Ο ασφαλέστερος τρόπος αναστροφής του οικονομικού κλίματος είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής έντασης γνώσης, όπως καταδεικνύουν η διεθνής βιβλιογραφία και οι επίσημοι εθνικοί και ευρωπαϊκοί δείκτες, σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία που δείχνει να προκρίνεται το τελευταίο διάστημα στο δημόσιο διάλογο και η οποία υποστηρίζει ότι αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί, μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους ή της διευρυνόμενης ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας ή των απόψεων περί αποκλειστικής "ατομικής" ευθύνης των εργαζομένων και ανέργων για την αναντιστοιχία των δεξιοτήτων τους σε σχέση με αυτές που απαιτούνται από την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις.
Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), το οποίο εγκαινιάζει μία νέα σειρά κειμένων παρέμβασης (Policy Papers) για την προώθηση του διαλόγου στην εκπαίδευση και την απασχόληση, με τη δημοσιοποίηση του κειμένου, με θέμα: «Δεξιότητες, εκπαίδευση και απασχόληση: Εκπαιδευτικοί δείκτες και εργατικό δυναμικό». Όπως διαπιστώνει, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος, αν και την τελευταία διετία παρατηρείται μία ελαφριά ανάκαμψη στους δείκτες απασχόλησης, καθώς η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργούνται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες.
Εκπαιδευτικοί δείκτες και εργατικό
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν, μετά από μία περίοδο ισορροπίας και μικρών αποκλίσεων στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διήρκησε από το 2001, όταν και παρατηρείται η μεγαλύτερη απόκλιση (2%), μέχρι και το 2008, η εδραίωση της κρίσης εκτόξευσε το 2013 το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας στο 27,5%, με μία μικρή αποκλιμάκωση του φαινομένου να λαμβάνει χώρα έκτοτε και το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2018 να ανέρχεται στο 19,3%. Σημειώνεται ότι από τους 388.000 ανέργους το 2008 ο απόλυτος αριθμός τους ξεπέρασε το όριο του ενός εκατομμύριου το 2012 και εντέλει μειώθηκε σε εξαψήφιο νούμερο (915.000 άνεργοι), μόλις το 2018.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, λοιπόν, πράγματι παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα κατά 8,3% την τελευταία πενταετία, αλλά η χώρα μας συνεχίζει να υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 12,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Με το μέσο ποσοστό απασχολουμένων, ηλικίας από 20 έως 34 ετών, να κυμαίνεται στη χώρα το 2018 στο 64,6%, διακρίνεται ότι το ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των ατόμων με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα (ISCED 5-8) όχι μόνο – όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο – είναι κατά πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με χαμηλά ακαδημαϊκά προσόντα (ISCED 0-2), αλλά το 2018 καταγράφηκε η μεγαλύτερη απόκλιση στα ποσοστά απασχόλησης των δύο υποομάδων, μία απόκλιση της τάξης του 16,6%, γεγονός που καταδεικνύει ότι η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας και, ιδιαίτερα, μέσω της εκπαίδευσης, κάθε άλλο παρά άσκοπη σπατάλη δημόσιων και ιδιωτικών πόρων αποτελεί.
Το συγκεκριμένο εύρημα έρχεται να επαληθεύσει και τις προβλέψεις σειράς διεθνών οργανισμών, όπως είναι το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO), οι οποίοι εδώ και αρκετά χρόνια επισημαίνουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τη διαρκή μείωση θέσεων εργασίας που απευθύνονται σε άτομα με χαμηλά τυπικά προσόντα.
Μελετώντας την πρόβλεψη του Cedefop για τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, προκύπτει ότι, ενώ το ποσοστό των εργαζομένων μεσαίου επίπεδου προσόντων δεν δείχνει να μεταβάλλεται σημαντικά μεταξύ των ετών 2000 και 2025, στο αντίστοιχο ποσοστό του εργατικού δυναμικού με χαμηλά προσόντα παρατηρείται σημαντική μείωση από το 31% στο 14%, με την πορεία του ποσοστού των εργαζομένων με υψηλά προσόντα να ακολουθεί αντιστρόφως ανάλογη πορεία.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, παρατηρείται ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο βαθμός δυσκολίας εύρεσης εργασίας για άτομα με χαμηλό επίπεδο προσόντων αυξάνεται γεωμετρικά με την πάροδο των ετών, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη τροποποίησης τόσο της εκπαιδευτικής, όσο και της κοινωνικής πολιτικής των κρατών-μελών της ΕΕ, ώστε να μην βρεθούν στα πρόθυρα της κοινωνικής ευπάθειας εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες.
Επίσης, παρατηρείται ότι η Ελλάδα βρίσκεται εμφανώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ποσοστό που άγγιξε το 2018 το 44,3%, καθώς και από τον ευρωπαϊκό στόχο για το 2020, ο οποίος είναι το 40% του πληθυσμού της εν λόγω πληθυσμιακής ομάδας να έχει τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σημειώνεται ότι ο συγκεκριμένος δείκτης είναι από τους ελάχιστους όπου η Ελλάδα σημειώνει θετικά αποτελέσματα, γεγονός που καταδεικνύει ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας αποτελείται από άτομα με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα.
Ποιο αντικείμενο σπουδών επιλέγουν οι Έλληνες και πώς επηρεάζονται οι μισθοί
Αναφορικά με το αντικείμενο σπουδών που επιλέγουν οι Έλληνες, προκύπτει ότι το 18,7% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν πτυχία νομικής, διοίκησης και επιχειρήσεων, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό (18,6%) να έχει επιλέξει σπουδές μηχανικού, βιομηχανικής ανάπτυξης και δομικών έργων. Ακολούθως, το 13,7% των αποφοίτων είναι πτυχιούχοι καλών τεχνών, ανθρωπιστικών και γλωσσικών σπουδών, ενώ το ποσοστό των αποφοίτων κοινωνικών σπουδών και δημοσιογραφίας είναι 12,9%. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μόλις το 2,6% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πτυχιούχοι τμημάτων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν παρουσιάζεται σημαντική διαφοροποίηση στα αντίστοιχα ποσοστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα, και στην ΕΕ-28 το υψηλότερο ποσοστό πτυχιούχων προέρχεται από σχολές διοίκησης, νομικής και επιχειρήσεων (22,9%), ενώ διψήφια ποσοστά παρατηρούνται και εδώ σε πτυχιούχους μηχανικών και δομικών έργων (13,8%), επαγγελμάτων υγείας (13,7%), ανθρωπιστικών σπουδών (12,8%) και κοινωνικών σπουδών (10,5%).
Μελετώντας την κατανομή των 1.877 διδακτορικών τίτλων που απονεμήθηκαν από ελληνικά πανεπιστήμια κατά το 2017, επισημαίνονται δύο ζητήματα. Πρώτον, ο υπερδιπλασιασμός των εν λόγω τίτλων σε σύγκριση με το 2001, καθώς παρατηρείται αύξηση των εν λόγω τίτλων κατά 122% και, δεύτερον, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό διδακτορικών τίτλων που απονεμήθηκαν στους κλάδους της υγείας και των υπηρεσιών πρόνοιας.
Συγκεκριμένα, ενώ οι πτυχιούχοι των συγκεκριμένων σχολών αποτελούν μόλις το 11,8% επί του συνόλου των αποφοίτων ΑΕΙ στη χώρα, οι εν λόγω σχολές απονέμουν το 25,4% των διδακτορικών τίτλων των ελληνικών πανεπιστημίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, πέραν της προαναφερθείσας δυσκολίας εύρεσης εργασίας για τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ακόμη και στην περίπτωση που τα άτομα αυτά βρουν εργασία, θα αμείβονται με μισθούς που υπολείπονται σαφώς των μισθών εργαζομένων που έχουν αποφοιτήσει, για παράδειγμα, από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρατηρείται, λοιπόν, σημαντικότατη αυξομείωση στο καθαρό εισόδημα ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο των εκάστοτε εργαζομένων. Τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο εμφανίζουν σαφέστατα υψηλοτέρα εισοδήματα σε σχέση με τα άτομα με χαμηλό ή μεσαίο μορφωτικό επίπεδο.
Συνεπώς, αναδεικνύεται η συμβολή της εκπαίδευσης και στην εργασιακή πορεία του εργατικού δυναμικού και επιβεβαιώνονται αντίστοιχες έρευνες διεθνών οργανισμών (Cedefop, OECD, κ.ά.), οι οποίες τονίζουν τη σημαντικότητα της δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής έντασης γνώσης και, άρα, αυξημένων προσόντων για τη βελτίωση του οικονομικού κύκλου και της παραγωγικής διαδικασίας.
Αν και τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν με ευκρινή τρόπο τη σημασία της μόρφωσης και των ακαδημαϊκών προσόντων τόσο στην εύρεση εργασίας, όσο και στις επακόλουθες αμοιβές, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η χώρα μας συνεχίζει εδώ και αρκετά χρόνια να διατηρεί τη θλιβερή πανευρωπαϊκή πρωτιά σε ποσοστό άνεργων πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην πλέον παραγωγική ηλικία, μεταξύ 25 και 34 ετών.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία, τα οποία ανακοινώθηκαν, η χώρα μας - με ποσοστό ανεργίας μεταξύ των ατόμων με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν στο 19,9% – εμφανίζει ποσοστιαία τετραπλάσια ανεργία πτυχιούχων νέων από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 και σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από αυτό της Ισπανίας, η οποία εμφανίζεται στη δεύτερη θέση με 10,5%.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, η χώρα μας έχει να επιδείξει μία ακόμη θλιβερή πρωτιά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μία πρωτιά που αφορά το δείκτη κοινωνικής και υλικής αποστέρησης πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία με τη σειρά της και σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας (υψηλή ανεργία νέων πτυχιούχων, χαμηλές απολαβές κ.ά.), τροφοδοτούν αδιαλείπτως φαινόμενα, όπως το brain drain και το brain waste.
Σγκεκριμένα, ο δείκτης που αφορά νέους (25-34 ετών) σε υλική και κοινωνική αποστέρηση και με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα στην Ελλάδα υπερέχει της αντίστοιχης τιμής του δείκτη στην ΕΕ-28 κατά 16,5 ποσοστιαίες μονάδες (20,5% έναντι 4%) και κατά 6,9 ποσοστιαίες μονάδες από τη δεύτερη υψηλότερη τιμή στα κράτη-μέλη της ΕΕ-28 (Ρουμανία).
Επιχειρήσεις και εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα
Μελετώντας τη διακύμανση του αριθμού των απασχολουμένων στη χώρα από το 2000 μέχρι και το 2016, παρατηρείται ότι, από το 2008 μέχρι και το έτος έναρξης της οικονομικής κρίσης (2008), καταγράφηκε μία ελαφριά αύξηση του αριθμού απασχολουμένων κατά έτος. Από το 2008 όμως και μέχρι το 2013, ως απότοκο και της κρίσης, διακρίνεται μία μείωση των απασχολουμένων κατά -17,7% ή 858.640 άτομα, ενώ η ελαφριά ανάκαμψη που παρατηρείται κατά την τελευταία τριετία των ετών αναφοράς, δεν αφορά περισσότερα από 85.310 άτομα ή 2,1%, με το συνολικό αριθμό απασχολουμένων το 2016 να καταγράφεται σε 4.083.040 άτομα.
Επιχειρώντας, λοιπόν, να κατανεμηθούν οι 4.083.040 απασχολούμενοι ανά κλάδο παραγωγής, διακρίνεται ότι το 11,3% των απασχολουμένων (461.820 άτομα) εργάζονται στους κλάδους της γεωργίας-κτηνοτροφίας, της δασοκομίας και της αλιείας. Το 14,1% των εργαζομένων απασχολείται στους κλάδους της εξόρυξης (10.750 άτομα), της μεταποιητικής βιομηχανίας (324.190 άτομα), της ενέργειας (42.930 άτομα) και των κατασκευών (199.230 άτομα). Επακολούθως, το 46% των απασχολουμένων εργάζεται στους κλάδους του εμπορίου και της επισκευής οχημάτων (819.190 άτομα), των μεταφορών και της αποθήκευσης (194.110 άτομα), της παροχής υπηρεσιών καταλυμάτων και εστίασης (344.890 άτομα), των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών (83.970 άτομα), των χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (81.080 άτομα), της παροχής κτηματομεσιτικών υπηρεσιών (9.180 άτομα), της παροχής διοικητικών υπηρεσιών (120.890 άτομα) και στον κλάδο επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (226.260 άτομα).
Από την άλλη πλευρά, στους κλάδους όπου ως βασικός εργοδότης εμφανίζεται ο δημόσιος τομέας, απασχολείται το 21,7% των εργαζομένων, με 295.090 άτομα να εργάζονται στην εκπαίδευση, 220.408 άτομα στον τομέα της υγείας και 371.340 άτομα στη δημόσια διοίκηση.
Δομή του επιχειρείν
Όσον αφορά τώρα τη δομή του επιχειρείν στη χώρα μας, διαχρονικά οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις αποτελούν το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Συγκεκριμένα, το 2019, εκτιμάται ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 99,7% του συνόλου των επιχειρήσεων (97,8% πολύ μικρές επιχειρήσεις και 1,9% μικρές επιχειρήσεις), απασχολούν το 78,2% του συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και θα παράγουν το 46,6% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (σε κόστος συντελεστών παραγωγής) που παράγει το σύνολο του μη οικονομικού και ασφαλιστικού κλάδου των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα.
Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν θεμέλιο λίθο του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας, με τη χώρα μας να μην αποτελεί εξαίρεση. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό πολύ μικρών επιχειρήσεων μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ποσοστό που, όπως προαναφέρθηκε, αγγίζει το 97,8%.
Μελετώντας το προφίλ των πολύ μικρών επιχειρήσεων (έως 10 εργαζόμενοι) στην Ελλάδα, βασιζόμενοι στην προβολή-πρόβλεψη της Eurostat για το 2019, διακρίνεται ότι από τις 895.195 πολύ μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σήμερα στη χώρα μας, οι 139.523 ανήκουν στον κλάδο της βιομηχανίας και των κατασκευών, οι 284.707 επιχειρήσεις στο διανεμητικό εμπόριο και οι 470.945 επιχειρήσεις, δηλαδή το 44,7%, δραστηριοποιούνται στον κλάδο των υπηρεσιών.
Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι παρατηρήθηκε για το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ναι μεν η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση, αλλά όχι με τόσο μεγάλη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (97,8% έναντι 93,2%), το ποσοστό των εργαζομένων σε αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεις στην Ελλάδα καταγράφεται υπερδιπλάσιο από το μέσο ποσοστό των 28 κρατών-μελών της ΕΕ.
Αναλυτικότερα, στη χώρα μας, το 63,4% των εργαζομένων απασχολείται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (<10 εργαζόμενοι), το 14,8% εργάζεται σε μικρές επιχειρήσεις (10-49 εργαζόμενοι), το 9,3% σε μεσαίες επιχειρήσεις (50-249 εργαζόμενοι) και το 12,5% σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζομένους, με τα αντίστοιχα ποσοστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο να είναι 29,8% (πολύ μικρές επιχειρήσεις), 19,8% (μικρές επιχειρήσεις), 16,9% (μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις) και 33,5% (μεγάλες επιχειρήσεις).
Δεξιότητες και εργατικό δυναμικό
Ένας άλλος θεματικός άξονας που αναπτύσσεται στο κείμενο παρέμβασης είναι οι «Δεξιότητες και εργατικό δυναμικό», όπου καταγράφονται η «οριζόντια» και η «κάθετη» αναντιστοιχία προσόντων του εργατικού δυναμικού της χώρας. Επιπλέον, αναδεικνύεται ότι η «κάθετη» αναντιστοιχία δεξιοτήτων συνιστά την κύρια διάσταση του χάσματος δεξιοτήτων, καθώς δεν πρόκειται για παροδική τάση, αλλά για σταθερή αυξητική ροπή εικοσαετίας, η οποία δεν αφορά περιορισμένο αριθμό παραγωγικών κλάδων, αλλά σχεδόν στο σύνολό τους.
