"Όταν ήσουν τεσσάρων χρονών το κράτος σε ανέλαβε και σε τοποθέτησε σε ανάδοχη οικογένεια. Εκεί για χρόνια, στη μόνη οικογένεια που γνώρισες, κακοποιήσουν συστηματικά. Σωματικά από την «μητέρα», σεξουαλικά από τον «πατέρα». Από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Όταν κάθε άλλο παιδί καθορίζει για τον εαυτό του τη σχέση του με τους γύρω του, την ερμηνεία της αγάπης, της οικογένειας, της ασφάλειας εσύ γνώρισες μόνο τη βία, τη διαστροφή και την αφύσικη εκμετάλλευση.
Τόλμησες τότε να μιλήσεις στη λειτουργό του γραφείου ευημερίας που ήταν υπεύθυνη για σένα, τόλμησες να πεις για την κακοποίηση. Αλλά δεν σε άκουσαν. Δεν σε βοήθησαν. Δεν σε έσωσαν.
Ξανατόλμησες 10 χρόνια πιο μετά να σπάσεις τη σιωπή σου. Βοηθήθηκες από μια ψυχολόγο να μιλήσεις. Κατήγγειλες. Εξανάγκασες τη διαδικασία. Μια διαδικασία που κατά βάθος δεν ήθελε κανένας να προχωρήσει. Εσύ το έκανες.
Στα 20 σου χρόνια, όταν οι συνομηλικοι σου απολάμβαναν την ανεμελιά της νιότης, εσύ στεκόσουν στο εδώλιο του μάρτυρα για να πεις την ιστορία σου. Για τις βραδυνές επισκέψεις του «προστάτη» σου στο κρεββάτι σου, για το πόνο που ένιωθες, για το υγρό που μετά κολλούσε πάνω σου. Τόλμησες να μιλήσεις.
Γιατί; σε ρωτούσαν τόσοι. Γιατί μετά από τόσα χρόνια; Γιατί το έκανες όταν ήξερες ότι θα γύριζες όλη τη μικρή κοινότητα, τη μόνη που εσύ γνώριζες, εναντίον σου. Επειδή ήθελες να προστατεύσεις τα επόμενα παιδιά που θα τοποθετούνταν σε εκείνη την ανάδοχη οικογένεια. Αυτός ήταν και ο μόνος σου σκοπός. Τουλάχιστον αυτό το πέτυχες.
Η δίκη δύσκολη και αμφίβολη. Αντιμετώπιζες κάθε μέρα τις ύβρεις και τις απειλές από την κοινότητα που ερχόταν να υπερασπιστεί τον «ευηπόληπτο πολίτη» τους. Και όμως στάθηκες. Και κέρδισες. Δυστυχώς όμως κέρδισες βάση μιας παλιάς νομοθεσίας που δεν επέτρεπε ποινή πέραν των 2 ετών. Και αυτή του αποδόθηκε. Κέρδισες και στο κείμενο της απόφασης όπου ξεκάθαρα το Δικαστήριο παρέπεμψε και στην αμέλεια των λειτουργών του γραφείου ευημερίας στους οποίους μίλησες και ζήτησες βοήθεια όταν ήσουν ακόμα μωρό. Αλλά δεν την πήρες.
Η απόφαση επικυρώθηκε και από το εφετείο. Ο «προστάτης» έκανε τα 2 του χρόνια φυλακή. Όταν βγήκε, ο «προιστάμενος» του έκρινε ότι αδίκως καταδικάστηκε και έπρεπε να αποκατασταθεί στα καθήκοντα του. Όπως και έγινε.
Και εσύ έμεινες για ακόμα μια φορά μόνη. Δεν είχες οικογένεια. Δεν είχες που να πας εφόσον στο μόνο τόπο που γνώριζες, εκεί που μεγάλωσες δεν μπορούσες να επιστρέψεις. Εκείνος επέστρεψε. «Για το καλό της κοινότητας και κατευνασμό της αντίδρασης» μου είπε ο «προιστάμενος» όταν του ήγειρα το θέμα. Και έτσι απλά, εσύ έμεινες μόνη. Εσύ πλήρωσες το τίμημα και την κακοποίηση για ακόμα μια φορά.
Κάποιοι στάθηκαν δίπλα σου. Πάσχιζαν να σε βοηθήσουν. Η ψυχολόγος σου, δικηγόροι, λίγοι φίλοι, ακόμα και η νυν Υπουργός. Αλλά πάντα ένιωθες μόνη. Δεν κατάφερες να σταθείς ποτέ. Δουλειά δεν μπορούσες να κρατήσεις. Σχέσεις δεν μπορούσες να δημιουργήσεις. Η βοήθεια δυστυχώς ήρθε πολύ αργά.
Κυριευμένη από τους εφιάλτες και την απόρριψη, την μοναξιά και την κακοποίηση η οποία πλέον απλά πήρε μια άλλη μορφή, αυτή του εκφοβισμού και της επιβράβευσης της αδικίας, προσπάθησες να θέσεις τέλος στη ζωή σου. Πάνω από μία φορά. Ευτυχώς λέγαμε τότε, δεν τα κατάφερες.
