Το σώμα της έγινε η κραυγή της

Είδαμε τα «Παράσιτα» του Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-χο που κέρδισαν το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας, τώρα μπορούμε να διαβάσουμε τη «Χορτοφάγο» της Νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ που κέρδισε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Man Booker. Ενα πρωτότυπο και παρεμβατικό μυθιστόρημα για τις μετα-καπιταλιστικές κοινωνίες, που οι εκδόσεις Καστανιώτη τολμούν να κυκλοφορήσουν εν μέσω καραντίνας στην παγωμένη αγορά του βιβλίου, προσφέροντάς το σε έντυπη σκληρόδετη μορφή και σε ηλεκτρονική, πιο οικονομική, μορφή e-book

«Είμαι ένας άνθρωπος που αισθάνεται πόνο όταν ρίχνεις ένα κομμάτι κρέας στη φωτιά»

Το λέει η 50χρονη σήμερα Χαν Γκανγκ (Han Kang), η σπουδαιότερη συγγραφέας της γενιάς της στη Νότια Κορέα, και εννοεί κάτι πολύ ευρύτερο και πολύ βαθύτερο από το ότι έχει οικολογικές ανησυχίες.

Αυτό το «κάτι» τής χάρισε το 2016 τη διεθνή αναγνώριση με το βραβείο Man Booker International για τη Χορτοφάγο που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Αμαλία Τζιώτη), ένα μυθιστόρημα κτισμένο γύρω από το αναπάντεχο «Οχι» μιας άχρωμης, αθόρυβης, άνευρης γυναίκας.

Ενα μυθιστόρημα αλλόκοτο, υποβλητικό, με μια υπόγεια δύναμη εκκωφαντικής διαμαρτυρίας ενάντια στα «Ναι» των μετα-καπιταλιστικών κοινωνιών (sic) που αγνοούν, ποδοπατούν, ακυρώνουν τις ατομικές ελευθερίες και αποκοιμίζουν τις συνειδήσεις.

Ξέρει καλά τι λέει η Χαν Γκανγκ, διότι κατάγεται από τη μαρτυρική πόλη Γκουανγκγιού (Gwangju), που η νεολαία της σφαγιάστηκε το 1980 όταν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Γιονάμ (Jeonnam) ξεσηκώθηκαν ζητώντας εκδημοκρατισμό. Ξέρει, διότι στη σημερινή Νότια Κορέα η ανάπτυξη είναι σαρωτική, όμως η σκιά από τα φρικτά βασανιστήρια ενάντια σε όσους είχαν τότε διαμαρτυρηθεί εξακολουθεί να βαραίνει τη συλλογική συνείδηση της πατρίδας της.

Η Χορτοφάγος τοποθετείται στη σημερινή Σεούλ, αλλά ξεπερνά τα σύνορα της Απω Ανατολής και παρακολουθεί τη ζωή μιας νέας γυναίκας και του συστήματος που την περιβάλλει σε τρία στάδια στη διάρκεια τριών χρόνων.

Στο πρώτο μέρος η συγγραφέας μάς μεταφέρει στην ψυχρή και επίπεδη καθημερινότητα ενός σχετικά φρέσκου ζευγαριού, όπου ο άντρας δουλεύει σκυλίσια σε μια εταιρεία και η γυναίκα ψιλοδουλεύει από το σπίτι, ψιλοδιαβάζει βιβλία και φροντίζει για τη βολή του.

Ολα δείχνουν ότι τα πράγματα θα κυλούν γύρω από εκείνον, που προσπαθεί να εξελιχθεί στο εργασιακό του περιβάλλον. Ωσπου μια μέρα η γυναίκα πετά σε σακούλες σκουπιδιών όλες τις προμήθειες του σπιτιού σε κρεατικά, παύει να τρώει κρέας και γαλακτοκομικά και παύει να τα μαγειρεύει. Γιατί; Επειδή είδε ένα όνειρο.

Σε ολόκληρη τη διαδρομή της ώς το τέλος του μυθιστορήματος, η Γιονγκ Χίε δεν θα δώσει καμία άλλη εξήγηση. Θα παραμείνει ακλόνητη, αποφασισμένη, αδιαπέραστη και μοναχική, και κανένα περιβάλλον, ούτε το ιδιωτικό, ούτε το οικογενειακό και κοινωνικό, ούτε το θεσμικό-ιατρικό, δεν θα προσπαθήσει ποτέ να την καταλάβει καθώς θα φανεί ότι πίσω από την απόφασή της δεν υπήρχαν λόγοι υγείας, θρησκείας ή ψυχολογίας, λόγοι δηλαδή θεμιτοί και αποδεκτοί.

Ο ίδιος ο σύζυγος-αφηγητής θα παραδεχτεί ότι: «Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό». Και ούτε που θα περάσει από το μυαλό του ότι ο εσωτερικός της κόσμος κοχλάζει.

Πράγματι, η Γιονγκ Χιε βλέπει όνειρα απίστευτης βίας, σκηνές αγριότητας που η συγγραφέας περιγράφει προκαλώντας ναυτία στον αναγνώστη, μαχαιρώματα, κανιβαλισμούς, βασανιστήρια. Αυτή η ανελέητη βαρβαρότητα που υφίστανται στο πετσί τους τα ζώα και οι άνθρωποι την συγκλονίζει.

Πετάει κάθε τι το δερμάτινο και αλλάζει τη διατροφή της. Το σώμα της γίνεται η κραυγή της. Ωσπου θα αδυνατίσει πολύ και ο άντρας της θα ζητήσει βοήθεια από τους γονείς και τα αδέλφια της. Αυτή η γυναίκα απειλεί την καριέρα του.