Διευκρινίζεται ότι η «κάθετη» αναντιστοιχία, γνωστή και ως υπερεκπαίδευση, υφίσταται, όταν ένα άτομο απασχολείται σε θέση εργασίας για την οποία απαιτείται κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτό που διαθέτει ο εργαζόμενος, ενώ «οριζόντια» αναντιστοιχία υφίσταται, όταν το είδος – και όχι το επίπεδο – της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων είναι ακατάλληλο για τη συγκεκριμένη θέση.
Όσον αφορά την οριζόντια αναντιστοιχία δεξιοτήτων στη χώρα μας, το 31,2% των εργαζομένων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εργάζονται σε θέσεις μη συναφούς γνωστικού αντικειμένου από αυτό των σπουδών τους. Μακράν το υψηλότερο ποσοστό παρουσιάζουν οι απόφοιτοι γεωπονικών και κτηνιατρικών σπουδών, με το 73% των πτυχιούχων που εργάζονται να απασχολούνται σε θέσεις διαφορετικού γνωστικού αντικειμένου. Πολύ υψηλά ποσοστά οριζόντιας αναντιστοιχίας εμφανίζουν, επίσης, οι πτυχιούχοι καλών τεχνών και ανθρωπιστικών σπουδών (51,9%) και ακολουθούν οι σπουδές μηχανικού και δομικών έργων (48%) και οι σπουδές στις θετικές επιστήμες και στην πληροφορική (46%).
Αντιθέτως, τα δεδομένα παρουσιάζονται πιο ευοίωνα για τους αποφοίτους σπουδών παροχής υπηρεσιών (10,8%), αλλά και για τους πτυχιούχους σχολών κοινωνικών επιστημών, νομικής και διοίκησης επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων το ποσοστό οριζόντιας αναντιστοιχίας κυμαίνεται στο 15,7%.
Το ζήτημα της κάθετης αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, δηλαδή το φαινόμενο άτομα να εργάζονται σε θέσεις που απαιτούν λιγότερα προσόντα από αυτά που κατέχουν, δεν είναι κάτι νέο για την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, καθώς ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε αυτή την κατηγορία ανήκε περίπου 1 στους 5 εργαζόμενους.
Ωστόσο, όσον αφορά την Ελλάδα, η κατάσταση, μετά το 2010, φαντάζει υπέρ του δέοντος δυσοίωνη. Συγκεκριμένα, ενώ, μέχρι το 2010, το ποσοστό των εργαζομένων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η θέση εργασίας των οποίων υπολειπόταν του μορφωτικού τους επιπέδου, κυμαινόταν στην Ελλάδα πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, από το 2011, το εν λόγω ποσοστό αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς, με αποτέλεσμα το 2018 1 στους 3 (33,9%) εργαζόμενους με πανεπιστημιακή μόρφωση στην Ελλάδα να απασχολείται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν λιγότερα προσόντα, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην τρίτη θέση στην ΕΕ των 28 σε ποσοστό κάθετης αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και απαιτήσεων θέσης εργασίας.
Τέλος, μόνο το 21,7% των ελληνικών επιχειρήσεων (έτος αναφοράς: 2015) παρέχουν στους εργαζόμενους προγράμματα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να διαμορφώνεται στο 72,6%. Με άλλα λόγια, οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επενδύουν σε μία χρόνια, σταθερή και πλέον σχεδόν δομική παθογένεια της ελληνικής αγοράς εργασίας, την υπερεκπαίδευση, αποφεύγοντας να επενδύσουν στην κατάρτιση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων τους - τουλάχιστον όχι στο βαθμό και στην ποιότητα που η συγκυρία απαιτεί. Την ίδια στιγμή, επιδιώκουν να μετακυλήσουν στο εκπαιδευτικό σύστημα το κόστος της συνεχιζόμενης ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης που τους αναλογεί.
Σύμφωνα με το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, η συγκεκριμένη στρατηγική εντάσσεται στη γνωστή λογική της μείωσης του κόστους της εργασίας, αλλά καταλήγει στην υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας και στη μείωση της παραγωγικότητας. «Οι "υπερπροσοντούχοι" ζουν την καθημερινή υποτίμηση των δεξιοτήτων τους και οι λιγότερο καταρτισμένοι εργαζόμενοι αδυνατούν να αποκτήσουν νέες» καταλήγει το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