Την μεγαλύτερη κατρακύλα στην ευρωζώνη έχει υποστεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα από την έναρξη της κρίσης, σύμφωνα με εκτιμήσεις που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεσή του για την οικονομική πορεία της Ευρώπης.
Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα, που μετρά την αναλογία ωρομισθίων και παραγωγικότητας, «εκτοξεύτηκε» μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, με συνέπεια στα τέλη του 2008 να υπερβαίνει τον μέσο όρο της ευρωζώνης κατά σχεδόν 14 μονάδες.
Τα χρόνια της κρίσης το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατέρρευσε σταθερά, με συνέπεια στα τέλη του περασμένου έτους αργότερα να βρίσκεται περίπου δέκα μονάδες κάτω από τον μέσο όρο της νομισματικής ένωσης, που σημαίνει ότι η συνολική προσαρμογή σε βάθος δεκαετίας ανέρχεται στις 24 μονάδες.
Όπως επισημαίνει το Ταμείο, την πρώτη περίοδο της κρίσης η πτώση του κόστους εργασίας οφειλόταν σε απολύσεις και αποχωρήσεις εργαζόμενων, όμως τα τελευταία χρόνια η κατρακύλα οφείλεται στην καθιέρωση ιδιαίτερα χαμηλών μισθών.
Μεγάλες πτώσεις επισημαίνει το "skai" καταγράφηκαν επίσης στην Πορτογαλία και την Ισπανία, ενώ αντίθετα η Ιταλία είχε την πιο ομαλή μισθολογική πορεία ανάμεσα στις «πληγωμένες» οικονομίες της νότιας Ευρώπης, καθώς οι διακυμάνσεις ήταν μικρές και μέχρι και τα τέλη του 2017 το μοναδιαίο κόστος εργασίας ήταν ελαφρά πάνω από τον μέσο όρο της νομισματικής ένωσης.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν επίσης το πόσο μικρή και σταδιακή ήταν η αύξηση των μισθών στην Γερμανία ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, στο πλαίσιο του σχεδίου Σρέντερ για τόνωση της ανταγωνιστικότητας της μεγαλύτερης οικονομίας της Γηραιάς Ηπείρου.
Ενώ το 1999 το μοναδιαίο κόστος εργασίας του ιδιαίτερα παραγωγικού γερμανικού δυναμικού ήταν σχεδόν 10 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών που υιοθετούσαν το ευρώ, έως το 2008 είχε πέσει τέσσερις μονάδες κάτω από τον μέσο όρο, καθώς οι αποδοχές σε άλλες, πιο αδύναμες χώρες αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς.