Έξαρση στις καταιγίδες, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών θα έχουμε φέτος όπως προβλέπει ο διδάκτωρ μετεωρολόγος Μιχάλης Σιούτας, κάνοντας λόγο για ισχυρές βροχοπτώσεις και πιθανότατα, ανεμοθύελλες.
«Στο επόμενο τριήμερο θα έχουμε χαλαζοπτώσεις, βροχές και καταιγίδες, φαινόμενα που εντάσσονται σε έναν κύκλο αυξημένης δραστηριότητας καταιγίδων την φετινή χρονιά, παρότι ο Μάης και ο Ιούνιος είναι μήνες που το φαινόμενο εμφανίζεται, με τα χαρακτηριστικά μπουρίνια της Θεσσαλονίκης» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ.Σιούτας, στο περιθώριο εκδήλωσης που συμμετείχε, με θέμα «Δεδομένα παρατήρησης γης & Βιώσιμη ανάπτυξη» και διοργανωτές το ΤΕΕ/ΤΚΜ και το Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος.
Ωστόσο φέτος, παρατηρεί ο κ.Σιούτας, έχουμε μια ιδιαίτερη έξαρση που οφείλεται κατά έναν μεγάλο βαθμό, στις υψηλότερες θερμοκρασίες που επικράτησαν το προηγούμενο διάστημα.
Σχολιάζοντας την καταστροφική καταιγίδα που έπληξε την Θεσσαλονίκη στις 10 Μαΐου, τόνισε ότι ήταν «ασυνήθιστα ισχυρή αφού, ουσιαστικά, συνενώθηκαν κάποια κύτταρα καταιγίδων και αποτέλεσαν ένα μεγαλύτερο σύμπλεγμα το οποίο έτυχε να βρεθεί η διαδρομή του, πάνω από την περιοχή της Θεσσαλονίκης και κυρίως στα υψηλότερα τμήματα, με αποτέλεσμα να συσσωρευτεί όλο το νερό στα χαμηλότερα».
«Αν ήταν λίγο πιο χαμηλά, ενδεχομένως δεν θα είχαμε την απορροή από τα ψηλά στα χαμηλά, συνετέλεσαν δηλαδή και τοπογραφικοί παράγοντες στην μεγάλη συσσώρευση νερού» ανέφερε ο κ.Σιούτας, προσθέτοντας ότι επρόκειτο για «μία από τις μεγαλύτερες ραγδαιότητες που έχουν καταγράψει, με 74 χιλιοστά νερού μέσα σε ένα δίωρο».
«Το ραντάρ στο αεροδρόμιο "είδε" την καταιγίδα τουλάχιστον 45 λεπτά νωρίτερα και ότι θα ήταν σε κλίμακα 4 βαθμών, κατηγορίας 3». Εντούτοις, εκτίμηση του κ.Σιούτα είναι ότι η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να έχει ένα ραντάρ που να βρίσκεται σε κάποια απόσταση για να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα τι γίνεται στη πόλη. "Οταν είναι πάνω στην πόλη, το ραντάρ δεν μπορεί να "δει" καλά γιατί βλέπει μεν μέχρι 130-150 χιλιόμετρα αλλά τα πρώτα 15 δεν τα "βλέπει", διευκρίνισε.
Χάρτες καύσιμης ύλης και καμένων εκτάσεων
Στους χάρτες καύσιμης ύλης και καμένων εκτάσεων που έχουν δημιουργήσει το Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής & Τηλεπισκóπησης ΑΠΘ και το Διαβαλκανικό Κέντρο Περιβάλλοντος, με χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο, αναφέρθηκε, από την πλευρά του, ο διευθυντής του Εργαστηρίου, καθηγητής ΑΠΘ, Ιωάννης Γήτας.
«Είμαστε σε θέση να προσφέρουμε στα δασαρχεία και στις δημόσιες υπηρεσίες, μια ολοκληρωμένη υπηρεσία που ξεκίνησε ερευνητικά και σχετίζεται με τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών. Αφορά στη δημιουργία ενός χάρτη καύσιμης ύλης, δηλαδή έχουμε καταγράψει ολόκληρη την Ελλάδα, απ΄άκρη σ΄ άκρη, με συνδυασμό δορυφόρων και χαρτών και ξέρουμε σε κάθε μέρος της ελληνικής γης, τί τύπος καύσιμης ύλης υπάρχει και πώς καίγεται η βλάστηση σε περίπτωση πυρκαγιάς», δήλωσε ο κ.Γήτας.
Όπως εξήγησε, αυτό σημαίνει ότι «μπορούμε να θωρακίσουμε τις υπηρεσίες με τις πληροφορίες αυτές ώστε σε περίπτωση πολλών πυρκαγιών την ίδια μέρα, στον ίδιο νομό για παράδειγμα, να μπορεί η δημόσια διοίκηση να παίρνει τις σωστές αποφάσεις και να στέλνει κατά προτεραιότητα τις δυνάμεις της πυροσβεστικής σε κείνα τα σημεία που έχουν περισσότερη ανάγκη». Επιπλέον, αναπτύχθηκε και η υπηρεσία έγκαιρης και έγκυρης χαρτογράφηση καμένων εκτάσεων προκειμένου να στέλνονται τα σχετικά στοιχεία απευθείας στο τοπικό δασαρχείο για να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, όπως να κηρύξει τις εκτάσεις αναδασωτέες ή ότι άλλο απαιτείται για να θωρακιστεί η δημόσια περιουσία.
Σημαντική η χρήση Δεδομένων Παρατήρησης Γης
Σημαντικό και γοργά αναπτυσσόμενο τομέα που μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στις νέες μορφές ανάπτυξης, χαρακτήρισε τον τομέα της συλλογής και χρήσης Δεδομένων Παρατήρησης Γης, ο γενικός γραμματέας του ΤΕΕ/ΤΚΜ Γεώργιος Τσακούμης. «Όλα αυτά όμως σχετίζονται με την ολοκλήρωση της Εθνικής Υποδομής Γεωχωρικών Πληροφοριών και το άνοιγμα της πληροφορίας στον πολίτη. Πιστεύουμε στην οργανωμένη και ολιστική διαχείριση όλων των τύπων δεδομένων ώστε να αποκτάται το βέλτιστο αποτέλεσμα», τόνισε στον χαιρετισμό του στην εκδήλωση ο κ. Τσακούμης, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, ότι «θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος σ΄αυτές τις νέες τεχνολογίες όσον αφορά στην εκπαίδευση των νέων επιστημόνων διότι μετά το Brain Drain της τελευταίας 8ετίας, παρατηρείται μια έλλειψη σε επιστήμονες τέτοιων ειδικοτήτων στην ελληνική αγορά».