Επειδή ένιωθες και ήξερες ότι κανένας πραγματικά δεν τιμωρήθηκε. Κανένας από αυτούς που γνώριζαν, αλλά δεν έκαναν τίποτα. όταν έπρεπε. Κανένας δεν ανέλαβε την ευθύνη για το έγκλημα απέναντι σου. Ναι ο ένας θύτης πήγε για πολύ λίγο φυλακή. Και βγήκε με περισσότερη προστασία και βοήθεια από ότι εσύ έλαβες για ολόκληρη σου τη ζωή. Και από όλους τους άλλους κανένας ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Κανένας από τους ένοχους, από αυτούς που είχαν αναλάβει την προστασία σου. Κανένας δεν το μελέτησε καν. Είπαμε, κανένας δεν ήθελε αυτή τη διαδικασία.
Και κανένας ποτέ δεν σου ζήτησε συγνώμη.
Εγώ δεν σε γνώρισα ποτέ. Ήξερα για σένα και κατά καιρούς επικοινωνούσαν διάφοροι μαζί μου για να σε βοηθήσουμε. Έκανα αυτά που έπρεπε. Σε βοηθούσαμε στα άμεσα προβλήματα. Αλλά ποτέ δεν έκανα το κάτι παραπάνω. Ποτέ δεν είδα ή αντιμετώπισα την μεγάλη εικόνα. Ούτε εγώ κυνήγησα όσο έπρεπε τη δικαιοσύνη για σένα. Και για αυτή μου την αμέλεια, ούτε εγώ σου είπα ποτέ συγνώμη.
Ο «προιστάμενος» επέμενε στη συζήτηση μας ότι ο θύτης, αν ήταν ένοχος, είχε ήδη λάβει την επίγεια του τιμωρία. Και τώρα δικαιούτουν την ευκαιρία να σώσει τη ψυχή του. Δεν γνωρίζω αν το κάνει. Γνωρίζω όμως ότι αυτός έχει την ευκαιρία. Ευκαιρία που σε εσένα δεν δόθηκε ποτέ.
Επειδή όλη η δική σου επίγεια παρουσία ήταν τιμωρία. Επειδή τη δική σου ψυχή την σκότωσαν όταν ήσουν τεσσάρων χρονών. Την σκότωσε εκείνος σε κάθε νυκτερινή του επίσκεψη στο κρεββάτι σου. Την σκότωσαν εκείνοι στην κάθε φορά που ζήτησες βοήθεια και δεν στην έδωσαν. Την σκότωσαν στη δίκη όπου η δικαίωση ήρθε μόνο στη δικαστική απόφαση αλλά όχι στην ανάληψη ευθύνης. Μόνο σε λόγια, αλλά λόγια που ποτέ δεν περιλάμβαναν τη λέξη ή σε πράξη το «Συγνώμη».
Η επίγεια σου παρουσία ήταν μια τιμωρία. Δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι τουλάχιστον εκεί που πήγες θα βρεις αυτά που δικαιούσαι. Αυτά που όλοι ως κοινωνία σου στερήσαμε. Δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι την ηρεμία και την αγάπη που δεν βρήκες εδώ ποτέ, θα την βρεις «εκεί». Δεν μπορώ παρά να ελπίζω ότι «εκεί» θα είσαι πάλι τεσσάρων χρονών αλλά κανένας δεν θα έρχεται στο κρεββάτι σου το βράδυ. «Εκεί» θα μπορέσεις επιτέλους να είσαι απλά ένα παιδί.
Έλενα, δεν αναγνώρισα το ποια ήσουν μόλις διάβασα την ανακοίνωση του θανάτου σου. Δεν ήρθα στην κηδεία σου. Δεν ξέρω αν άλλοι ήρθαν αν και θέλω να ελπίζω ότι κάποιοι ήλθαν. Ότι δεν ήσουν και εκεί μόνη. Δεν άκουσα αν υπήρξε επικήδειος. Δεν άκουσα αν κάποιος είπε ότι ήσουν μια παρουσία παράδειγμα θάρρους για όλους μας. Ότι μίλησες και έσωσες τα παιδιά που θα σε ακολουθούσαν σε εκείνη την ανάδοχη οικογένεια.
Δεν άκουσα αν είπαν ότι άντεξες όσα μπορούσες, που ήταν περισσότερα από όσα εμείς θα μπορούσαμε ποτέ να αντέξουμε. Δεν άκουσα αν είπαν ότι εμείς σε αδικήσαμε. Εμείς σε οδηγήσαμε στον τάφο σου.
Επειδή ποτέ δεν σε βγάλαμε από το δρόμο που μπήκες όταν ήσουν τεσσάρων χρονών.
Δεν άκουσα αν σου είπαμε συγνώμη.
Έλενα, σου υπόσχομαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ ξανά το όνομα σου και ποια ήσουν.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το όνομα σου που μου δείχνει ποιοι ακόμα δεν είμαστε εμείς.
Έλενα, σου ζητώ συγνώμη".