«Μίαν Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι᾿ άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν κι’ αλιμούργιαξαν (= σκόρπισαν, διάλυσαν) το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε».
Μέσα από τη βιαιότητα που κυριαρχούσε στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια του κοινοβουλευτισμού, κατά τον εορτασμό του Πάσχα, δόθηκε η αφορμή για τον ναυτικό αποκλεισμό της πρωτεύουσας από τον αγγλικό στόλο και την επιβολή ενός οδυνηρού «εμπάργκο» στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Εορταστικοί… πυροβολισμοί στους δρόμους, με τρεις νεκρούς και πολλούς τραυματίες και κυρίως η βίαιη επίθεση και η λεηλασία του σπιτιού του Εβραίου Δαυίδ Πασίφικο, με αφορμή το έθιμο του καψίματος του Ιούδα, συνέθεταν εικόνα χάους στην πρωτεύουσα τις μέρες του Πάσχα του 1847. Οι εφημερίδες της εποχής επέρριπταν ευθύνες στην κυβέρνηση του Ιωάννη Κωλέττη, του επικεφαλής του Γαλλικού Κόμματος, «το κόμμα της μοσχομάγκας», όπως αποκαλείτο.
Στην ελληνική ιστοριογραφία η επίθεση στο σπίτι του Πασίφικο, γνωστού και ως Δον Πασίφικο, υποβαθμίζεται ως γεγονός και αναφέρεται με πολύ λίγα, συχνά αντικρουόμενα στοιχεία. Ωστόσο, από τα βρετανικά αρχεία προκύπτει ότι η υπόθεση προκάλεσε μεγάλη διπλωματική αλληλογραφία μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας, καθώς ο Πασίφικο, γεννημένος στο Γιβραλτάρ, διατηρούσε την αγγλική υπηκοότητα. Χαρακτηριστικό της σημασίας που έδωσε η αγγλική διπλωματία ήταν η προσφυγή προς εξέταση του θέματος από το Συμβούλιο Νομικών του Στέμματος.
Ο Πασίφικο ήταν δραστήριο μέλος της εβραϊκής κοινότητας και σε μια νεκρολογία που δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου 1854, στο «Εβραϊκό Χρονικό» του Λονδίνου («The Jewish Chronicle»), χαρακτηρίστηκε ως «άτομο που... προκάλεσε τόσο πολύ έξαψη (αναστάτωση) στον πολιτικό κόσμο».
Ενδιαφέρουν έχουν, ακόμα, σωζόμενες επιστολές του προς τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, Εντμοντ Λάιονς (Edmund Lyons), στις οποίες φαίνεται ότι εκείνη την εποχή, με την ανοχή της κυβέρνησης Κωλέττη, που χαρακτηρίστηκε από την ποικιλότροπη εύνοια των πολιτικών φίλων του, είχαν σημειωθεί και διάφορα περιστατικά αντισημιτικής δράσης σε άλλες πόλεις, μάλλον με αφορμή το ίδιο έθιμο.
Σε επιστολή με ημερομηνία 31 Αυγούστου 1848, ο ίδιος αναφέρει δύο περιστατικά, που είχαν γίνει «πριν από λίγα χρόνια». Το ένα στην Πάτρα, όπου «δύο αδελφοί, οι Σολομών και Δαβίδ Ζακούμ, σφαγιάστηκαν και κανένας από τους δολοφόνους δεν τιμωρήθηκε» και το άλλο στη Χαλκίδα, όπου η εβραϊκή συναγωγή «καταστράφηκε και κάηκε […], όλα τα ιερατικά στολίδια ήταν σχισμένα και λεηλατημένα, […] τα ιερά βιβλία μεγάλης αξίας […] διασκορπίστηκαν». (1)
Ναυτικός αποκλεισμός
Και καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνταν να καταβάλλουν αποζημίωση στον Πασίφικο, παραπέμποντας το θέμα στην πλήρως χειραγωγημένη Δικαιοσύνη, με δικαστές, που άλλαζαν σε κάθε εναλλαγή κυβέρνησης, οι Αγγλοι βρήκαν την ευκαιρία να «στριμώξουν» τον Οθωνα, καθώς θεωρούσαν ότι επέτρεπε να «αλωνίζουν» οι Γάλλοι μέσω του πρέσβη τους, Εδουάρδου Θουβανέλ, και είχε φιλορωσική στάση, ενώ είχε αρνηθεί να διορίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό από το Αγγλικό Κόμμα.
