Δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να ακυρωθεί απόφαση του διευθυντή φυλακής για τον ατομικό οπλισμό τους, ως αντισυνταγματική και παράνομη.
Οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι, ο ένας από αυτούς αρχιφύλακας, πήραν άδεια οπλοφορίας εξαιτίας απειλών που δέχονται τόσο οι ίδιοι, όσο και οι οικογένειές τους, από αντιεξουσιαστές. Συγκεκριμένα, στην προσφυγή τους στο ΣτΕ αναφέρουν ότι έπειτα από επεισόδιο που σημειώθηκε στη φυλακή το 2011, οι ίδιοι και μέλη των οικογενειών τους στοχοποιήθηκαν από κρατούμενο και μέλη αντιεξουσιαστών οργανώσεων. Παράλληλα επισημαίνουν ότι τα ονόματά τους αναφέρθηκαν από πρώην κρατούμενο σε τηλεοπτική εκπομπή, με απειλές κατά των ίδιων και των οικογένειών τους.
Επειτα από όλα αυτά, ζήτησαν και πήραν από την εισαγγελία και την αστυνομία άδεια οπλοφορίας, καθώς κρίθηκε ότι υφίσταται άμεσος, σταθερός και διαρκής κίνδυνος τόσο για τη ζωή τους όσο και των μελών των οικογενειών τους. Ετσι, από τον Οκτώβριο του 2015, με ημερήσια διαταγή του διευθυντή της φυλακής, είχαν την υποχρέωση να αφήνουν τον οπλισμό και τις σφαίρες, στο γραφείο του διοικητή της εξωτερικής φρουράς της φυλακής, μέσα σε ασφαλές οπλοκιβώτιο που κλείδωνε.
Ομως, όπως αναφέρουν στην προσφυγή τους στο ΣτΕ, τον περασμένο Φεβρουάριο ο διευθυντής της φυλακής ανακάλεσε την προηγούμενη ημερησία διαταγή του και διέταξε την απομάκρυνση του οπλοκιβώτιου, με αποτέλεσμα οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι να μην μπορούν να ασφαλίζουν τα όπλα τους, πριν μπουν στο κατάστημα κράτησης. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει χώρος ασφαλούς φύλαξης του οπλισμού τους, οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι, δεν μπορούν να έχουν, για την ατομική τους ασφάλεια, τον οπλισμό τους κατά την προσέλευση και αποχώρησή τους από τη φυλακή.
Οι δύο σωφρονιστικοί υπάλληλοι, στην προσφυγή τους στο ΣτΕ, υποστηρίζουν ότι η αναιτιολόγητη απόφαση του διευθυντή της φυλακής δεν ελήφθη για λόγους δημοσίου συμφέροντος που έχουν σχέση με την τάξη και ασφάλεια του καταστήματος κράτησης. Ταυτόχρονα σημειώνουν, σύμφωνα με το ΑΠΕ, ότι παραβιάζει συνταγματικές αρχές, όπως είναι της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας, του δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως κλπ.