Διά χειρός Γιώργου Βακιρτζή, πρωτομάστορα του είδους.
Οι κάπως μεγαλύτεροι θα θυμούνται –τότε που ο κινηματογράφος ήταν από τις δημοφιλέστερες ψυχαγωγίες– τις γιγαντοαφίσες που υποδέχονταν τους θεατές στο εξωτερικό των αιθουσών. Τέτοιες μέρες, μάλιστα, κυριαρχούσαν ταινίες σχετικές με τον βίο και τα πάθη του Χριστού – κάποιες από τις οποίες προβάλλονται την εβδομάδα αυτήν από τηλεοράσεως (ό,τι πρέπει για τους έγκλειστους πιστούς, αφού απαγορεύεται, λόγω ιού, ο εκκλησιασμός).
Μία από αυτές και ο «Χιτών» του Χένρι Κόστερ, με πρωταγωνιστές τους Ρίτσαρντ Μπάρτον, Τζιν Σίμονς και Βίκτορ Ματσιούρ. Προβλήθηκε στην Αθήνα το 1961, ενισχυμένη με γιγαντοαφίσα του πρωτομάστορα του είδους Γιώργου Βακιρτζή, στην πρόσοψη των κινηματογράφων «Κοτοπούλη» (Ομόνοια) και «Αττικόν» (Σταδίου). Kαι είναι ο Χρήστος Θ. Μαργαρίτης που επιμελήθηκε το λεύκωμα «Προσεχώς Coming Shortly» με αφίσες και σχέδια του Γιώργου Βακιρτζή για τον κινηματογράφο, του οποίου είχε τη γενική επιμέλεια. Από το λεύκωμα αυτό είναι και το σχέδιό του για την ταινία «Ο Χιτών», που εικονογραφεί το σημερινό κείμενο.
Πριν από 39 χρόνια
Είχα συναντήσει τον Βακιρτζή για μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» (14 Απριλίου 1981) με αφορμή έκθεση έργων του στην γκαλερί «Νέες Μορφές», γιατί πάνω απ’ όλα ήταν ζωγράφος. Δεν τον βρήκα σε καλή διάθεση, καθώς έναν χρόνο πριν έζησε επικίνδυνη περιπέτεια. Ενας ταξιτζής τον χτύπησε, έπειτα από τροχαία παρεξήγηση, στο κεφάλι με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί επί ενάμιση μήνα στο νοσοκομείο.
Μια ουλή από την κορυφή του κεφαλιού ώς το μέτωπο ήταν το φανερό σημάδι της περιπέτειας αυτής που, καθώς φαινόταν, είχε βάλει σε δοκιμασία το ηθικό του. Ωστόσο, στην κουβέντα μας, εκεί που δημιουργούσε την αίσθηση ότι είχε φτάσει στα όρια της απόγνωσης, ξεπηδούσε η πίστη του για τη συνέχεια της ζωής. «Καλό θα ήταν να γίνει ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, μπας και φτιάξουμε», αλλά στη συνέχεια: «Δεν πιστεύω ότι θα γίνει. Πιστεύω στο μέλλον»…
Θα συνεχίσω μ’ ένα «φλας μπακ», με στοιχεία κι από την ίδια συνέντευξη: Μικρασιατικής καταγωγής, ο Βακιρτζής γεννήθηκε το 1923 στη Μυτιλήνη, για να βρει στη συνέχεια οικογενειακώς καταφύγιο στον Πειραιά, στην παλιά Κοκκινιά, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Φτώχεια αλλά και αγάπη για τη ζωγραφική. Μαθητής αρχικά του Στέφανου Αλμαλιώτη στην τέχνη της γιγαντοαφίσας, πέρασε στη συνέχεια στη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Ουμπέρτο Αργυρό, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
●Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια; ρωτάω στη συνέντευξη.
«Ασχολήθηκα με τη φοιτητική πράξη. Δεν χρειάζεται να πω με τι και πώς»…
Η πράξη μετράει πριν απ’ οτιδήποτε άλλο για τον Βακιρτζή. Και δίπλα βάζει τη λέξη μάστορας.
Κολλητηρτζήδες….
