Η Αλίκη Τζάθα διδάσκει ελληνικά, αγγλικά και μαθηματικά στα απογευματινά τμήματα του 45ου Δημοτικού Σχολείου στην Κυψέλη, ως ενισχυτική διδασκαλία σε παιδιά μεταναστών. Στην τάξη των αρχαρίων φοιτούν 23 παιδιά και στους προχωρημένους 14. Τη συναντήσαμε στο περιθώριο της ημερίδας που διοργάνωσε η μη κερδοσκοπική οργάνωση ΕΛΙΞ με τίτλο «Εκπαίδευση για την Ένταξη: Καινοτόμες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση παιδιών προσφυγών και μεταναστών».
«Τα παιδιά έρχονται με μεγάλη χαρά στο σχολείο», περιγράφει στο "ΑΠΕ-ΜΠΕ", η κ. Τζάθα. Η τυπική διδασκαλία, δηλαδή το κανονικό σχολικό πρόγραμμα τους είναι πιο δύσκολο, κυρίως εξαιτίας της γλώσσας. Στη μη τυπική, όπου εφαρμόζονται πιο βιωματικές μέθοδοι, αναπτύσσεται η δημιουργικότητα μέσα από την τέχνη κλπ, τους είναι πιο οικεία. Όμως, στην τυπική είναι που παίρνουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, αν έχουν επιτυχίες, γιατί εκεί στην ουσία εντάσσονται πραγματικά. «Την εργασία του σχολείου θα τη φέρουν πάντα, την ενισχυτική όχι», εξηγεί η κ. Τζάθα.
Το μέτρο μιας καλής τάξης, ή αλλιώς μιας επιτυχημένης σχολικής χρονιάς, είναι όταν τα παιδιά έχουν μάθει τα ονόματα των συμμαθητών τους, επισημαίνει η κ. Τζάθα. Τότε μπορούν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στην κοινότητα, στην ομάδα. Μέχρι τότε, στο διάλειμμα, αντί να φωνάξουν έναν συμμαθητή τους με το όνομά του, λένε «αυτός ή αυτή» ή «αυτός από τη Βουλγαρία ή τη Συρία». Γιατί το ζητούμενο είναι τα παιδιά όχι μόνο να «μάθουν γράμματα», αλλά να μπορούν να αισθανθούν μέλη της κοινωνίας και να κινούνται μέσα σε αυτή.
«Η πρόοδος και οι δυσκολίες στο σχολείο, είτε πρόκειται για Ελληνόπουλα, είτε παιδιά μεταναστών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μορφωτικό επίπεδο των γονιών τους και το περιβάλλον που μεγάλωσαν», αναφέρει η κ. Τζάθα.
Στη δημόσια εκπαίδευση υπάρχουν μαθητές διαφόρων επιπέδων, και αυτό είναι ένα ζήτημα, αναλύει η κ. Τζάθα. Κάποια παιδιά έχουν γονείς που διαβάζουν βιβλία, είναι μορφωμένοι και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους σε αυτή την κατεύθυνση. ‘Αλλοι, δεν έχουν ούτε μια μικρή βιβλιοθήκη στο σπίτι στους. Οπότε, για παράδειγμα, στην Α’ Δημοτικού, για να κατακτήσει ένα παιδί την ανάγνωση, αν υπάρχει βοήθεια από το σπίτι, σημειώνεται μεγάλη πρόοδος, αλλιώς μπορεί να δυσκολευτεί πολύ. Ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο, πάντως, η ενθάρρυνση και η υποστήριξη των γονιών παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο, συμπληρώνει.
Το παραπάνω ισχύει τόσο για τις ελληνικές οικογένειες, όσο για αυτές των μεταναστών. Σε ένα σχολείο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές ομάδες, τόσο στα έμφυλα, όσο και στα ταξικά χαρακτηριστικά. «Πολύς κόσμος νομίζει ότι στο σχολείο αρχίζουν όλοι από την ίδια βάση, όμως δεν είναι έτσι», υποστηρίζει η κ. Τζάθα.
Παρομοίως, η προεργασία που έχει γίνει παίζει σημαντικό ρόλο. Ένα παιδί από το Ιράκ, εφόσον έχει ήδη ξεκινήσει τη σχολική διαδικασία στη χώρα του και έχει μπει σε μια λογική, πολύ πιο εύκολα εγκλιματίζεται στο σχολείο, παρά τις γλωσσικές δυσκολίες. Ενώ ένα παιδί, που λόγω πολέμου, πρώτη φορά ξεκινάει το σχολείο στα δέκα, θα χρειαστεί μεγαλύτερη προσπάθεια.
Οι πολιτισμικές καταβολές επίσης παίζουν ρόλο, υπογραμμίζει η κ. Τζάθα. «Στους Γεζίντι Κούρδους, επειδή με αυτές τις αρχές είναι οργανωμένες οι κοινότητές τους, τα κορίτσια είναι πολύ δυναμικά. Υπάρχει παράδοση στην αλληλοβοήθεια, δείχνει το ένα παιδί στο άλλο και βλέπεις τα παιδιά να προοδεύουν πολύ περισσότερο από το αυτό που περιμέναμε», τονίζει.
Μια διαφορά μεταξύ των μαθητών, είναι ότι πολλά παιδιά μεταναστών είναι επιφορτισμένα και με άλλα πράγματα εκτός σχολείου. Να βοηθήσουν στα ψώνια του σούπερ μάρκετ, να προσέχουν τα αδέρφια τους, πολλά έρχονται στο σχολείο με το λεωφορείο, πράγμα που, σε γενικές γραμμές δεν ισχύει για τα Ελληνόπουλα.
Η ΕΛΙΞ πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά, πρόσφυγες και μετανάστες, ηλικίας 3-17 ετών και τους γονείς τους στις δομές φιλοξενίας του Ελαιώνα και του Σκαραμαγκά, στο εκπαιδευτικό κέντρο της ΕΛΙΞ στην Πατησίων 20 καθώς και σε σχολεία στο Μεταξουργείο, τον ‘Αγιο Παντελεήμονα και την Κυψέλη.