Δεν είναι μόνο η κρίση χρέους που έχει αφήσει το αποτύπωμά της στην ελληνική κοινωνία, «αφανίζοντας» τη μεσαία τάξη των Ελλήνων. Η αυτοματοποίηση και οι ευρύτερες αλλαγές στη μεταποίηση, με στροφή προς τον τομέα υπηρεσιών, είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια επτά εκατ. μέσης εξειδίκευσης θέσεων εργασίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey.
Ιδιαίτερα απογοητευτικά τα ευρήματα της McKinsey για την Ελλάδα, με το ποσοστό των εργαζομένων μέσης εξειδίκευσης και αποδοχών επί του συνολικού εργατικού δυναμικού να μειώνεται πάνω από 6% στην περίοδο 2000-2018.
Η Ελλάδα, όπως και η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι μεταξύ των 22 χωρών στην έρευνα της McKinsey που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ξεπεράσουν τον αρνητικό αντίκτυπο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό(92%) πολιτών που δηλώνουν ότι δεν έχουν περιθώρια να αποταμιεύσουν χρήματα για τα γηρατειά, ενώ το 79% των Ελλήνων δηλώνουν ότι δεν αποταμιεύουν καθόλου χρήματα. Τα αντίστοιχα ποσοστά σε χώρες όπως η Νορβηγία και Ελβετία είναι μόλις 39% και ο μέσος όρος μεταξύ των 22 χωρών της έρευνας στο 53%.
Οι εργαζόμενοι μέσης εξειδίκευσης είναι και περισσότερο ευάλωτοι στους κινδύνους που απειλούν την αγορά εργασίας. Σύμφωνα με σύνθετο δείκτη του ΟΟΣΑ που αξιολογεί τον κίνδυνο απώλειας εργασίας, τη διάρκεια ανεργίας και την κάλυψη από το δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας, οι κίνδυνοι απώλειας εισοδήματος και απασχόλησης είναι περισσότερο έντονοι σε Ελλάδα και Ισπανία, όπου οι εργαζόμενοι κινδυνεύουν να χάσουν έως και το 21,7% των αποδοχών τους και 15,8% στην Ισπανία. Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν σημαντικά κάτω από το 10% το 2007. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, στο χρονικό διάστημα από το 2007 έως το 2013 χάθηκαν 1,7 εκατ. θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ όλων των θέσεων που χάθηκαν στη χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο.
Στον αντίποδα, για τους εργαζομένους σε Γερμανία, Ιαπωνία και Ηνωμένο Βασίλειο είναι χαμηλότεροι οι κίνδυνοι στην αγορά εργασίας. Σε αυτές τις τρεις χώρες, όπως δείχνει η έρευνα της McKinsey, είναι σημαντικά χαμηλότερος ο κίνδυνος ανεργίας, μικρότερος ο χρόνος που μένει κάποιος άνεργος, ενώ είναι πιο γενναιόδωρα και τα επιδόματα ανεργίας.
Ακόμη ένας παράγοντας που καθιστά ευάλωτους τους εργαζομένους μέσης εξειδίκευσης αποτελεί και το γεγονός ότι έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Κατά μέσο όρο στις 22 χώρες της έρευνας, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις έχει μειωθεί από 44% το 2000 στο 38% το 2017. Η Ελλάδα ήταν η χώρα όπου καταγράφηκε το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης, με μόλις 25% των Ελλήνων εργαζομένων να καλύπτονται πλέον από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, έναντι 100% το 2000. Η Αυστρία έχει το υψηλότερο ποσοστό -98% το 2017. Στις ΗΠΑ, μόλις το 14% των εργαζομένων καλύπτονταν το 2000 από συλλογικές συμβάσεις, ένα ποσοστό που μειώθηκε στο 12% το 2017.
Η έρευνα της McKinsey «Το Κοινωνικό Συμβόλαιο του 21ου αιώνα» περιλαμβάνει 22 ανεπτυγμένες οικονομίες σε Ασία, Ευρώπη και Αμερική, καλύπτοντας το 57% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι παρότι έχουν αυξηθεί οι ευκαιρίες για εργασία και τα ποσοστά απασχόλησης σε ορισμένες χώρες έχουν φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ, η εργασιακή πόλωση και η εισοδηματική στασιμότητα συνεχίζουν να υφίστανται, επηρεάζοντας κυρίως τους εργαζομένους της μεσαίας τάξης.
Σχεδόν 120 εκατ. μέσης εξειδίκευσης και μέσου εισοδήματος σε Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν «αφανισθεί» στην περίοδο 2000-2018. Την ίδια στιγμή, η δραματική μείωση των συντάξεων συρρικνώνει δραματικά τα περιθώρια για αποταμίευση.