Ετσι, στις 3 Ιανουαρίου 1850, έφτασε στον Πειραιά ένας ισχυρός στόλος υπό τον ναύαρχο Ουίλιαμ Πάρκερ και προχώρησε σε ναυτικό αποκλεισμό, με σοβαρές επιπτώσεις στην εύθραυστη οικονομία του «νεαρού» κράτους. Ταυτόχρονα, τέθηκαν μια σειρά αιτήματα προς την ελληνική κυβέρνηση, κυρίως για την καταβολή αποζημιώσεων σε Βρετανούς πολίτες.
Ενα αίτημα, που αφορούσε τη διεκδίκηση από τους Αγγλους δύο μικρών νησιών (την Ελαφόνησο και τη Σαπιέντζα), αποσύρθηκε, γρήγορα και σιωπηρά, καθώς αποτελούσε εδαφικό ζήτημα και δεν θα μπορούσε να επιλυθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των άλλων Δυνάμεων, που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του 1832 για την αναγνώριση του ελληνικού κράτους. (2)
Ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του σημειώνει ότι «αναφέρθη (σ.σ. στην κυβέρνηση) πολλάκις ο Οβραίος και μπορούσαν με δεκαπέντε ώς είκοσι χιλιάδες δραχμές να σβέσουνε αυτό το κακό. Οσες φορές αναφέρθη, τίποτας δεν έκαμαν. […] ο Πάλμεστρον ετοιμάζει έναν σημαντικόν στόλο […] κ’ έρχονται εις τον Πειραιά κι’ Αμπελάκι (σ.σ. Σαλαμίνας) και μας κάνουν στενόν μπλόκο».
«Παίρνουν όλα τα εθνικά πλοία και τα εμπορικά· κι᾿ αφανίζουν το εμπόριον γενικώς και τους δυστυχισμένους τους νησιώτες. […] Και φοβέριζαν σήμερα θα κινηθούν διά την πρωτεύουσα κι’ αύριο θα κινηθούν», περιγράφει ο ίδιος. (3)
Ο αποκλεισμός, που προκάλεσε πολιτική αναταραχή ακόμα και στην Αγγλία, διήρκεσε περίπου τρεις μήνες και όλη η περιπέτεια πήρε το όνομα «Παρκερικά». Ομως, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι έγινε, τρία χρόνια νωρίτερα, το Πάσχα του 1847. Εκείνα τα χρόνια, τις μέρες του Πάσχα οι… εορταστικοί πυροβολισμοί στους δρόμους έδιναν κι έπαιρναν. Σε αυτή την αγριότητα συμμετείχαν ακόμα και υπουργοί. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση του Κωλέττη έμενε στα… λόγια, αφήνοντας την κατάσταση ανεξέλεγκτη.
Οπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής (εφ. «Ελπίς» 31.3.1847), εκείνη τη χρονιά οι πυροβολισμοί άρχισαν από τη Μεγάλη Τετάρτη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί, από «αδέσποτη» σφαίρα, ένας Υδραίος βγαίνοντας από το σπίτι του. Επειτα απ’ αυτό, η Αστυνομία, που υπαγόταν στον Δήμο, έβγαλε, με τυμπανοκρουσίες, δηλαδή με την ανάγνωση από τελάλη υπό των ήχο τυμπάνων, μια απαγορευτική ανακοίνωση για τους πυροβολισμούς. Ωστόσο, οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους άλλες δύο γυναίκες και να τραυματιστούν πολλοί άλλοι.
Αφιξη Ρότσιλντ
Ενα άλλο έθιμο, που προκαλούσε έντονες αντιδράσεις, ήταν το κάψιμο ενός ομοιώματος του Ιούδα, που φαίνεται ότι κάποιοι το εκμεταλλεύονταν για να εκφράσουν τα αντισημιτικά αισθήματά τους. Ομως, εκείνη τη χρονιά η κυβέρνηση του Κωλέττη υποχρεώθηκε να το απαγορεύσει, καθώς είχε φτάσει στην Αθήνα ο βαρόνος Καρλ Μάγιερ ντε Ρότσιλντ, ένας τραπεζίτης της γνωστής οικογένειας, που είχε, ήδη, δώσει δάνεια στην Ελλάδα.
Οπως έγραψε η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ο Φίλος του Λαού» (φ. 21.3.1847), «διά του τελευταίου Γαλλικού ατμοπλοίου έφθασεν εις την πρωτεύουσάν μας είς ανηψιός του Ρόσχιλδ». Ο Ρότσιλντ κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Η Ανατολή» (στα τέλη του 19ου αιώνα μετονομάστηκε σε «Βύρων»), που βρίσκεται στη γωνία της οδού Αιόλου 38 με την πλατεία της Αγίας Ειρήνης, το πολυτελέστερο, τότε, της Αθήνας και την επομένη της άφιξής του συναντήθηκε με τον Κωλέττη, «όστις τον υπεδέχθη φιλοφρονέστατα».
Ο Αγγλος πρέσβης στην Αθήνα έγραφε, λίγο αργότερα (20.5.1847), σε επιστολή του στον πανίσχυρο Αγγλο υπουργό Εξωτερικών Πάλμερστον ότι «[…] η Κυβέρνηση, συνεπεία της παρουσίας του βαρόνος C. M. de Rothschild, έλαβε μέτρα για να αποφευχθεί η πραγματοποίησή του [εν. του εθίμου]». (4) Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θέλησε να αποφύγει οποιαδήποτε προσβολή μπορούσε να γίνει στον εβραϊκού θρησκεύματος προσκεκλημένο της.
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες γιορτές του Πάσχα, όπως έγραψε η εφημερίδα «Αιών» (φ. 29.3.1847), η Αστυνομία παρέλειψε, αυτή τη φορά, να πάρει προστατευτικά μέτρα για το σπίτι ενός άλλους Εβραίου, στο θρήσκευμα, που κατοικούσε με την οικογένειά του στην Αθήνα, του Δαυίδ Πασίφικο. Ο Πασίφικο ήταν λατινικής καταγωγής Εβραίος (Σεφαραδίτης). Η οικογένειά του είχε εκδιωχθεί το 1492 με τους άλλους Εβραίους από την Ισπανία και είχε καταφύγει στην Ιταλία. Ο παππούς του είχε εγκατασταθεί στο Γιβραλτάρ, όπου γεννήθηκε το 1784 ο ίδιος, αλλά λόγω της δουλειάς του πατέρα του μεγάλωσε στην Πορτογαλία και γι’ αυτό μιλούσε άπταιστα τα πορτογαλικά.
Η επαγγελματική δραστηριότητά του ξεκίνησε το 1812 στο Λάγος, στη νότια Πορτογαλία, αλλά, εξαιτίας της συμπάθειάς του στους Φιλελεύθερους, η περιουσία του κατασχέθηκε από τον βασιλιά Ντομ Μιγκουέλ και υπέστη πολλούς διωγμούς κατά τον πορτογαλικό εμφύλιο πόλεμο του 1828-34. Ομως, το 1835, με τη νίκη των Φιλελευθέρων ανταμείφθηκε με την πορτογαλική υπηκοότητα και το αξίωμα του προξένου στο Μαρόκο.
Δύο χρόνια αργότερα τοποθετήθηκε ως γενικός πρόξενος στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε εξέχουσα θέση στην τοπική εβραϊκή κοινότητα, διαχειριζόμενος χρήματα για την κατασκευή συναγωγής, σε έκταση που αγοράστηκε το 1843 μέσω της δούκισσας της Πλακεντίας.
Ωστόσο, στις 4 Ιανουαρίου 1842 απολύθηκε, λόγω κάποιων καταγγελιών για οικονομική κατάχρηση ή, κατά άλλες πηγές, για «κατάχρηση εξουσίας», από τη θέση του προξένου της Πορτογαλίας, αλλά συνέχισε να διαμένει στην Αθήνα με την οικογένειά του. Ο ίδιος είχε θεωρήσει άδικη την απόλυσή του και διεκδικούσε αποζημίωση από την πορτογαλική κυβέρνηση, η οποία αρχικά ήταν 450.000 φράγκα, για να περιοριστεί τελικά και να εισπράξει, ύστερα από αρκετά χρόνια (1851), μόλις 5.000 φράγκα (περίπου 3.700 δραχμές).(5)
Για τα επόμενα πέντε χρόνια υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες για τις δραστηριότητές του και για τον τρόπο διαβίωσής του, κυρίως επειδή, μετά τη βίαιη επίθεση στο σπίτι του και πολύ περισσότερο μετά τον ναυτικό αποκλεισμό των Αγγλων, υπήρξε μια προσπάθεια από την ελληνική κυβέρνηση να φανούν ως υπερβολικές οι οικονομικές απαιτήσεις του και πιθανόν αυτό να ήταν σε μεγάλο βαθμό αλήθεια.
Ωστόσο, επίσης υπερβολικές φαντάζουν οι μεταγενέστερες περιγραφές του Νικ. Δραγούμη ότι ο Πασίφικο ήταν «όλως ενδεής [και] ελλείτο ως πένης», του Επαμ. Κυριακίδη πως «έζη εν Αθήναις ελεούμενος υπό της δουκίσσης της Πλακεντίας και άλλων φιλανθρώπων» και πολύ περισσότερο του Χαρ. Αννινου, που τον αναφέρει ως «οικτρόν υπό πάσαν έποψιν υποκείμενον, αγύρτης και τυχοδιώκτης».
Μάλλον πιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν οι εφημερίδες, που περιέγραφαν τα βίαια επεισόδια στο σπίτι του το μοιραίο Πάσχα και έγραφαν πως ο Πασίφικο ήταν κτηματίας («Αιών») και τον περιέγραφαν ως «γέροντα, τίμιο και φιλήσυχο άνδρα» («Αθηνά», φ. 29.3.1847) και ως «φιλήσυχο, οικογενειάρχη, ελεήμονα, αγαθό πολίτη» («Ελπίς»).
Οχλος 300-400 ανθρώπων
Το ίδιο αντιφατικές είναι οι περιγραφές για το σπίτι του Πασίφικο, το οποίο από διάφορες πηγές φαίνεται ότι βρισκόταν κοντά στο τέλος της οδού Ερμού, περίπου «40 γιάρδες (36,5 μέτρα) από το μεγάλο [κεντρικό] δρόμο», πολύ κοντά στον ναό των Αγίων Ασωμάτων, στο Θησείο, καθώς η εφημερίδα «Ελπίς» έγραφε πως βρισκόταν κοντά στην εκκλησία «απέναντι του ναού του Θησέως», έξω από την οποία «ανήμερα το Πάσχα συνεθίζετο ενταύθα να καίωσιν εξ αχύρων σχηματισμένον Εβραίον».
Πιθανόν, λοιπόν, το σπίτι να βρισκόταν κάπου μεταξύ των οδών Ερμού και Λεπενιώτου και λανθασμένα ή από σκοπιμότητα (για να την παρουσιάσει πολυτελή, όχι φτωχή) είχε αναφέρει ο Πάλμερστον σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι εκεί κατοικούσε ο επικεφαλής της Αντιβασιλείας, Αρμανσμπεργκ, του οποίου η κατοικία βρισκόταν πιο μακριά, επί της σημερινής οδού Πειραιώς.
Καθώς, λοιπόν, η κυβέρνηση Κωλέττη είχε απαγορεύσει την πραγματοποίηση του καψίματος του Ιούδα, κάποιοι βγαίνοντας την Κυριακή του Πάσχα από την εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων άρχισαν να διαδίδουν ότι εξαιτίας του εκδόθηκε η απαγόρευση.
Μάλιστα, κατά την εφημερίδα «Αθηνά» (φ. 29.3.1847), λεγόταν ότι «ούτος, ως Ιουδαίος, είχε πληρώσει την αστυνομίαν να τους εμποδίση τού ν’ ανάψουν την πυράν» (σ.σ. ένα ακόμα στοιχείο που συνηγορεί ότι δεν είχε τη φήμη επαίτη).
Κατά τις εφημερίδες «Αιών» και «Αθηνά», οι πρωταίτιοι είχαν στόχο να ληστέψουν το σπίτι, αλλά κατά τον Αννινο υπήρχε και το ενδεχόμενο προσωπικής έχθρας, διότι, όπως γράφει, «κατά τας διηγήσεις των παλαιοτέρων ηκούσθησαν κατά την σκηνήν της οχλαγωγίας φωναί λέγουσαι: “Πάμε να καύσωμεν τον αληθινόν Εβραίον!”».(6)
Ο Πασίφικο, βλέποντας έναν όχλο 300-400 ανθρώπων να κινείται εναντίον του σπιτιού του, έσπευσε να ενημερώσει τον Βρετανό πρέσβη, που έστειλε τον γραμματέα της πρεσβείας να ζητήσει την παρέμβαση του υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος παρέμεινε αδρανής. Οι επιτιθέμενοι έσπασαν την πόρτα και «μπήκαν στο σπίτι μου και βλαστημώντας τρομακτικά, άρχισαν να χτυπάνε τη γυναίκα μου, τα αθώα μου παιδιά και το γαμπρό μου», έγραψε, στις 7 Απριλίου, ο Πασίφικο στον Βρετανό πρέσβη, περιγράφοντας τη λεηλασία που ακολούθησε.(7)
Ο ίδιος και η οικογένειά του κατάφεραν και βγήκαν στα κεραμίδια απ’ όπου πέρασαν σε άλλη ταράτσα, ζητώντας βοήθεια, ενώ, όπως έγραφε η εφημερίδα «Ελπίς», τρεις χωροφύλακες «ίσταντο έξωθι της οικίας ατάραχοι, βλέποντες με αδιαφορίαν την τοιαύτην εκπόρθησίν της».
Η αδράνεια των αρχών εξηγείται από τις αποκαλύψεις των εφημερίδων. Ο «Αιών» σημείωνε ότι ανάμεσα στο πλήθος «υπήρχον και υιοί υπουργών και υιοί αξιωματικών, απολαμβανόντων την εύνοιαν και την υποστήριξιν των αρχόντων της ημέρας», η «Ελπίς» υπογράμμισε ότι το θύμα είδε «μεταξύ των κατά πρώτον εισβαλόντων, τον υιόν ενός υπουργού της Επικρατείας» και η «Αθηνά» αποκάλυπτε ότι κλοπιμαία βρέθηκαν σε σπίτια «καλών οικογενειών».
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στ’ Απομνημονεύματά του γίνεται πιο συγκεκριμένος:
«Μίαν Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι᾿ άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν κι’ αλιμούργιαξαν (= σκόρπισαν, διάλυσαν) το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε».
Καταγγελίες
Πολύ αργότερα θα γίνει γνωστό ότι ο Πασίφικο είχε καταγγείλει στον Βρετανό πρέσβη τον γιο του υπουργού Στρατιωτικών και λαμπρού αγωνιστή του 1821 Κίτσου Τζαβέλα, τον Δημήτρη Τζαβέλα, πράγμα το οποίο θα αναφέρει, στις 25 Ιουνίου 1850, και ο Πάλμερστον σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε άλλη επιστολή του, με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1847, ο Πασίφικο είχε καταγγείλει, ακόμα, ότι ο γιος του Κίτσου Τζαβέλα, που στο μεταξύ είχε γίνει πρωθυπουργός, είχε μπει ξανά βίαια στο σπίτι και απείλησε τη γυναίκα και τις κόρες, ίσως για εκφοβισμό, καθώς είχε γίνει, πλέον, γνωστή η αγγλική παρέμβαση, αλλά αναγκάστηκε να φύγει μετά την παρέμβαση γειτόνων. (8)
Τότε ο Δημήτρης Τζαβέλας πρέπει να φοιτούσε ακόμα στη Σχολή Ευελπίδων, όπου επεδείκνυε απρεπή συμπεριφορά και δημιουργούσε πολλά προβλήματα, απογοητεύοντας τον ηρωικό πατέρα του, ο οποίος αναγκάστηκε να τον διώξει από το σπίτι. Ο Δημήτρης έφυγε στο εξωτερικό και επέστρεψε έπειτα από πολλά χρόνια σε προχωρημένη ηλικία.
Ακολούθησε ο ναυτικός αποκλεισμός των Αγγλων και τελικά ο Πασίφικο, που αρχικά διεκδικούσε 886.737 δραχμές (31.534 λίρες), συμβιβάστηκε λαμβάνοντας αποζημίωση από το ελληνικό κράτος 120.000 δραχμές και 500 λίρες. Με αυτά τα χρήματα πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο Λονδίνο, όπου πέθανε στις 12 Απριλίου 1854, χωρίς, ωστόσο, να γίνει ποτέ δημοφιλής μεταξύ των Εβραίων του Λονδίνου.
Πηγές:
(1) «Βρετανικά και ξένα έγγραφα του κράτους» («British and foreign state papers»), έκδοση του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών, τόμος 39ος (1849/50), σελ. 386.
(2) Επαμ. Κυριακίδης (1892), «Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Τόμος Α΄, Κεφ. Ε΄, σελ. 598.
(3) Γιάννης Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», Βιβλίο Δ΄, Κεφ. 4.
(4) «Βρετανικά και ξένα έγγραφα του κράτους», ό.π, σελ. 332.
(5) Νικ. Δραγούμης (1879) «Ιστορικές Αναμνήσεις», Τόμος Β΄, σελ. 192.
(6) Χαρ. Αννινος, «Αι Αθήναι κατά το 1850», χ.χ., σελ. 55-56.
(7) «Βρετανικά και ξένα έγγραφα του κράτους», ό.π, σελ. 333-334.
(8) «Βρετανικά και ξένα έγγραφα του κράτους», ό.π, σελ. 343-344.
* Οι εφημερίδες είναι από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.