσο μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία διαθέτει τόσο μεγαλύτερο συμπληρωματικό φόρο καταβάλλει.
Για παράδειγμα: Ατομική περιουσία αξίας 400.000 ευρώ επιβαρύνεται με συμπληρωματικό φόρο 325 ευρώ, ενώ μπορεί να φθάσει ο συγκεκριμένος φόρος τα 1.325 ευρώ αν η περιουσία είναι 800.000 ευρώ. Σε αυτά τα ποσά προστίθεται και ο ΕΝΦΙΑ που αναλογεί.