Μέσα σε μια εξαετία- από το 2011 έως το 2017 τα νοικοκυριά μείωσαν τον πλούτο τους κατά 32,5 δις ευρώ, καθώς αποταμιεύσεις, περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές, ομόλογα, κατοικίες «εξαϋλώθηκαν» στο διάστημα αυτό προκειμένου να χρηματοδοτήσουν οι Ελληνες τη διαφορά ανάμεσα στην κατανάλωση και στο διαθέσιμο εισόδημά τους.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από ανάλυση της Eurobank είναι ενδεικτικά της μεγάλης πίεσης που δέχονται τα νοικοκυριά.
Εξι χρόνια αρνητική αποταμίευση
Το 2017 αποτέλεσε το 6ο έτος στη σειρά με αρνητική αποταμίευση για τα ελληνικά νοικοκυριά. Δηλαδή για 6ο συνεχή χρόνο το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο από την αντίστοιχη καταναλωτική δαπάνη.
Επιπρόσθετα η αρνητική απόκλιση ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες μεταβλητές διευρύνθηκε το 2017 και διαμορφώθηκε στο ιστορικό υψηλό των -€8,3 δις σε τρέχουσες τιμές ή -6,7% ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος (ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης).
Στα 32,5 δισ. ευρώ οι σωρρευτικές απώλειες πλούτου
Σημειώνεται ότι στην 6ετία 2011-2017 η σωρευτική μείωση του αποθέματος αποταμιευτικών πόρων των νοικοκυριών ανήλθε στα -€32,9 δις.
Αυτό το στοιχείο πρακτικά σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα μείωσαν σωρευτικά τον πλούτο τους κατά -€32,5 δις (π.χ. περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές, ομόλογα, κατοικίες, καταθέσεις κ.α.) ή -€6,6 δις ανά έτος (2011-2017) με σκοπό να χρηματοδοτήσουν την εκάστοτε ετήσια διαφορά ανάμεσα στην κατανάλωση και το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Συμπιεσμένο εισόδημα, αυξημένες δημοσιονομικές υποχρεώσεις
Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, ο θεσμικός τομέας των νοικοκυριών υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες σε όρους αποταμιευτικών ροών κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Η ύφεση, η στασιμότητα και η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που βίωσε η ελληνική οικονομία την περίοδο 2009-2017 οδήγησαν σε συμπίεση των δυνατοτήτων αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών τόσο από την πλευρά του εισοδήματος όσο και από την πλευρά των δημοσιονομικών υποχρεώσεών τους προς το κράτος.
Επί παραδείγματι το 2009 η ετήσια αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν €11,4 δις (7,0% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος) και το 2017 διαμορφώθηκε στο αρνητικό έδαφος των -€8,3 δις (-6,7% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος).
Στο ίδιο χρονικό διάστημα η ετήσια αποταμίευση των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων συρρικνώθηκε κατά -€8,1 δις ενώ των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ενισχύθηκε κατά +€3,7 δις. Τέλος στο αντίθετο άκρο κινήθηκαν οι αποταμιευτικές ροές της γενικής κυβέρνησης, καθώς από -23,6 δις το 2009 αυξήθηκαν στα 5,5 δις το 2017 (δημοσιονομική προσαρμογή και εξάλειψη ελλειμμάτων).
Οι παραπάνω μεταβολές είχαν ως καθαρό αποτέλεσμα την αύξηση του συνόλου της ετήσιας εγχώριας αποταμίευσης από τα 13,8 δις το 2009 (5,8% του ονομαστικού ΑΕΠ) στα 18,8 δις το 2017 (10,6% του ονομαστικού ΑΕΠ).
Αναγκαία συνθήκη η αύξηση των επενδύσεων
Η Eurobank επαναλαμβάνει ότι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε ένα μακροχρόνιο μονοπάτι ανάκαμψης. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον περιορισμό που υπάρχει ανάμεσα στο επίπεδο του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου και στα αντίστοιχα επίπεδα της ιδιωτικής αποταμίευσης, της δημόσιας αποταμίευσης και του εξωτερικού δανεισμού προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: η αύξηση των επενδύσεων και η διατήρηση ισοσκελισμένου εξωτερικού ισοζυγίου (ή σχετικά μικρών ελεγχόμενων ελλειμμάτων στη βραχυχρόνια περίοδο) συνδέεται με την ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης.
Η τελευταία ισούται με το άθροισμα των αποταμιευτικών ροών των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του δημοσίου. Συνεπώς ένα κρίσιμο ζήτημα για τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω εφαρμογής ενός μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν θα οδηγεί σε συρρίκνωση της ιδιωτικής αποταμίευσης.