●Οι νεότεροι καλλιτέχνες δεν είναι μάστορες;
«Κολλητηρτζήδες είναι! Δεν τους βλέπω σαν παραγωγούς. Είναι πολύ επηρεασμένοι από τη βιοτεχνία και τον καταναλωτισμό».
●Ο,τι κάνετε εσείς είναι τέχνη;
«Ο,τι έχω κάνει και κάνω, είναι τέχνη. Κοίταζα πάντα την ωραιότητα».
Από το 1945 έως το 1964 επιμελήθηκε πλήθος αφισών για ταινίες, ως καλλιτεχνικός διευθυντής της «Σκούρας Φιλμς», ενώ συνεργάστηκε και με τη «Φίνος». Το 1949 συμμετείχε, για πρώτη φορά, σε ομαδική έκθεση ζωγραφικής, ενώ το 1960 διοργάνωσε την πρώτη από τις 15 ατομικές του. Εκτός από την Ελλάδα, έργα του παρουσιάστηκαν σε ΗΠΑ, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία. Φιλοτέχνησε επίσης εξώφυλλα περιοδικών, βιβλία, λευκώματα, ενώ έγραψε και βιβλία σχετικά με την τέχνη. Εναν χρόνο μετά τον θάνατό του (πέθανε Ιανουάριο του 1988, στα 65 του), η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση έργων του.
●Η γνώμη σας για το μέλλον της τέχνης στον τόπο μας;
«Δεν είναι δυνατό να μην έχει μέλλον. Στην πληθώρα των κολλητηρτζήδων ξεχωρίζουν και μερικοί καλοί μαστόροι. Είμαστε τυχερός λαός γιατί έχουμε ιστορία πίσω μας κι έχουμε κάπου να πατήσουμε»…
♦
Στο πλαίσιο
Θα μπορούσα ν’ αραδιάσω σελίδες για τον Περικλή Κοροβέση, που συμβαίνει να τον γνωρίζω από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τότε που δοκιμαζόταν ως ηθοποιός στο Θέατρο Νέας Ιωνίας. Προέκυψε όμως η χούντα, και ο Περικλής, ως συνειδητός Αριστερός πολίτης, τάχτηκε έμπρακτα εναντίον της, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να τραβήξει των παθών του. Αυτά που περιγράφει στους «Ανθρωποφύλακες», όπου αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας – και έγινε διεθνές μπεστ σέλερ.
Πρωτοδιάβασα τους «Ανθρωποφύλακες» στα ξένα όπου βρισκόμουν –γιατί εκεί πρωτοκυκλοφόρησαν– και θαύμασα το σθένος και την αντοχή του ανθρώπου. Ο Περικλής ευτυχώς επέζησε και είχε την ικανοποίηση η μαρτυρία του να συμβάλει τα μέγιστα στη φθορά και στην ανατροπή των τυράννων.
Με την πτώση της χούντας ο Περικλής εγκατέλειψε τον ηθοποιό και καταπιάστηκε με αυτό που μπορούσε να προσφέρει περισσότερο: τη δημοσιογραφία –αρθρογραφία, επιφυλλιδογραφία– και γενικά το γράψιμο, επιτυχώς. Γιατί μπορεί να έπεσε η δικτατορία, αλλά η δημοκρατία είχε –και έχει– τα τρωτά της. Κι ήταν από αυτούς που τα επισήμαιναν, με γνώση, αντικειμενικότητα, πειστικότητα, γλαφυρότητα. Θέλησε να προσφέρει και από κάποια θεσμικά πόστα – δεν βολευόταν. Χωρούσε καλύτερα στο γράψιμο...
Είμαι μεταξύ εκείνων που είχαν τη χαρά να συγκατοικήσουν με τον Περικλή παλιότερα στην «Ελευθεροτυπία» και τώρα στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Είναι βέβαιο ότι θα λείψει από την εφημερίδα, από τους αναγνώστες της – απ’ όσους τον γνώρισαν. Και είναι κρίμα που ο φονικός ιός δεν μας επέτρεψε να τον αποχαιρετήσουμε στο τελευταίο του ταξίδι.
ΚΑΙ.. «Τόσες άδειες θέσεις έχει το λεωφορείο, χριστιανέ μου, δίπλα σε μένα βρήκες να καθίσεις; Πήγαινε πιο πέρα μη με κολλήσεις!»