Να απολυθούν 354 δημοσιογράφοι, τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι, καταγγέλλοντας τη χρησιμοποίησή τους για πολιτικούς σκοπούς από την προηγούμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση, του δημόσιου πρακτορείου ειδήσεων Télam, επί συνόλου περίπου 900, αποφάσισε η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Αργεντινής, όπως μετέδωσε το ίδιο το πρακτορείο.
Τα συνδικάτα των δημοσιογράφων αποφάσισαν την προκήρυξη απεργίας επ’ αόριστον. Κατήγγειλαν «ένα σχέδιο διάλυσης των δημόσιων μέσων ενημέρωσης», τα οποία θα αντικαταστήσει ένα «σύστημα» που θα εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και τη συγκέντρωση κεφαλαίου, τόνισαν.
Η διεύθυνση του πρακτορείου, αντίθετα, διαβεβαίωσε ότι η επιχείρηση μπαίνει «στον δρόμο του εκσυγχρονισμού» της και της μετατροπής της σε πολύ πιο «επαγγελματικό» μέσο ενημέρωσης: στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε, «αποφασίσαμε την απόλυση των εργαζομένων οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στο προφίλ που επιζητούμε. Το νέο Télam θα είναι ένα σύγχρονο πρακτορείο ειδήσεων, αξιόπιστο, πολυμεσικό, ηγέτης στην εθνική και περιφερειακή αγορά της ενημέρωσης, με διεθνή προβολή».
«Όπως τόσοι άλλοι οργανισμοί και εταιρείες του κράτους, το πρακτορείο που κληρονομήσαμε υπήρξε θύμα της ανευθυνότητας και της κακοδιαχείρισης της προηγούμενης κυβέρνησης» δύο κεντροαριστερών προέδρων, του εκλιπόντος Νέστορ Κίρσνερ και της συζύγου του Κριστίνα Φερνάντες δε Κίρσνερ, από το 2003 έως το 2015, «που χρησιμοποίησε τον δημόσιο τομέα για πολιτικούς και κομματικούς σκοπούς», κατά την ανακοίνωση.
Ο υπουργός Ερνάν Λομπάρντι, αρμόδιος για το ομοσπονδιακό σύστημα των ΜΜΕ, εξέφρασε ικανοποίηση για την απόφαση: «Σήμερα κέρδισαν η δημοσιογραφία και οι πολίτες. Οι πολίτες, διότι θα έχουν από το πρακτορείο αντικειμενική, αληθινή και ανεξάρτητη ενημέρωση».
Από το 2003 έως το 2015, οι εργαζόμενοι στο πρακτορείο αυξήθηκαν από τους 479 στους 926, σύμφωνα με το διοικητικό του συμβούλιο.
Η κυβέρνηση δεσμεύεται να μειώσει στο μισό τις δαπάνες των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, δηλαδή του Télam, της δημόσιας τηλεόρασης και της δημόσιας ραδιοφωνίας.
Η Αργεντινή έλαβε την περασμένη εβδομάδα την πρώτη δόση, ύψους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τα συνολικά 50 δις του δανείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το οποίο ζήτησε για να σταθεροποιήσει την ευάλωτη οικονομία της.