Σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού, τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων αποτελεί το ενεργειακό κόστος, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι δυσανάλογα υψηλό στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της φορολογίας και της αισχροκέρδειας που καταγράφεται από αρκετούς φορείς στην αλυσίδα του εγχώριου ενεργειακού κλάδου.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν οι Έλληνες να "καρπωθούν" τα οφέλη από τη μεγάλη υποχώρηση των διεθνών πετρελαϊκών τιμών του τελευταίου τριμήνου. Οι τιμές στον "μαύρο χρυσό" το τελευταίο τρίμηνο του 2018 υποχώρησαν σε ποσοστό της τάξεως του 40%, ωστόσο στην Ελλάδα οι μειώσεις των καυσίμων ήταν συγκριτικά μικρότερες του αναμενόμενου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, στο διάστημα 12 Οκτωβρίου 2018 έως 3 Ιανουαρίου 2019 η τιμή της αμόλυβδης υποχώρησε κατά μέσον όρο σε ποσοστό 11,44%, του diesel κίνησης κατά 9,31% και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 12,4%, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Έθνος».
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν, στις 17 Δεκεμβρίου η Ελλάδα βρισκόταν στην τρίτη θέση της κατάταξης των τιμών της αμόλυβδης βενζίνης (με φόρους) μεταξύ όλων των κρατών- μελών της Ε.Ε. Μόνο στην Ιταλία και την Ολλανδία η αμόλυβδη βενζίνη κόστιζε ακριβότερα.
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα η μέση τιμή ήταν 1,51 ευρώ το λίτρο, με τις πρώτες δύο θέσεις να καταλαμβάνονται από την Ιταλία (1,52) και την Ολλανδία (1,516 ευρώ το λίτρο). Η εικόνα εμφανίζεται ελαφρώς καλύτερη στα πετρέλαια κίνησης και θέρμανσης όπου η χώρα μας βρίσκεται στην 7η θέση της ακρίβειας.
Ποσοστό περίπου 23,5% από αυτά που πληρώνει ο Έλληνας για την αμόλυβδη βενζίνη πηγαίνει στα διυλιστήρια, κάτι λιγότερο από 10% είναι το περιθώριο κέρδους των εταιρειών πετρελαιοειδών και των πρατηριούχων και το υπόλοιπο 67% είναι φόρος και συγκεκριμένα ο ΕΦΚ, ο ΦΠΑ 24%, η εισφορά του Ειδικού Λογαριασμού Πετρελαιοειδών, το Ειδικό Τέλος Δικαιωμάτων Εκτέλεσης Εργασιών και το Ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΡΑΕ.