Στο μικροσκόπιο εγνωσμένου κύρους εγκληματολόγων ο διαβόητος «Ορέστης» -ο ποινικός επιστήμονας Ανδρέας Καπαρδής, ο ποινικολόγος και δόκτορας εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωάννου και ο καθηγητής εκγληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης θέτουν επί τάπητος τα φλέγοντα θέματα και τα μεγάλα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, στον απόηχο των στυγερών εγκλημάτων που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Tο στοιχείο του μιμητισμού στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση στην εγκληματική δράση αποτελεί ένα ζήτημα που διχάζει εδώ και αρκετά χρόνια τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Παρότι σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ καταγράφονται περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων που υποστηρίζεται ότι έδρασαν μιμούμενοι κατά γράμμα «διάσημους» εγκληματίες, εντούτοις οι απόψεις των ειδικών περί του θέματος διίστανται.
«Άκυρη η ανησυχία» υποστηρίζει ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ενώ ο Ανδρέας Καπαρδής εξηγεί ότι πρόκειται για κάτι που «συμβαίνει σπάνια». Σχολιάζοντας την δράση του Ν. Μεταξά, ο Γιάννης Πανούσης σημειώνει ότι «τα εγκλήματα του ‘Ορέστη’ είναι πολύ ειδεχθή για να τα μιμηθεί οποιοσδήποτε άλλος».
Σπάνιο φαινόμενο
Στην περίπτωση των μαζικοκτόνων, είτε πρόκειται για μονο-επεισοδιακούς είτε για κατά συρροήν, εκάστοτε παρατηρείται το φαινόμενο του μιμητισμού, εξηγεί ο ποινικός επιστήμονας Ανδρέας Καπαρδής. Υπογραμμίζει ότι «συμβαίνει σπάνια, όμως επαληθεύται ότι τέτοια γεγονότα αναστατώνουν αυτούς που είναι ήδη προδιατεθειμένοι». Εξηγεί περαιτέρω ότι «δεν μπορεί κάποιος που δεν έχει καμιά τάση να μιμηθεί -μιμούνται ορισμένοι που είναι ήδη προδιατεθειμένοι». Προσθέτει μάλιστα ότι «τόσο τα ΜΜΕ όσο και το Χόλιγουντ προμηθεύουν αρκετό υλικό και ερεθίσματα σε αυτούς που θέλουν να μιμηθούν». Από την πλευρά του, ο Γ. Πανούσης αναφέρει ότι ο μιμητισμός εκδηλώνεται σε παθολογικές προσωπικότητες, οι οποίες «μπορεί να επηρεαστούν από μια ταινία ή από το έγκλημα της διπλανής πόρταας». Αναφερόμενος συγκεκριμένα για την περίπτωση του 35χρονου αξιωματικού, κάνει λόγο για εγκλήματα «χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο ή περιεχόμενο οραματικό ώστε να μπορεί κάποιος να το ακολουθήσει». Θεωρώντας απομακρυσμένη την πιθανότητα να προκύψουν στην πορεία της υπόθεσης τέτοια χαρακτηριστικά, υπογραμμίζει ότι «είναι πολύ ειδεχθή τα εγκλήματα του ‘Ορέστη’ για να τα μιμηθεί κάποιος άλλος».
«Άκυρη η ανησυχία» για μιμητισμό υποστηρίζει ο Π. Παπαϊωάννου, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι γρίπη, ούτε επιδημία». Επιπλέον, εξηγεί ότι οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται ανθρωποκτόνος τάση εντοπίζονται συνήθως σε έναν συνδυασμό παραγόντων από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου, «τα οποία συμπεριλαμβάνουν άσκηση βίας, θυματοποίηση στη βία και πολλές φορές μια βιολογική ανισορροπία». Αφορμή για να εκτραπεί σε μια συγκεκριμένη εγκληματική ενέργεια, συνεχίζει, «μπορεί να αποτελέσει ο,τιδήποτε».
Συμπληρώνει ότι σε πολλές περιπτώσεις «υπάρχουν κάποια δείγματα συμπεριφοράς από μικρή ηλικία» και ότι σε συνάφεια με την ανθρωποκτόνο δράση «καταγράφεται η τριάδα των συμπτωμάτων ενούρηση, πυρομανία, βασανισμός ζώων».
Ζητούμενο τα κίνητρα
Πρώιμο να εξαχθούν συμπεράσματα για το προφίλ του «Ορέστη», υποστηρίζει ο καθηγητής Γ. Πανούσης, εξηγώντας ότι «βρισκόμαστε ακόμα στο πρώτο στάδιο της αστυνομικής και εισαγγελικής διερεύνησης και δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα». Επισημαίνοντας ότι «είμαστε ακόμα πολύ μακριά από την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης», χαρακτηρίζει τα κίνητρα του δράστη ως το μεγάλο ερώτημα. Διατυπώνοντας σοβαρές επιφυλάξεις να πρόκειται για εγκλήματα φυλετικού μίσους, συμπληρώνει ότι «όσο συνεχίζονται οι έρευνες και ανασύρονται πτώματα, είμαστε ακόμα στο σκοτάδι» και θεωρεί ότι το «κλειδί» βρίσκεται στα χέρια του δράστη.
«Και τον χρόνο που θα πει την αλήθεια και άλλα στοιχεία που μπορεί να έχει κρυμμένα και αυτά που θα εμφανίσει ως πραγματικά ή κατασκευασμένα κίνητρα είναι στα χέρια του -για την ώρα δεν γνωρίζουμε λόγους, κίνητρα και στιγμές και αντιδράσεις», δηλώνει. Εξηγώντας ότι «η κανονικότητα και η φυσιολογικότητα στην καθημερινή ζωή συναντάται πολύ συχνά στους serial killers», ο δρ Παπαϊωάννου αναφέρει ότι «για να καταλήξουμε επιστημονικά στους λόγους που τον οδήγησαν στους φόνους» χρειάζεται να διενεργηθούν εκτεταμένες συνεντεύξεις από ειδικούς και να ληφθούν στοιχεία «για την προηγούμενη ζωή του, για τις σχέσεις με τους γονείς του, το ιατρικό ιστορικό και πολλά άλλα», ξεκαθαρίζοντας ότι η εν λόγω διαδικασία «δεν έχει βέβαια σχέση με τον τρόπο που θα τον κρίνουμε και την τιμώρησή του».
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Για δύο τάσεις, που σχετίζονται με την προβολή από τα μέσα, κάνει λόγο ο Γ. Πανούσης: «Η μία είναι να θέλει να λυτρωθεί από κάποιους ‘δαίμονες’ που είχε μέσα του και που τον οδηγούσαν στον φόνο και η άλλη είναι να παίξει τον ρόλο του ‘αντιήρωα’ ή του ‘εκδικητή κάτι το οποίο προφανώς απολαμβάνει». Υπομνύοντας ότι «ο ναρκισσισμός είναι ισχυρή παράμετρος στους εγκληματίες», εξηγεί ότι «πολλοί χαίρονται και προσποιούνται γινόμενοι έτσι όμηροι του προσωπείου τους».
Θέτει, επίσης, επί τάπητος και το ενδεχόμενο «αυτοηρωοποίησης» του καθ’ ομολογία κατά συρροή δολοφόνου λέγοντας ότι «αν θεωρητικά πούμε ότι θα ήθελε να γίνει ο ίδιος ένας αρνητικός ήρωας, ένας αντιήρωας, που θα τον γράψει σε μαύρες σελίδες η ιστορία της Κύπρου, της παγκόσμιας εγκληματολογίας, των μεγάλων εγκληματιών... με τον τρόπο αυτό θα γίνει διάσημος, προ και μετά θάνατον».
Σχολιάζοντας την συγκεκριμένη πτυχή, ο Α. Καπαρδής σημειώνει την ανάγκη ισορροπημένης κάλυψης και υπενθυμίζει ότι «πρέπει να δίνεται ανάλογη σημασία και βαρύτητα στα δικαιώματα των θυμάτων». Καταληκτικά αναφέρει ότι «είναι καιρός ο φτωχός συγγενής της ποινικής δικαιοσύνης, τα θύματα, να μπουν στο επίκεντρο».
Στον ρόλο των ΜΜΕ αναφέρεται και ο Π. Παπαϊωάννου, λέγοντας ότι «το ζητούμενο είναι να αντιληφθούν οι πολίτες ότι ότι η Αστυνομία δεν κινείται βάσει μιας ερασιτεχνικής μεθόδευσης, αλλά έχοντας αξιοποιήσει το διεθνές παράδειγμα και ότι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, μετά την εξεύρεση και ταυτοποίηση των θυμάτων η Δικαιοσύνη θα επιβάλει μία κατά το δυνατόν δίκαη τιμωρία.
Δολοφόνος... δυτικού τύπου
Επιχειρώντας εξήγηση στην εκδήλωση τέτοιας μορφής εγκληματικότητας στην Κύπρο, ο δρ Παπαϊωάννου αναφέρει ότι πρόκειται για μια ασθένεια των κοινωνιών δυτικού τύπου, όπου κυριαρχεί η εκβιομηχάνιση και οι μηχανιστικές σχέσεις των ανθρώπων.
«Έχει συμβεί σε όλον τον κόσμο, οπότε ήταν λογικό να συμβεί και σ’ εμάς, γιατί είμαστε κι εμείς μια ανάλογου βαθμού ανάπτυξης βιομηχανική κοινωνία, η οποία έχει πρόσωπα, προσωπεία, μηχανιστικούς θεσμούς, γραφειοκρατία, διόδους δηλαδή μέσα από τις οποίες ένας άνθρωπος με προβλήματα, αποκλίσεις, ανωμαλίες και επικινδυνότητες, μπορεί να περάσει ως φυσιολογικός». Δεν πρόκειται, όπως λέει, για ανεξήγητο φαινόμενο, συνεπώς «δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι πέφτουμε απ’ τα σύννεφα γιατί ζούμε σε κοινωνίες μεταβιομηχανικές, κτισμένες σε μηχανιστικές σχέσεις, με κρίση αξιών».
Εντοπίζοντας ως ιστορική αφετηρία το φαινομένου «κατά συρροή δολοφόνοι» τη δεκαετία του 1960, σημειώνει καταληκτικά ότι «στις βιομηχανικές και μεταβιομηχανικές κοινωνίες δυτικού τύπου που έχουν μεγάλες πόλεις, με μηχανιστικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπου υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία, τρόπος δηλαδή κάποιος με ιδιαιτερότητες να περάσει ως φυσιολογικός, αυτό μπορεί να συμβεί».
πηγή: www.offsite.com.cy