Το κυβερνητικό αφήγημα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην προβολή της εξόδου από τα μνημόνια και της εισόδου σε μια φάση ανάπτυξης που θα εξασφαλίσει και δυνατότητες αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων τάξεων. Βασικό στοιχείο αυτού του αφηγήματος η αποκλιμάκωση της ανεργίας, η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ υποχώρησε τον Αύγουστο του 2018 για πρώτη φορά κάτω από το 19%, στο 18,9%, συνεχίζοντας μια σταθερή αποκλιμάκωση από το τέλος του 2013. Βέβαια αυτό που συνήθως δεν αναφέρεται είναι ότι ως ένα βαθμό η υποχώρηση της ανεργίας στηρίζεται και στην αύξηση της μετανάστευση από την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ανάμεσα στο 2008 και το 2016 μετανάστευσαν από την Ελλάδα 427.000 άτομα.
Ένα μοντέλο απασχόλησης όλο και πιο επισφαλές
Τα στοιχεία από το σύστημα «Εργάνη» για τον Οκτώβριο του 2018 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για το μοντέλο απασχόλησης που κυριαρχεί και τα όρια της υποτιθέμενης αναπτυξιακής δυναμικής.
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία τον Οκτώβριο του2018 είχαμε ένα αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων, καθώς οι συνολικές αποχωρήσεις από την εργασία (οικειοθελείς αποχωρήσεις και καταγγελίες συμβάσεων) ήταν 350.046 ενώ οι προσλήψεις ήταν 229.959. Αυτό σημαίνει ένα καθαρό έλλειμμα -120.087.
Καθεαυτό το αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων τον Οκτώβριο είναι αναμενόμενο, εφόσον είναι η περίοδος που ολοκληρώνονται πολλές εποχιακές συμβάσεις εργασίας στον τουρισμό και τον επισιτισμό. Μόνο που φέτος είναι κατά 22.000 μεγαλύτερο σε σχέση με πέρσι.
Αυτό σημαίνει ότι όντως φέτος η αύξηση της απασχόλησης που παρατηρήθηκε τους θερινούς μήνες σε μεγάλο αφορούσε εποχιακές θέσεις στον τουρισμό και όχι πιο σταθερές θέσεις σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Η κυβερνητική πλευρά αντιπαραθέτει το γεγονός ότι το συνολικό ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων για το Α΄ δεκάμηνο του 2018 παραμένει θετικό, στις 168.282 θέσεις απασχόλησης, όμως αυτό είναι περίπου το ίδιο με την περασμένη χρονιά, όταν στο Α΄ δεκάμηνο του 2017 το θετικό ισοζύγιο ήταν στις 167.451 θέσεις απασχόλησης.
Διαρκής αύξηση της μερικής απασχόλησης
Μόνο που πρέπει να δούμε και το είδος των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται. Σύμφωνα με τα στοιχεία από το σύστημα «Εργάνη», τον Οκτώβριο του 2018 μόλις το 37,95% των προσλήψεων ήταν πλήρους απασχόλησης, ενώ το 48,93% ήταν μερική απασχόληση και το 13,12% ήταν εκ περιτροπής απασχόληση.
Τα στοιχεία που αναλύει το "in.gr", αποτυπώνουν επιδείνωση της αναλογίας ανάμεσα σε πλήρη και μερική απασχόληση σε σχέση με τα ούτως ή άλλως προβληματικά στοιχεία συνολικά από το Α΄ δεκάμηνο του 2018 (46,07% πλήρης απασχόληση, 41,34% μερική απασχόληση, 12,59% εκ περιτροπής απασχόληση).
Ενδιαφέρον έχει και το σε ποιους κλάδους έχουμε τις περισσότερες προσλήψεις τον Οκτώβριο του 2018. Οι περισσότερες προσλήψεις αφορούν τον κλάδο της εκπαίδευσης όπου είχαμε 24.666 νέες προσλήψεις, ολοκληρώνοντας τον ετήσιο κλάδο προσλήψεων στην εκπαίδευση που αποτυπώθηκε και στις 60.224 προσλήψεις στον ίδιο κλάδο το Σεπτέμβριο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με προσλήψεις εκπαιδευτικών σε ιδιωτικά σχολεία, σε δημόσια σχολεία (αναπληρωτές), σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης, σε Κέντρα Ξένων Γλωσσών, προσλήψεις γυμναστών, οδηγών κ.λπ.
Κατά κάποιο τρόπο έχουμε να κάνουμε κάθε φθινόπωρο την εναλλαγή εργασιών με εποχικότητα. Απολύονται οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία και τον επισιτισμό και προσλαμβάνονται εργαζόμενοι στην εκπαίδευση και σε άλλους κλάδους που ξεκινούν τη «σαιζόν» τους το φθινόπωρο.