Αλλά η οικογενειακή σύναξη θα εξελιχθεί σε τραγωδία. Μόλις ο πατέρας θα προσπαθήσει να της ανοίξει το στόμα με τη βία, εκείνη θα αρπάξει ένα μαχαίρι και θα κόψει τις φλέβες της. Κι αυτή είναι μονάχα η αρχή του μυθιστορήματος.

Στο δεύτερο μέρος η οπτική γωνία αλλάζει, και αφηγητής γίνεται ο αποστασιοποιημένος βιντεοκαλλιτέχνης σύζυγος της αδελφής της, ο οποίος μετέφερε τη «χορτοφάγο» άρον άρον στο νοσοκομείο. Η συνεύρεσή τους θα είναι καταλυτική, καθώς εκείνος βλέπει μέσα της «την ενέργεια του άγριου δέντρου», μεταστρέφεται και ξαναγεννιέται καλλιτεχνικά.

Με εξαιρετική μαστοριά, η συγγραφέας καθρεφτίζει τη μία ιστορία στην άλλη, ασυνείδητο/έμπνευση, βία/αρμονία της φύσης, κορμί ντυμένο/κορμί γυμνό, διαμαρτυρία σωματική/διαμαρτυρία καλλιτεχνική, αφύπνιση της συνείδησης. Ωστόσο η εξέλιξη των πραγμάτων δεν θα καθρεφτίσει τις ευαισθησίες των δυο τους αλλά τις παρωπίδες της κοινωνίας που τους περιβάλλει: πουριτανισμό, λογοκρισία, δαιμονοποίηση, συντήρηση.

Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται σε μια ιδιωτική κλινική περιτριγυρισμένη από ένα πυκνό, καταπράσινο, δάσος, με αφηγήτρια την αδελφή και κηδεμόνα της «χορτοφάγου», η οποία πλέον μπορεί να «συνομιλεί» μονάχα με τον κόσμο των δέντρων.

Εδώ επισφραγίζεται η εικόνα των ευθυγραμμισμένων πολιτών και των ανταλλαγών μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών συμφερόντων, με στόχο την ορθολογική και επικερδή πορεία της χώρας προς τα εμπρός: προς αυτόν τον υπέροχο ορίζοντα όπου οι ακτίνες του ήλιου, περνώντας μέσα από τις φυλλωσιές, δείχνουν τα δέντρα στις φλόγες…

Φωνές που «δεν αξίζει να ακουστούν»

Στο μυθιστόρημα της Χαν Γκανγκ δεν υπάρχει κάθαρση. Η αγγλοσαξονική κριτική μιλά για «γκόθικ λυρισμό», αλλά το τοπίο που υποφώσκει είναι πιο σκοτεινό. Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας υπαινίσσεται ότι οι σύγχρονες αναπτυγμένες, παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες αποδέχονται ή και θεσμοποιούν τη βία απέναντι στις αντισυστημικές φωνές καθώς και ότι εξωθούν στην αυτοακύρωση, ή και στην αυτοκαταστροφή, τους αμφισβητίες.

Η ίδια δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνειδήσεις που δεν ευθυγραμμίζονται, όμως επισημαίνει πως σ’ αυτό το τοπίο είναι προδιαγεγραμμένο ότι η διαφορετική φωνή δεν αξίζει να ακουστεί. Η κριτική της γίνεται ακόμα πιο αιχμηρή στο τρίτο μέρος, διότι εισάγει το ζήτημα της ατομικής ευθύνης και ενοχής απέναντι σε όσα συμβαίνουν.

Η αναπτυγμένη νοτιοκορεάτικη κοινωνία του 2007 (τότε έγραψε τη Χορτοφάγο που μεταφράστηκε στα αγγλικά το 2016) γίνεται ανθρωποφαγική, αλλά και σε ατομική βάση οι Νοτιοκορεάτες απογυμνώνονται από τα συναισθήματά τους και γίνονται παθητικοί θεατές της. Αυτό σχολιάζει η Χαν Γκανγκ, αλλά μήπως συμβαίνει το ίδιο σήμερα και με τους Ευρωπαίους;

Καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής στο Ινστιτούτο Τεχνών της Σεούλ αλλά και μουσικός, η Χαν Γκανγκ είναι μια συγγραφέας που ρισκάρει να αλλάζει λογοτεχνικά μονοπάτια. Χαρακτηριστικές οι Ανθρώπινες πράξεις του 2014, ένα πολιτικό βιβλίο-γροθιά στο στομάχι, για το ανοιχτό τραύμα της σφαγής του Γκουανγκγιού, για τη μνήμη των βασανιστηρίων που ακολούθησαν και τις φρικαλεότητες των αρχών που δηλητηριάζουν μια κοινωνία.

Εξίσου χαρακτηριστικά τα Μαθήματα ελληνικών (2011) όπου πρωταγωνιστούν μια γυναίκα που χάνει τη φωνή της και ένας άντρας που χάνει την ακοή του, ένα μυθιστόρημα για την επικοινωνία με τον Αλλο και το θαύμα της επανεκκίνησης του βίου. Καθόλου τυχαία, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της είναι το Λευκό Βιβλίο (2016) για την ευθραυστότητα της ζωής.

 

 

 


Πηγή

Σχόλια

To ergasianews.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη και μόνο αυτόν. Παρακαλούμε πολύ να είστε ευπρεπείς στις εκφράσεις σας. Τα σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται, ενώ οι χρήστες που προκαλούν ή υβρίζουν θα αποκλείονται.

Δείτε επίσης

Νίκος Ανδρουλάκης: Οικογενειακές γιορτές και συναντήσεις για τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης

«Όσο δυναμώνει το ΠΑΣΟΚ τόσο θα δυναμώνει η φωνή του λαού απέναντι σε μια κυβέρνηση …