Μια κοινωνία όλο και φτωχότερη
Την ίδια στιγμή το διαθέσιμο εισόδημα παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, τον Μάιο του 2018 ο μέσος μισθός, στο σύνολο της οικονομίας, ήταν στα 913 ευρώ (μικτά), με το μέσο μισθό σε θέσεις μερικής απασχόλησης (που αυξάνονται) να είναι 379,83 ευρώ (μικτά) και σε θέσεις πλήρους απασχόλησης (που μειώνονται) στα 1131,42 ευρώ.
Έχει ενδιαφέρον επίσης ότι όλα αυτά συμβαίνουν στο έδαφος μιας κοινωνίας που ούτως ή άλλως έχει υποστεί σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που έκανε επιστημονική ομάδα υπό τον καθηγητή Μάνο Ματσαγγάνη για λογαριασμό του οργανισμού έρευνας και ανάλυσης «διαΝΕΟσις» την περίοδο 2003-2009, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 14%. Όμως με την εκδήλωση της κρίσης, δηλαδή την περίοδο 2009-2014, το ισοδύναμο εισόδημα μειώθηκε πολύ περισσότερο από όσο αυξήθηκε προηγουμένως, κατά 42%.
Έχει ενδιαφέρον ότι τα στοιχεία αυτά παραπέμπουν σε απώλειες εισοδήματος που υπερβαίνουν την κλίμακα της συνολικής μείωσης του ΑΕΠ (περίπου -26%) και άρα παραπέμπουν σε μια πιο συνολική συνθήκη επιδείνωσης της θέσης των νοικοκυριών, που επιτείνεται και από την αυξημένη φορολογία.
Τα όρια ενός «αναπτυξιακού μοντέλου» που ακόμη αναζητείται
Είναι σαφές ότι με βελτίωση των γενικών δεικτών απασχόλησης που στηρίζεται στη μετανάστευση από την Ελλάδα, στη διαρκή αύξηση της μερικής απασχόλησης, τις εποχιακές μορφές εργασίας και τις χαμηλές μισθολογικές απολαβές δεν μπορούμε να μιλάμε για αναπτυξιακή δυναμική.
Κανείς δεν υποτιμά τη σημασία του τουρισμού ή άλλων κλάδων των υπηρεσιών και ως προς τη συμβολή στο ΑΕΠ και την απασχόληση και ως προς τη διασύνδεση με άλλους κλάδους της οικονομίας και άλλες παραγωγικές δραστηριότητες.
Όμως, σε κανένα βαθμό δεν μιλάμε για δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξία ούτε για κλάδους μπορούν να απασχολήσουν, σε θέσεις σταθερής και πλήρους απασχόλησης εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, είτε τεχνικό είτε επιστημονικό, με πραγματικά αξιοπρεπείς απολαβές που θα βελτίωναν και τη συνολική εισοδηματικά κατάσταση αλλά και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας (μέσα από αύξηση εξαγωγών).
Όμως, από τη μεριά της κυβέρνησης απουσιάζει ένα σχέδιο για το πώς θα μπορούσαμε να πάμε σε μια τέτοια συνθήκη. Το «αναπτυξιακό σχέδιο» που παρουσίασε στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του «ελληνικού προγράμματος», ήταν γενικόλογο, ενσωμάτωνε τους δημοσιονομικούς στόχους (δηλαδή τη λιτότητα) και επικαλούνταν τομείς όπως η «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» που όσο σημαντικοί και εάν είναι δεν μπορούν να αποτελέσουν «ατμομηχανές της ανάπτυξης».
Την ίδια στιγμή η ίδια η τρέχουσα κυβερνητική διαχείριση, με την αναγόρευση σε υπέρτατο σκοπό της δημιουργίας δημοσιονομικών υπερπλεονασμάτων, τα οποία στη συνέχεια θα οδηγούν σε αποσπασματικά και αντικειμενικά πρόσκαιρα μέτρα κοινωνικής ανακούφισης επίσης δεν συνεπάγονται αναπτυξιακή δυναμική.
Όταν για παράδειγμα συρρικνώνεται το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, όταν βαφτίζονται επενδύσεις οι απλές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, όταν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κλαδικές πολιτικές, όταν απουσιάζει ο σχεδιασμός για τη διασύνδεση ανάμεσα σε ανώτατη εκπαίδευση, έρευνα και παραγωγή (πέραν των πρωτοβουλιών που παίρνουν τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα), τότε δύσκολα μπορούμε να έχουμε μια πραγματική δυναμική αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης.
Και βέβαια το να επαφίενται όλα στην απλή δυναμική κάποιων κλάδων όπως ο τουρισμός ή στην καλύτερη απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, σε κανένα βαθμό δεν προστατεύει την όποια αναπτυξιακή δυναμική από τυχόν αρνητική μεταστροφή της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας.